Skip to main content

Παναγιώτη Μήνα: Τὸ ἡμερολόγιο

Ὁ κ. Παναγιώτης (Τάκης) Μήνας εἶναι ὁ ἐπὶ 60 ἔτη ψάλτης της Σίμου, ὁ ὁποῖος ἀγάπησε πολὺ τὸ χωριό του καὶ ὅλες τὶς ἐκκλησιές του.

Τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει καθηλωθῇ στὸ κρεββάτι, μέσα στὸ σπιτάκι του μὲ τὸ παράθυρο στὸν δημόσιο δρόμο, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ βλέπει μὲ νοσταλγία ὅσους ἐκκλησιάζονται κάθε Κυριακὴ καὶ γιορτὴ καὶ πονάει ἡ καρδιά του ποὺ δὲν μπορεῖ, ὅπως παληά, νὰ ψάλη μὲ μεράκι τὰ τροπάρια στὸν Χριστό, τὴν Παναγία, τοὺς ἁγίους.

Ὅποτε περνῶ ἀπὸ τὸ χωριό του, τὸν ἐπισκέπτομαι. Τὴν τελευταία φορά μου ἔδωσε τὶς φωτοτυπίες μὲ τὶς ἀναμνήσεις του ποὺ τὶς ἔχει «ἐκδώσει» σὲ σχῆμα μικροῦ βιβλίου.

Οἱ ἀναμνήσεις αὐτὲς ἀναφέρονται στὴν Ἐκκλησία, τὴν Πατρίδα, τὸ Χωριό, τὴν βιοπάλη, καὶ εἶναι γραμμένες μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ τὸ μεράκι ἑνὸς βιοπαλαιστῆ καὶ ἀγωνιστὴ ποὺ ἐνῷ εἶχε τὰ προσόντα δὲν μπόρεσε νὰ μάθη περισσότερα γράμματα, καὶ ἔχουν ἱστορικό, λαογραφικὸ καὶ κοινωνικὸ ἐνδιαφέρον. Προέρχονται δὲ ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἂν καὶ ἐργαζόταν ἀπὸ τὸ πρῶτο φῶς τῆς ἡμέρας μέχρι τὴν δύση καὶ πολλὲς φορὲς «μὲ τὴν λάμπα» εὕρισκε χρόνο νὰ ἀφιερωθῇ στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὑπηρετῶντας την ἀνιδιοτελῶς.

Πιστεύουμε ἔτσι νὰ μεταφερθοῦμε νοητὰ στὸ κλίμα τῆς ὄχι μακρινῆς ἐποχῆς ποὺ τὰ χωριά μας δὲν εἶχαν ἀκόμη δρόμους καὶ ἠλεκτρικό.

Τὰ παιδικά μου χρόνια

Οἱ γονεῖς μου ἦταν ὁ Δημήτριος καὶ ἡ Ἀργυρὼ καὶ γεννήθηκα στὶς 10 Ἰανουαρίου 1915, στὸ χωριὸ Σίμου Ναυπακτίας.

Τρία χρόνια ἀπὸ τὴν γέννησή μου, τὸ 1917 ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 1918, μὲ πῆρε ἡ γιαγιά μου καὶ μὲ πῆγε στὸ ἀμπέλι μαζὶ μὲ τὶς γίδες. Θυμᾶμαι ποὺ πεινοῦσα καὶ τῆς ἔλεγα: «Πεινάω, πήγαινέ με σπίτι νὰ φᾶμε "μουσάντρα"». Αὐτὰ τὰ χρόνια εἴχαμε πεῖνα λόγῳ τοῦ ἀποκλεισμοῦ ποὺ μᾶς κάνανε οἱ σύμμαχοί μας Γάλλοι, Ἄγγλοι κ.λ.π. Ἔτσι μεγάλωνα.

Ὁ πατέρας μου ἦταν στρατιώτης συνεχῶς ἀπὸ τὸ 1908 ἕως τὸ 1921. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν ταχυδρόμος. Εἶχε φοιτήσει στὸ γυμνάσιο τῆς Ρουμανίας. Τὸ ἔτος 1921 πῆγα σχολεῖο, δάσκαλο εἶχα τὸν Γεώργιο Βλάχο ἀπὸ τὴν Τερψιθέα Ναυπακτίας.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἦταν πολὺ παλιός. Στὸ δυτικὸ μέρος τῆς ἐκκλησίας εἶχε γυναικωνίτη, ὁ ὁποῖος ἦταν πλεγμένος μὲ πῆχες ἀπὸ σανίδες, οἱ δὲ γυναῖκες ἴσα ποὺ βλέπανε ἀπὸ ἐκεῖ μέσα.

Αὐτὴ τὴ χρονιὰ πέθανε μιὰ ἀδελφή μου, ὀνόματι Κασσιανή, ἀπ' ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρασκευὴ Ναυπάκτου. Ἦταν ἄρρωστη καὶ τὴν πήγανε σὲ γιατρὸ στὴν Πάτρα, ὁ πατέρας μου μαζὶ μὲ τὴν γιαγιά μου Ἑλένη. Ὅταν πέθανε τὴν ἔφερε φορτωμένη ἡ γιαγιά μου στὴν ἐκκλησία στὸν Ἅγιο Γεώργιο Σίμου, ὅπου καὶ ἔγινε ἡ κηδεία της. Μέσα σὲ σαράντα μέρες πέθανε καὶ ὁ ἀδελφός μου Ἰωάννης, τὸν ὁποῖο πῆγε ἡ Πανωραία Πολίτη στὸν Πλάτανο στὸ γιατρὸ καὶ τὸν φέρανε πίσω πεθαμένο. Τὸ ἔτος 1922 σκοτώθηκε ὁ ἀδελφὸς τοῦ πατέρα μου, ὀνόματι Θεόδωρος, στὴν Μικρὰ Ἀσία.

Τὸ ἔτος 1922 ἔγινε ἡ καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας...

Στὸ μεταξὺ τὸ ἔτος 1922-1923 εἶχε ἔρθει ἀπὸ Ἀμερικὴ ὁ Νικόλαος Τσουμῆς. Ὁ Νικόλαος Τσουμῆς, ὁ καθηγητὴς Σπύρος Σκαντζῆς, ὁ στρατηγὸς Θεόδωρος Ξύδης, ὁ Ἱεροψάλτης Ἰωάννης Μέτσος καὶ ὁ Ἱερέας Παπαγεώργης Ἀλεξόπουλος, ἀποφασίζουνε νὰ φτιάξουνε τὸν Ἅγιο Γεώργιο σὲ νέο σχέδιο. Πράγματι, κατεδαφίσανε τὴν παλιὰ ἐκκλησία καὶ ἀρχίσανε νὰ μαζεύουν χρήματα, ὑλικὰ καὶ ὅ,τι ἄλλο χρειαζότανε. Ἔτσι ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμηση σὲ νέο σχέδιο. Πίσω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀνατολικὰ ἦταν νεκροταφεῖο ὁμαδικὸ μὲ παλιοὺς τάφους.

Τὸ 1924, τὸ πρῶτο 10ημερο τοῦ μῆνα Μάρτη, ἔγινε ἡ ἀλλαγὴ ἐκκλησιαστικοῦ ἡμερολογίου, ἐν τῷ μεταξὺ ἔγινε καὶ δημοψήφισμα γιὰ ἀλλαγὴ πολιτεύματος. Ἔγιναν πράγματι ἐκλογὲς καὶ ἐπικράτησε ἡ Ἀβασίλευτη Δημοκρατία, μὲ κυβέρνηση τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαναστασίου.

Τὸ 1926 ὁ Γεώργιος Κονδύλης κάνει κίνημα ἐναντίον τοῦ Πάγκαλου, γίνονται μάχες μέσα στὴν Ἀθήνα, ἔτσι ρίχνει τὸν Πάγκαλο.

Στὴ συνέχεια σχηματίσθηκε οἰκουμενικὴ κυβέρνηση. Σ’ αὐτὴ τὴν κυβέρνηση συμμετεῖχε καὶ ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς ὡς Ὑπουργὸς Συγκοινωνιῶν. Αὐτὸς τότε ἔκανε τὸ πρόγραμμα γιὰ τὴν συγκοινωνία ὁλοκλήρου τῆς Ἑλλάδος. Μέσα σ’ αὐτὸ ἦταν καὶ ὁ δρόμος ἀπὸ Μεσολόγγι-Κακή Σκάλα-Ναύπακτο καὶ ἀπὸ Ναύπακτο-Χάνι Λόη-Σίμου-Πλάτανο-Αράχωβα-Ψηλό Σταυρό-Καρπενήσι-Λαμία, ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε ἐθνικός.

Τὸ ἔτος 1928 ἄρχισε νὰ γίνεται δρόμος ἀπὸ Ναύπακτο-Χάνι Λόη. Τὸ ἔτος 1932 ἦρθε λεωφορεῖο στὸ Χάνι Λόη μὲ ὁδηγό τον Κωνσταντῖνο Μυτιλήνη, ὁ ὁποῖος καταγότανε ἀπὸ τὴ Σίμου καὶ ἔκανε συγκοινωνία καθημερινά.

Τὸ ἔτος 1928 γίνονται βουλευτικὲς ἐκλογές. Ὁ Βενιζέλος κέρδισε τὶς ἐκλογὲς καὶ πῆρε 220 ἕδρες, ἐνῷ τὸ κόμμα τοῦ Παναγῆ Τσαλδάρη πῆρε 30 ἕδρες.

Τὸ ἔτος 1929 ἀποφασίζω νὰ γίνω μαραγκός. Στὴν Σίμου τότε εἶχε φτιάξει ὁ Ἀθανάσιος Μυτιλήνης ἕνα σπίτι μέσα στὸ δρόμο. Μαραγκοὺς εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Ἄνω Χώρα τοὺς ἀδελφοὺς Σωτηρόπουλου, Σωτήριο, Κώστα, Χρῆστο, Δημήτριο καὶ τὸν γαμπρό τους Δημήτριο Πετσίνη.

Ὁ Κωνσταντῖνος Σωτηρόπουλος ἔπαιζε βιολὶ καὶ ὁ Δημήτριος Πετσίνης λαοῦτο, εἴχανε δὲ βοηθοὺς τὸν Ἰωάννη Σαλοῦρο καὶ Κωνσταντῖνο Καραγιάννη. Ἀρχίσανε νὰ φτιάχνουν τὸ σπίτι. Ἐγὼ τότε λέω στὸν πατέρα μου ὅτι θὰ πάω νὰ μάθω τὴν τέχνη τοῦ μαραγκοῦ. Στὴν συνέχεια ὁ πατέρας μου πῆγε καὶ συμφώνησε μὲ τοὺς ἀνωτέρω μαραγκοὺς γιὰ νὰ δουλέψω στὴ δουλειά τους γιὰ τέσσερα χρόνια χωρὶς ἀμοιβή, ἀλλὰ νὰ μὲ μάθουν τὴν δουλειά. Αὐτὸ δὲ τὸ ζήτησα καὶ μόνος μου καὶ τοῦτο διότι δὲν εἶχα μάθει γράμματα.

Ὁ πατέρας μου μὲ πῆγε στὴ Ναύπακτο στὸ γυμνάσιο καὶ ἔδωσα ἐξετάσεις, ὅταν εἶχα τελειώσει τὴν Δ` τάξη τοῦ δημοτικοῦ σχολείου. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο λειτουργοῦσε μὲ τέσσερις τάξεις. Μὲ τὸν πατέρα μου πήγαμε στὴ Ναύπακτο μὲ τὰ πόδια, ἔδωσα ἐξετάσεις καὶ πῆρα ἄριστα, τὰ δύο μαθήματα μὲ 20 καὶ ἕνα μὲ 19. Στὰ Μαθηματικὰ ἔκανα μὲ δικούς μου τρόπους τοὺς λογαριασμούς.

Τὸ Φθινόπωρο πῆγα τρεῖς μῆνες στὴ Ναύπακτο στὸ γυμνάσιο. Ἐν τῷ μεταξὺ στὴ Σίμου γίνεται Ε` τάξη δημοτικοῦ σχολείου. Τότε φεύγουμε ἀπὸ Ναύπακτο ἐγώ, ὁ Τέλιας Μαλάμης καὶ ὁ Βασίλης Μυτιλήνης καὶ ἐρχόμαστε στὴ Σίμου. Ἐγὼ ἔφυγα διότι δὲν μποροῦσα νὰ συντηρηθῶ μόνος στὴ Ναύπακτο καθότι ἤμουν μικρός, ἡλικίας 11 χρονῶν. Ξαναδίνω ἐξετάσεις στὸ σχολαρχεῖο Πλατάνου.

Στὸν Πλάτανο δὲν ὑπῆρχε μέσο μεταφορᾶς γι’ αὐτὸ δὲν πῆγα στὸ σχολεῖο. Στὴν Στύλια ἔγινε ΣΤ` τάξη δημοτικοῦ σχολείου. Ἐκεῖ ἦταν δάσκαλος ὁ Κωνσταντῖνος Τουρμούζης ἀπὸ τὴ Ναύπακτο. Ὁ πατέρας μου μὲ γράφει στὸ δημοτικὸ στὴ Στύλια καὶ πῆρα τὸ ἀπολυτήριο τῆς ΣΤ` τάξης. Ἔτσι δὲν ἔμαθα ἄλλα γράμματα, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπεφάσισα νὰ γίνω μαραγκός.

Τὴν ἡμέρα ὅπου πῆγα γιὰ δουλειὰ ἦταν 8 Ἰουλίου 1929, ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Προκοπίου. Ἔτσι ἄρχισα νὰ μαθαίνω τὴν δουλειά. Τελειώσαμε τὸ σπίτι του Μυτιλήνη. Στὸ μεταξὺ προτοῦ τελειώσουμε τὴν δουλειά, ὁ Κώστας Σωτηρόπουλος καὶ ὁ Δημήτριος Πετσίνης ὅπου παίζανε ὄργανα κάθε βράδυ πήγαιναν στὰ κεφενεία καὶ γλεντοῦσε ὅλο τὸ χωριό.

Ὁ ἀδελφός μου, ὁ Ἀντώνης, μάζευε τὶς κομμένες χορδὲς ἀπὸ τὰ ὄργανα καὶ τὶς ἔβαζε πάνω σὲ μιὰ σανίδα καὶ ἄρχισε νὰ ἀσχολεῖται. Στὸ μεταξὺ ἔφτιαξε βιολὶ μόνος του ἀπὸ κουτιὰ ρέγγας καὶ μάθαινε καὶ μαντολίνο. Τὸ μαντολίνο τὸ εἶχε ἕνας δάσκαλος, Κόκας ἀπὸ τὸν Πλάτανο. Ὁ ἀδελφός μου ἔτσι ἔμαθε νὰ παίζη βιολὶ καὶ μαντολίνο.

Ἐγὼ συνέχεια δούλευα. Φύγαμε ἀπὸ τὴ Σίμου τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1929 καὶ πήγαμε στὴν Χώμορη φορτωμένος μὲ ἕνα ζεμπίλι ἐργαλεῖα. Δουλεύαμε στὸν Σπύρο Θεοφάνη. Ὅταν τελειώσαμε, πήγαμε νύχτα στὴν Ἄνω Χώρα. Ἐκεῖ δουλεύαμε στὸ σπίτι τοῦ μάστορά μου. Ἔτσι δὲ κυλοῦσε ὁ καιρός. Στὴν Ἄνω Χώρα ἔριχνε πολλὰ χιόνια. Τὸ 1930 δουλέψαμε ἕνα χρόνο στὸν Ἀσπριά, στὸν Ἀντώνη Διαμαντόπουλο. Τὸ 1931 φτιάχναμε τὸ σανατόριο τοῦ γιατροῦ Ἀντώνη Σπορίτη στὴν Παπαδιά. Εἴμασταν δώδεκα ἄτομα. Μεταξὺ αὐτῶν εἴχαμε καὶ τὸν Δῆμο Χαραλαμπόπουλο ἀπὸ τὴν Δορβιτσά.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὸ χωριό μου πέθανε ὁ παπα-Αντώνης Μυτιλήνης. Εἶχε πάει στὸν κάμπο Σίμου νὰ μεταλάβει την Καραθανάσω. Καθὼς ἀνέβαινε γιὰ τὸ χωριὸ πέθανε στὴν κοδέλα, στὴ θέση Κατωγάκι. Τὸν θάψανε στὸ νέο νεκροταφεῖο καὶ ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ πῆγαν σ’ αὐτὸ τὸ νεκροταφεῖο.

Ἐγὼ στὸ διάστημα ποὺ μάθαινα τὴν τέχνη ὑπέφερα πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν κούραση καὶ τὴν ταλαιπωρία. Δουλεύαμε ἀπὸ τὸ πρωΐ καὶ τελειώναμε νύχτα. Πολλὲς φορὲς δουλεύαμε μὲ τὴν λάμπα μέχρι τὶς πρωϊνὲς ὧρες.

Σὰν παιδιὰ ποὺ ἤμασταν πεινούσαμε, δὲν χορταίναμε ψωμὶ καὶ φαγητό. Πολλὲς φορὲς ψήναμε μιὰ ρέγγα μὲ ἐφημερίδα καὶ τὴν τρώγαμε καὶ οἱ δώδεκα. Ἐμεῖς τὰ παιδιὰ ἀναγκασθήκαμε νὰ κλέβουμε τὸ ψωμί. Ἐγὼ δὲν εἶχα μιὰ δραχμὴ νὰ πάρω καραμέλα. Αὐτὴ τὴ ζωὴ κάναμε ὅλον τὸν καιρό. Δουλεύαμε μέσα στὸ χιόνι καὶ τὸ κρύο κάτω ἀπὸ βεράντες καὶ τὸ χιόνι νὰ εἶναι περίπου 50 πόντους. Τελικὰ τελείωσε αὐτὴ ἡ μεγάλη ταλαιπωρία, τελείωσε ἡ τετραετία μου καὶ ἔγινα ἕνας καλὸς τεχνίτης.

Ἦρθα στὸ χωριό μου καὶ ἄρχισα νὰ δουλεύω. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Ἀντώνης ἀσχολιότανε μὲ τὰ ὄργανα. Ἔπαιζε τὸ βιολὶ καὶ τὸ μαντολίνο. Ὅταν ἦρθα καὶ ἐγὼ τὸν βοηθοῦσα μὲ τὸ νὰ τραγουδάω, γιατί εἶχα καλὴ φωνή. Ἔτσι περνοῦσαν τὰ παιδικά μας χρόνια.

(συνεχίζεται)

  • Προβολές: 2949