Skip to main content

Διονυσίου Πελέκη: «Μοῦ 'λεγε ὁ Γέρων Θεόκλητος»

Διονυσίου Πελέκη, Δικηγόρου παρ' Ἀρείω Πάγω

Ὁμιλία στὴν Ἡμερίδα γιὰ τὸν Γέροντα Θεόκλητο, στὸ Πολεμικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν (βλέπε Ε.Π. τεῦχος 129)

Ἁρμοδιότεροι, καὶ πλέον εἰδήμονες ἐμοῦ, εἶπον περὶ τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Θεοκλήτου τους προσήκοντας λόγους. Θὰ εἴπω ἐλάχιστα ἐκ τῆς μετὰ τούτου ἀναστροφῆς.

1.- Ὅταν γιὰ πρώτη φορά τον ἐπισκέφθηκα στὸ κάθισμα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἔσπευσε νὰ μὲ ἐνημερώση ὅτι ὁ γνωστὸς Φαλμεράϋερ, περίεργο μεῖγμα μισέλληνα καὶ συγχρόνως θαυμαστοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, κατὰ τὴν ὁρολογίαν τοῦ Γέροντος, εἶχε ἐκδηλώσει ἐνδιαφέρον ν’ ἀγοράση τὸ κάθισμα μὲ σκοπὸν νὰ μονάση εἰς αὐτὸ ὡς Ὀρθόδοξος. Καὶ μὲ ἀφορμὴ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἄρχισε μία ἄκρως ἐμπεριστατωμένη καὶ διεξοδικὴ ἀνάλυση τῆς Ἑλληνικότητος τοῦ τόπου μας, καὶ ἰδιαιτέρως τῆς Μακεδονίας, διὰ τὴν ὁποίαν ἐπεδείκνυεν ἀνύστακτον ἐνδιαφέρον.

2.- Ὁ Γέρων Θεόκλητος ἀπεστρέφετο κάθε εἴδους ἄνεση. Ἦταν λιτός, ἀσκητής, ἀφιλοχρήματος, ἐλεήμων. Λέγεται ὅτι ἔρριχνε νερὸ στὸ φαγητό του γιὰ νὰ εἶναι ἄνοστο. Τὰ ὅποια ἔσοδά του ἀπὸ τὰ πολλὰ βιβλία του διετίθεντο γιὰ βοήθεια τρίτων. Εἶχε ἕνα ράσο μόνο καὶ ἕνα ζευγάρι παπούτσια, ποὺ τὰ πατοῦσε στὸ πίσω μέρος τους καὶ τὰ εἶχεν μετατρέψει σὲ παντόφλες. Ἀπὸ τὴν δεκαετίαν τοῦ 1950 δεσπόζει εἰς τὸ Ὅρος ὡς πνευματική, λογία, ἀσκητικὴ προσωπικότης, κεκοσμημένη καὶ μὲ διοικητικὰ χαρίσματα. Στὴ χιλιετία τοῦ Ὅρους ἐκυκλοφόρησε ἕνα πανηγυρικὸ τεῦχος τῆς ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ. Τὸν μόνον, ποὺ μνημονεύουν οἱ γράψαντες στὸ τεῦχος, εἶναι ὁ Γέρων Θεόκλητος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἐκφράζονται μὲ θαυμασμόν.

3.- Εἶναι γνωστὸν ὅτι μὲ τὴν ἄφιξιν τοῦ Ὄθωνος κατέκλυσαν τὸ νεοπαγὲς κρατίδιον ὡς ἀκρίδες οἱ διάφοροι μισσιονάριοι, οἱ ὁποῖοι ἐξοβέλισαν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴν Κοινωνίαν τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰσήγαγον ὡς μέτρον πίστεως καὶ ἐναρέτου βιοτῆς τὸν εὐσεβισμόν, ἀπότοκον τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμικεύσεώς τους, ποὺ ὡδήγησαν καὶ ἐδῶ, κατὰ μίμησιν τῆς Δύσεως, εἰς ἀποκοπὴν ἀπὸ τὴν Πατερικὴν Παράδοσιν.

4.- Ὁ πατὴρ Θεόκλητος, πνευματικὸν ἀνάστημα καὶ ἀγαπημένον τέκνον τοῦ Γέροντος Γαβριήλ, μὲ τὸ κατὰ προτροπὴν τούτου γραφὲν πρωτοπόρον πόνημά του περὶ τοῦ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ὀρθοδόξου ἡσυχαστικοῦ Μοναχισμοῦ ὑπὸ τὸν τίτλον «ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ», ἐπανέφερε καὶ εἰσήγαγεν καὶ πάλιν του πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, παλαιοτέρους καὶ νεωτέρους, εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Κοινωνία καὶ τὴν ἑλληνικὴν οἰκογένειαν. Ἀγήρως θὰ παραμείνη ἡ μνήμη του καὶ ἀνεξόφλητος ἡ εὐγνωμοσύνη τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν διὰ τὴν προσφοράν του αὐτήν. Ἐβιογράφησε δὲ λίαν ἐπιτυχῶς μεταξὺ ἄλλων τὸν Ἅγιον Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν, τὸν Ἅγιον Νικόδημον τὸν Ἁγιορείτην, εἰς τὴν ἁγιοκατάταξιν τοῦ ὁποίου τὸ 1955 ἐπρωτοστάτησε, τὸν φίλον του Ἀθανάσιον τὸν Ἰβηρίτην κατὰ τρόπον πολὺ συγκινητικὸν καὶ γλαφυρότατον καὶ πολλοὺς ἄλλους Πατέρες. Τὸ «Mεταξὺ Oυρανοὺ καὶ Γῆς» ἐβραβεύθη ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, ἔγινε ἀντικείμενο διδακτορικῶν διατριβῶν, ἔχει μεταφρασθῇ σὲ πολλὲς γλῶσσες καὶ ἔχει κάμει σωρείαν ἐκδόσεων.

5.- Καίρια ὑπῆρξε ἡ συμβολή του στὴν ἐπικράτησι τοῦ Κοινοβιακοῦ συστήματος στὸ Ὅρος καὶ ἡ στελέχωση πολλῶν μοναστηριῶν μὲ ἀδελφότητες, στὴν κατάρτισι τῶν ὁποίων συνέβαλε ἀποφασιστικά! Διετήρει ἄριστες σχέσεις μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μοῦ παρέδωκε δὲ ὁ ἴδιος μίαν θερμοτάτην ἐπιστολὴν ἀπὸ 19-4-1960 τοῦ νῦν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, τότε Δημητρίου Ἀρχοντώνη, ὁ ὁποῖος τὸν προσφωνεῖ: «Πολυσέβαστέ μοὶ π. Θεόκλητε».

6.- Οἱ ἐπισκέψεις μοῦ εἰς τὸ Ὅρος, ὅπου μὲ ὑπεδέχετο μὲ ἀνυπόκριτον χαράν, καὶ ἡ μακρὰ διαμονή του στὴν οἰκίαν μου, μοῦ ἔδωσαν τὴν μοναδικὴν εὐκαιρίαν ν’ ἀκούσω πολὺ ἐνδιαφέροντα καὶ πολὺ χρήσιμα πράγματα καὶ νὰ βιώσω, ἐγὼ καὶ ἡ οἰκογένειά μου, τὴν εὐλογίαν του καὶ τὴν αὐθεντικὴν καὶ γνησίαν Ὀρθοδοξίαν. Οἱ συζητήσεις μας ἦταν πολὺ ἐνδιαφέρουσες, διεπίστωνα δὲ κάθε φορὰ πόσον τὸν εἶχεν θέλξει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ποιὰν ἀλλοίωσιν εἶχεν ἐπιφέρει στὴν ψυχήν του, ἀλλὰ καὶ πόσον ἐτίμα καὶ ἐλάτρευε τὴν Παρθένον Κυρίαν Θεοτόκον, τὴν ὁποίαν μὲ συγκλονισμὸν ψυχῆς, ἔμπλεως δακρύων, τὴν ἀπεκάλει: «Ἡ Μανούλα μου». Ἕνα πρωϊνὸ κατέβηκε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ πέρασε νὰ μοῦ εἰπῇ ὅτι θὰ κατέβαινε στοὺς ἐκδότες τῶν ἔργων του. Τὸν ἐρώτησα ἂν ἔχη χρήματα. Ὄχι, μοῦ λέγει, δὲν μοῦ χρειάζονται. Τοῦ ἔδωσα κάποιο ποσὸ γιὰ νὰ γυρίση τὸ μεσημέρι. Ἠρνήθη νὰ τὰ πάρη καὶ μοῦ εἶπε: «Μὴν ἀνησυχεῖς. Δὲν μὲ ἀφήνει ἡ Μανούλα μου.» Τὸ μεσημέρι ἄργησε νὰ γυρίση, ἀνησύχησα, ἐβγῆκα στὸν ἐξώστη τοῦ γραφείου καὶ ἀνέμενα νὰ τὸν ἰδῶ ἐπιστρέφοντα. Κάποια στιγμὴ σταματᾶ πρὸ τοῦ γραφείου ἕνα αὐτοκίνητο, ὁ ὁδηγὸς τρέχει καὶ ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ κατεβαίνει ὁ π. Θεόκλητος. Μὲ εἶδε ὅτι ἀνέμενα. Γυρίζει μὲ τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐκεῖνο ἤρεμο ὕφος, βάζει τὸν δάκτυλον στὸν κρόταφον, χαμογελᾶ καὶ δὲν μοῦ λέγει τίποτε. Ἔσπευσα στὴν εἴσοδον νὰ τοῦ ἀνοίξω τὴν πόρτα καὶ τότε μοῦ λέγει: «Δὲν σοῦ εἶπα ὅτι δὲν μὲ ἀφήνει ἡ Μανούλα μου;». Αὐτὸ καὶ ἂν εἶναι πίστις.

7.- Ἔλεγε: «Παιδί μου, δὲν ὑπάρχει πτωχότερο ὀν ἀπὸ αὐτόν, ποὺ φιλοσοφεῖ χωρὶς τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ». Γιὰ τὴν οὐσιαστικὰ ἀνύπαρκτη Σωτηριώδη ἀξία τῶν φιλοσόφων ἔναντι τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ ἔλεγε ὅτι: «Τὸ φῶς, το μόνον σταθερὸ καὶ αἰώνιο φῶς, εἶναι ὁ Χριστός. Οἱ φιλόσοφοι εἶναι μικροφωτάκια, ὅπως εἶναι οἱ πυγολαμπίδες. Καὶ ἐρωτοῦσε ἐμφαντικῶς: Εἶναι, Νιόνιο μου, φῶς τὸ πρὸς στιγμὴν λάμπον φῶς των πυγολαμπίδων; Καὶ προσέθετε: Θέλω νὰ γνωρίζης ὅτι ναὶ μὲν ὁ Μέγας Βασίλειος μετὰ τὴν πρόσφατον ἐπιστροφήν του ἀπὸ τὰς Ἀθήνας ἔγραφεν τὸ γνωστὸν «πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ Ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», ἀλλὰ ὕστερον, ὅταν ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὶς νεανικὲς σπουδὲς καὶ ἐνεβάθυνεν εἰς τὸ μεγαλεῖον τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, μετέγνωσε καὶ ἐθεώρει ὡς χαμένον χρόνον τὰ ἔτη ποὺ ἠνάλωσε στὶς σπουδές του στὴν Ἀθήνα. «Τὸν Χριστόν, παιδί μου. Τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν μας καὶ μόνον» ἔλεγεν.

8.- Ἐπεδείκνυεν μεγάλον σεβασμὸν πρὸς τὶς παραδόσεις τοῦ Γένους μας καὶ κυρίως πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν Γλῶσσαν, τῆς ὁποίας ὑπῆρξεν βαθὺς γνώστης καὶ ἄριστος χειριστής. Ἐγνώριζε ἄριστα τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐθεώρει ὡς ζωτικὸν συμπλήρωμα τῆς Θεολογίας καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως. Συγχρόνως, ὅμως, ἠσχολήθη μὲ τὸν Μακρυγιάννην, ὡς φορέα τῆς λαϊκῆς μας παραδόσεως, ποὺ εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε Ἕλληνος. Ἔλεγε: «Ὅ,τι εἶναι ἡ Ὑμνωδία διὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν Παράδοσιν εἶναι τὸ δημοτικὸ τραγούδι γιὰ τὴν ἐθνικὴ Παράδοση. Εἶναι οἱ δυὸ ὄψεις τοῦ αὐτοῦ νομίσματος». «Τὸ Δημοτικὸ τραγούδι ὁδηγεῖ εἰς τοὺς θρύλους καὶ τοὺς ἡρωισμοὺς τοῦ κόσμου, ἐνῷ ἡ Ὑμνωδία ὁδηγεῖ εἰς τὴν μίμησιν τῶν Ἁγίων καὶ εἰς τοὺς λειμῶνες τοῦ Παραδείσου». Πράγματι, μία θαυμασία παρακαταθήκη γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Ἔψαλλεν δὲ ὡραιότατα μὲ τὴν βροντώδη ἀρρενωπὴν φωνήν του καὶ μὲ παρότρυνε νὰ τὸν ἀκολουθῶ, πρᾶγμα δύσκολο.

9.- Εἶχε ὑψηλότατον δείκτην νοημοσύνης καὶ ἦτο εὐφυὴς καὶ εὐστροφότατος συζητητής, διαθέτων ἀρκετὸν χιοῦμορ, δηλαδὴ λόγον γλυκύν, ἅλατι ἠρτυμένον. Δὲν εἶχε ποτὲ κακὸν λόγον γιὰ κανένα. Δὲν ἄκουσα ποτὲ καὶ ἴχνος, ἔστω, καταλαλιᾶς κατὰ οἱουδήποτε. Καὶ ἂν κάποιος τὸν ἐπίκρανε, ἔλεγεν: «Αὐτός, ποὺ μᾶς πικραίνει εἶναι ὁ φορέας τοῦ πειρασμοῦ. Νὰ διακρίνωμεν τὸν πειρασμὸν ἀπὸ τὸν φορέα του. Τὸν πειρασμὸν τὸν πολεμοῦμε ἀλλὰ γιὰ τὸν φορέα προσευχόμεθα.» Καὶ ἤξερα πολὺ καλὰ γιατί τὸ ἔλεγε. Ἐθαυμάζαμε τὴν ἁγίαν ψυχήν του. Μὲ τὴν διαρκῆ προσευχή του συνελάμβαναν οἱ πνευματικές του κεραῖες ὅλα τὰ δεινὰ τοῦ Κόσμου. Καὶ ἦταν συνήθως παρὼν εἰς αὐτὰ μὲ ἄρθρα του, ποὺ σηματοδοτοῦσαν ἐπακριβῶς τὴν Ὀρθόδοξη λύση τους. Δὲν παρέλιπεν δὲ νὰ ὑπογραμμίζη: «Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ Θεία Χάρις πνέει ὅπου βούλεται. Ἀλλὰ οἱ προσευχὲς τῶν Ἁγιορειτῶν κινοῦν τὴν Θείαν Χάριν καὶ δι’ αὐτῆς ἀλλάσσουν τὴν πορείαν τοῦ κόσμου». «Τὸ μέγα καὶ ἀήττητον ὅπλον τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ προσευχή».

10.- Ἔλεγε: «Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ψυχὴ κατώδυνος ἐν διαρκεῖ μνήμῃ θανάτου ἀδολεσχοῦσα κατὰ τὸν Ἰωάννην τῆς Κλίμακος. Ὅλη του ἡ ζωὴ εἶναι ἐστραμμένη ὄχι ἁπλὰ στὴν μνήμην θανάτου, ἀλλὰ στὴν ἀπολογίαν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος. Ριγῶ καὶ συντρίβομαι ὅταν σκέπτομαι τὴν ὥραν αὐτήν. Τί θὰ εἴπω εἰς τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν μου, ποὺ ἐσταυρώθη δι’ ἐμὲ καὶ ἐγὼ δὲν ἐξετίμησα στὸ ἐλάχιστο τὴν θυσίαν του; Πὼς τοῦ τὴν ἀνταπέδωσα;»

11.- Ἐχαρακτήριζε ἀνυποχωρήτως τὸν Πάπαν ὡς αἱρετικὸν καὶ μᾶς ἀνέλυε ἐκτενῶς καὶ ἐμβριθῶς τὰ σημεῖα, στὰ ὁποῖα οἱ Δυτικοὶ ἐξέκλιναν ἀπὸ τὴ Ὀρθοδοξίαν, τὴν μίαν, μόνην καὶ ὅλην ἀλήθειαν, πρὸς τὴν ὁποίαν ὀφείλουν ἐν συντριβῇ καὶ μετανοία νὰ ἐπανέλθουν. Δὲν ἐπίστευεν εἰς τὴν Ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν, διότι δὲν ἔβλεπε μετάνοιαν τοῦ Πάπα. Περισσότερο ἐπίστευε στὴν ἐκ τῶν ἔσω, λόγῳ πλήθους κριμάτων καὶ ἁμαρτιῶν, κατάρρευσιν τοῦ Παπισμοῦ. Ἐθεώρει ἀνείπωτον ὕβριν τὸν ἰσχυρισμὸν τοῦ Πάπα, ὅτι εἶναι ἐπὶ γῆς vicarius Christi: Δηλαδὴ ἀντιπρόσωπός του στὴ γῆ. «Ὁ Κύριος, ἔλεγεν, μένει διαρκῶς μεθ’ ἡμῶν μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Καὶ μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειές του κυβερνᾶ τὸν κόσμον. Δὲν ἔφυγε ἀπὸ κοντά μας ὁ Χριστὸς γιὰ ν’ ἀφήση ἀντιπρόσωπόν του τον Πάπαν ἡ τὸν ὁποιονδήποτε. Καὶ ὁ Παράκλητος, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, λειτουργεῖ διαρκῶς μεθ’ ἡμῶν καὶ ὑπὲρ ἡμῶν». Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις μας. Τὰ περὶ ἀντιπροσωπεύσεως ἀπὸ τὸν Πάπα συνιστοῦν τὴν ἄκραν ἐκκοσμίκευσιν καὶ βλασφημίαν. Καὶ θὰ ἐπισύρουν κάποτε τὴν λειτουργίαν τοῦ πνευματικοῦ νόμου».

12.- Ἔλεγε: «Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ σέβεται τὸ περιβάλλον, ποὺ ἡτοίμασε ὑπὲρ αὐτοῦ ὁ Θεός. Νὰ σέβεται τὴν κτίσιν, τὴν ὁποίαν ἐδημιούργησε καὶ τὸν ἔθεσεν βασιλέα αὐτῆς. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα εἰς αὐτὴν τὴν κτίσιν. Ἀντιστρατεύεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ περιφρονεῖ τὴν ἐπὶ γῆς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὅποιος δὲν σέβεται τὴν κτίσιν.» Πολὺ προωθημένη ὀρθόδοξη θεώρησι τῆς οἰκολογίας.»

13.- Πολλὲς φορὲς ἀνέλυε τὸ προσφιλὲς τοῦ θέμα περὶ τῶν οἰομένων ἐξ ἔργων δικαιοῦσθαι καὶ περὶ τῆς λειτουργίας τοῦ πνευματικοῦ νόμου. Τὸ προοίμιον τῆς σχετικῆς συζητήσεως ἦτο: «Πάντα πώλησον, Μάρκον ἀγόρασον» ἀναφερόμενος εἰς τὸν Μάρκον τὸν Ἀσκητὴν τοῦ 8ου αἰῶνος». Ἦταν κατηγορηματικός: «Μόνα τὰ ἔργα δὲν σώζουν, ὅπως πιστεύουν οἱ ταλαίπωροι προτεστάντες. Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς ἀκολουθεῖ ἀτέγκτως τὴν ἰδικήν της διαδρομήν: Κάθαρσις-φωτισμός-θέωσις. Ἡ πίστις, ποὺ κανοναρχεῖται ἀπ’ αὐτά, εἶναι σώζουσα καὶ ἁγιάζουσα πίστις. Καὶ ἀπὸ αὐτὰ οἱ Προτεστάντες δὲν ἀντιλαμβάνονται τίποτε. Ἔχουν μαῦρα μεσάνυχτα.»

14.- Γιὰ τὴν λειτουργίαν τοῦ πνευματικοῦ νόμου ἔκαμνεν συχνότατα λόγον. Ἔλεγε: «Οἱ πειρασμοί μας συγκρατοῦν ἀπὸ τὶς ἐκτροπές. Οἱ προσωπικές μας πράξεις ἡ οἱ λογισμοί μας ἔχουν ἄμεση ἡ ἔμμεση ἀνταπόκριση ἀπὸ τὸν Θεό. Ὄχι, ὅμως, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ κατὰ τὸν ἴδιο χρόνο. Αὐτὸ γίνεται κατὰ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι Ἀγάπη καὶ μᾶς παιδαγωγεῖ ἀνάλογα. Δηλ. ἐν ἄλλοις πταίομεν καὶ ἐν ἄλλοις παιδευόμεθα. Πρόκειται γιὰ τὸν Πνευματικὸ νόμο. Τόσα χρόνια τὸν παρακολουθῶ στὸ Ἅγιο Ὅρος καὶ εἶναι ἄτεγκτος. Πρόσεξε καὶ πίστεψε σ’ αὐτόν. Ἂν δὲν τὸν πιστέψουμε, δὲν θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ δεινά, καὶ εἶναι πολλά. Ὅλα τὰ θλιβερά, τὰ δύσκολα (συκοφαντίες, ζήλειες, ψέμματα κ.λπ.) μᾶς ἔρχονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀμέσως νὰ κάνης διαχωρισμὸ καὶ νὰ λὲς ὁ Θεὸς τὰ ἔστειλε κατὰ δίκαιον λόγον, ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ παιδαγωγία καὶ ὄχι ὁ φορέας ἀδελφὸς καὶ ποτὲ νὰ μὴ θεωρῇς ἐχθρὸ αὐτὸν ποὺ σὲ στενοχώρησε. Ἂν κάνης ἀμέσως αὐτὸν τὸν διαχωρισμό, χωρὶς πολὺ κόπο, θὰ φθάσης στὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς, στὴν ταπείνωση, στὴν αὐτομεμψία, στὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐχθρούς, ποὺ εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐπίπεδο ἀρετῆς. Μὴ βλέπης ἀπὸ ποιούς ἔρχονται οἱ πειρασμοί, ἀλλὰ γιατί ἔρχονται. Εἴμαστε καταφορτωμένοι ἀπὸ ἁμαρτίες. Μὲ τὴν ὑπομονὴ τῶν πειρασμῶν θὰ ἐξοφλήσουμε τὰ χρέη μας. Ἡ σοφία τῶν Χριστιανῶν εἶναι νὰ τοὺς ἀντιμετωπίζουν μὲ εὐχαριστία. Ἀρχίζουν οἱ πειρασμοὶ καὶ ὁδηγούμεθα στὸν Θεὸ καὶ εἶναι ἀνάλογοι μὲ τὴν ἀνθεκτικότητα τοῦ πειραζομένου».

Ἐπανελάμβανε τακτικά: «Νὰ μὴν ξεχνᾶμε τὴν θείαν μας καταγωγήν».

15.- Ἔλεγε: «Δὲν ἔχουμε πνευματικὴ αἴσθηση. Πιστεύουμε καὶ ἀγαπᾶμε τὸν Χριστὸ ὅσο μᾶς ἐπιτρέπουν τὰ πάθη ποὺ ὑποδουλώνουν τὴν ψυχή μας. Πρέπει νὰ ζήσουμε μέσα στὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀλληλοπεριχώρηση. Ἐγὼ εἰμὶ τὸ κλῆμα ὑμεῖς τὰ κλήματα. Νὰ γίνουμε, παιδί μου, δεκτικὰ σκεύη τῆς ὑπερφυσικῆς θείας ἑνώσεως». Καὶ πάλι μετὰ δακρύων μονολογοῦσε.

«Γλυκύτατέ μου Χριστέ, φώτισέ μας τὸ σκότος μας, ὦ Χριστέ, γλυκύτατε, ὦ Χριστέ μου.... ἀσύλληπτη Ἀγάπη... ὦ Χριστέ μου τί νὰ σοῦ ἀνταποδώσουμε γιὰ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες Σου! Γλυκύτατε Κύριε, ποὺ μᾶς ἔκανες ἀδελφοὺς καὶ συγκληρονόμους, μᾶς ἔκανες μετόχους τῆς θείας ἐνεργείας Σου, μᾶς ἔκανες κατὰ χάριν Θεούς. Ἄνοιξε, Χριστέ μου, τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας γιὰ νὰ δοῦμε το Φῶς Σου, τὴν δόξα Σου νὰ κλάψουμε ἀπὸ εὐχαριστία.» Καὶ γλυκεῖς ἔβλεπε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

16.- Στὴν τελευταία μου ἐπίσκεψη στὸ Ὅρος μείναμε οἱ δυό μας γιὰ τέσσαρες περίπου ὧρες. Ἀνέφερε πάμπολλα παραδείγματα λειτουργίας τοῦ πνευματικοῦ νόμου. Κλασικὸ παράδειγμα, καὶ ἄκρως ἐπίκαιρο, ἀνέφερε τοὺς πρωτεργάτες τῆς Συνόδου Φλωρεντίας – Φερράρας τοῦ 1438-1439. «Ὁ Θεὸς δὲν τοὺς ἐτιμώρησε. Γιατί δὲν τιμωρεῖ. Ἀλλὰ λειτούργησε ὁ πνευματικὸς νόμος πρὸς παραδειγματισμὸν καὶ διδαχὴν τῶν ἐπιγενομένων: Ὁ πατριάρχης Ἰωσὴφ πέθανε καὶ ἐτάφη ἐκεῖ, πλάϊ στὴν Ἐκκλησία της Σάντα Κρότσε, στὴν Φλωρεντία καὶ ἔμεινε ξεχασμένος μέχρι τώρα. Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἰωάννης Ἡ ὁ Παλαιολόγος ἐπέστρεψε καὶ ἐπληροφορήθη τὸν ἐπελθόντα κατὰ τὸν χρόνον τῆς ὑπογραφῆς θάνατον τῆς συζύγου του. Ἡ Ἱστορία τους ἔχει ξεχάσει. Ἐνῷ τὸν Ἐφέσου Μάρκον τὸν Εὐγενικὸν ἡ Ἐκκλησία ἀνεκήρυξε Ἅγιον καὶ τιμᾶ ἐξόχως διὰ τὴν ἐμμονὴν εἰς τὴν πίστην τῶν Πατέρων.

Ἂς τὰ ἔχουν ὑπόψη τους ὅποιοι ἐνυπνιάζονται νέα Φλωρεντία-Φερράρρα».

17.- Ἐθεωροῦσε ἀφύσικον πρᾶγμα κάθε εἴδους πορείαν τῶν Ὀρθοδόξων πρὸς τὴν Ρώμην. Ἡ πορεία πρέπει νὰ εἶναι μία: Πορεία ἐπιστροφῆς τῆς Ρώμης πρὸς τὴν Ἀνατολήν, ἀποτίναξις τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν καὶ ἐπάνοδος στὴν πρὸ τοῦ σχίσματος κατάστασιν. Κάθε ἄλλη ἐξέλιξις εἶναι νόθος. Καὶ θὰ λειτουργήση πάλι ὁ πνευματικὸς νόμος γιὰ τοὺς τοιαῦτα βυσοδομούντας κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτὴ ἦταν ἡ ὑποθήκη του γιὰ τὸ μέγιστο αὐτὸ θέμα, τὸ ὁποῖο σήμερα παίρνει ἀπρόβλεπτες διαστάσεις καὶ ἐγκυμονεῖ μεγίστους κινδύνους καὶ γιὰ τὴν Πίστιν καὶ γιὰ τὸ Γένος μας. Καὶ οἱ ἔχοντες ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτωσαν.

18.- Ἐξεδήλωνε σὲ κάθε στιγμὴ ἕνα πρωτοφανὲς πνεῦμα ταπεινώσεως καὶ αὐτομεμψίας.

α) Τὸ 2003 τὸν εἶχα ἐπισκεφθεῖ τρεῖς φορὲς στὸ Ὅρος. Κάθε φορὰ προσπαθοῦσα νὰ τὸν πείσω νὰ κατέβη στὴν Ἀθήνα, ὅπου πολλοὶ τὸν ἀναζητοῦσαν. Ἐδικαιολογεῖτο ὅτι ἔχει γεράσει. Ὅταν τοῦ εἶπα: «Παπποῦ, μπορῶ νὰ στείλω ἕνα ἑλικόπτερο νὰ σὲ πάρη καὶ νὰ σὲ φέρη πίσω». Στεναχωρήθηκε καὶ μοῦ λέει: «Νιόνιο μου, φαντάζεσαι τὶς λοιδορίες καὶ τὸν χορὸν τῶν Δαιμόνων ἔξω ἀπὸ τὸ ἑλικόπτερο; Θὰ γελοῦν εἰς βάρος μου. Ὁ Θεόκλητος πάει νὰ σώση τὸν κόσμον! Μὴ γινόμεθα ἡ χλεύη τῶν δαιμόνων. Τὰ "ταγκαλάκια" τοῦ ἀδελφοῦ μου Παϊσίου θὰ τρελλαθοῦν στὸ χορὸ καὶ στὸ πανηγύρι».

β) Μὲ τὸν Ἅγιο Γέροντα Παΐσιο ἐτήρει ἰδιαίτερη ἁγιοπνευματικὴ ἐπικοινωνία. Κάποτε ὁ Γέρων Παΐσιος τὸν συνήντησε στὴν Δάφνη. Τὸν πλησίασε καὶ τοῦ λέγει εἰς ἐπήκοον καὶ ἄλλων Μοναχῶν: «Ἀδελφὲ Θεόκλητε, φῶς ἄϋλον ὑπερίπταται τῆς κεφαλῆς σου». Ὁ Γέρων Θεόκλητος ἐσιώπησε καὶ ἀπεμακρύνθη δακρύων.

γ) Στὸ τελευταῖο γράμμα του, λίγο πρὶν ἀρρωστήση καὶ βρεθῇ στὸ Νοσοκομεῖο στὴν Θεσσαλονίκης, στὴν ἐπίμονη πρόσκλησή μας νὰ κατέβη στὴν Ἀθήνα ἔλεγε: «Γιὰ νὰ κατεβῶ στὴν Ἀθήνα τὸ ἀποκλείουν τὰ πόδια, ἀλλὰ μᾶλλον θ’ ἀνέβω, ἀλλὰ πού; Κατασκεύασα, ἄραγε, μὲ ὅλα τὰ 65 χρόνια μοῦ ἐν ἐρήμοις ἔνδυμα γάμου γιὰ τὸν νυμφῶνα ἐκείνου, τοῦ μόνου ἀνταξίου τῆς εὐγενείας καὶ λογικῆς φύσεως τοῦ ἀθανάτου ἀνθρώπου, ποὺ παρὰ ταῦτα φεῦ, ἐμεῖς δὲν τὸν ἠγαπήσαμε, ὅσον Ἐκεῖνος; Κλείνω μὲ τὸ προσφώνημα τὸ γλυκύτατον καὶ γλυκόθυμον: Χριστὸς Ἀνέστη». Αὐτὸ νὰ σκέφτεστε.

δ) Δυὸ μέρες πρὶν κοιμηθῇ ἔλαβε ἡ γυναῖκα μου, ἡ ἀγαπημένη του ἀνεψιά, ἕνα τρυφερό, ἀποχαιρετιστήριο, θὰ ἔλεγε κανείς, τηλεφώνημά του, ποὺ τῆς εἶπε κατ’ ἐπανάληψη: «Τὸν Χριστό, παιδί μου, τὸν Χριστό, τὴν εὐχούλα, ποτὲ μὴν ξεχάσεις τὸν Χριστὸ καὶ τὴν εὐχούλα».

Ἂς ἔχομε τὶς εὐχὲς καὶ τὴν εὐλογίαν του.–

  • Προβολές: 3208