Skip to main content

Ἄρχιμ. Δοσιθέου: Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Εὐρυτανίας Χριστοφόρος

Ἄρχιμ. π. Δοσιθέου, Ἡγουμένου Ἱερὰς Μονῆς Τατάρνης

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ ΚΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ

Ὁ συγγραφέας τοῦ παρόντος κειμένου, π. Δοσίθεος, εἶναι Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης καὶ συνταξιοῦχος Ἱεροκῆρυξ. Ὑπῆρξε Κληρικὸς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, ὅταν ἦταν ἑνωμένη ἐκκλησιαστικῶς ἡ Ναυπακτία μὲ τὴν Εὐρυτανία. Ἔχει χάρισμα λόγου, καὶ προφορικοῦ καὶ γραπτοῦ, καὶ εἶναι συγγραφέας ἀρκετῶν βιβλίων.

Τὸ παρὸν κείμενο, ποὺ ἀναδημοσιεύεται ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Ρίζα» (Μάρτ. 2007) ποὺ ἐκδίδεται στὸ Ἀγρίνιο, χαρακτηρίζεται γιὰ τὴν γλαφυρότητα καὶ ἀναφέρεται στὸν ἀείμνηστο Μητροπολίτη Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστοφόρο, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀφήσει μνήμη ἁγίου ποιμένος.

Ὅταν ἔχη κανεὶς ὑπερβῇ τὸ ἑβδομηκοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας του, δύο πράγματα τοῦ ἀπομένουν νὰ κάμη. Νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του καὶ νὰ θυμᾶται ἱστορίες ἀπὸ τὰ περασμένα. Κάθομαι τώρα στὸ παράθυρο τοῦ κελιοῦ μου καὶ ἀγναντεύω τὰ βουνὰ τοῦ Βάλτου, τὰ πρασινογάλαζα νερὰ τῆς λίμνης τῶν Κρεμαστῶν. Θαυμάζω τὶς ἀκροβατικὲς ἱκανότητες ποὺ ἔχουν οἱ τουρκοποῦλες. Ψάχνουν οἱ καημένες στὸν γυμνὸ πλάτανο μήπως καὶ βροῦν κάποια δυσδιάκριτα σποράκια... Καὶ ἀναπολῶ. Σὰν τὸν γέροντα ἐκεῖνον τοῦ Καβάφη «στοῦ καφενείου του βοεροῦ το μέσα μέρος...»

Ταχύφτερη ἡ σκέψις σταματᾶ μπροστὰ σὲ δυὸ σαμάρια, στημένα γιὰ καθίσματα μπροστὰ στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Πάντων, στὸ μοναστήρι του Προυσοῦ. Θέα πρὸς τὰ βουνά του Τόρνου, τὴν παγόβρυση, τὰ μοναστηριακὰ λειβάδια. Στὸ ἕνα σαμάρι κάθεται ἕνας Ἐπίσκοπος. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστοφόρος. Καὶ στὸ ἄλλο ἕνας νεαρὸς εἰκοσάχρονος «ἄρτι τῶν ἰούλων ἐν ταῖς παρειαῖς ἀναθαλλόντων»

Ἀσήμαντος, ἄγνωστος τοῖς πολλοῖς. Καὶ ὁ Μητροπολίτης καταδέχεται καὶ διηγεῖται σ’ αὐτὸν τὸν νεανίσκο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν σύροντα αὐτὲς τὶς ἁπλὲς γραμμές. Διηγεῖται ἱστορίες ἀπὸ τὴν ζωή του. Πὼς ἔγινε κληρικὸς χάρη στὴν ἔνθερμη διαμεσολάβηση τοῦ Αὐγουστίνου Καντιώτη, Πρωτοσυγκέλλου τότε στὸ Μεσολόγγι. Πὼς προσπάθησαν-πλὴν ἐπὶ ματαίῳ- νὰ τὸν μυήσουν οἱ μασῶνοι στὴν μασωνία. Πὼς διὰ θαύματος δὲν ἀνεκάλυψαν οἱ Γερμανοὶ τὰ ὅπλα τῆς Ἐθνικῆς Ἀντιστάσεως, ποὺ εἶχαν κρύψει σὲ κρύπτη τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς.

Πὼς κάποτε εὑρέθη σὲ λειτουργικὸ ἀποκλεισμὸ ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο, διότι ἐθεωρήθη ἀπὸ τοὺς ὑπερεθνικόφρονες ὕποπτος ὡς πρὸς τὴν ἐθνικοφροσύνη του. Πὼς γλίτωσε ἀπὸ τὰ νύχια της Γκεστάπο τὸ Αὐγουστῖνο Καντιώτη, ποὺ τὸν εἶχαν γιὰ ἐκτέλεση. Πὼς ἐποίμανε λαὸν πρόσφυγα καὶ ρακένδυτο σὲ χρόνια δίσεκτα. Πὼς παρ’ ὅλες τὶς δυσχέρειες κατόρθωσε νὰ χειροτονήση περὶ τοὺς ὀγδόντα ἱερεῖς. Πώς...πως...πως...Έλεγε πολλά, ἐνθυμοῦμαι πολλά, ἀλλὰ ὄχι ὅλα. Ἴσως τὰ ἔλεγε προαισθανόμενος τὸ τέλος του. Σὲ κάποιον ποὺ ἴσως κάποτε τὰ κατέγραφε. Ὕστερα ἀπὸ πενῆντα χρόνια μου ἔρχεται αὐτὴ ἡ σκέψις.

Τὸν γνώρισα τὸ 1955 στὴν ἐνορία μου, στὴν Ἁγία Τριάδα τοῦ Βύρωνος. Μὲ ἐγοήτευσε ἡ πνευματική του παρουσία. Τὸν ἀκολούθησα. Μὲ ἐχειροθέτησε ἀναγνώστη. Μὲ ἔστειλε στὸ μοναστήρι του Προυσοῦ. Εἶχε πολλὰ κατὰ νοῦν γιὰ μένα. Δὲν πρόλαβε ὅμως. Στὶς ἀρχὲς Ἀπριλίου τοῦ ’58 ἔφυγε ἀπὸ κοντά μας. Ἀπὸ αὐτὸ τὸ λίγο διάστημα ποὺ τὸν ἔζησα, ἔμαθα πολλά! Ὠφελήθηκα δὲ πολὺ περισσότερον.

Ἦταν ὁ μακαριστὸς φιλακόλουθος ὅσον ὀλίγοι. Ὅταν κατέβαινα στὶς τρεῖς τὴν νύχτα νὰ σημάνω τὸ σήμαντρο γιὰ τὴν ὀρθρινὴ ἀκολουθία, τὸν εὕρισκα ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ νὰ περιμένη. Ἔψαλλε μὲ φωνὴ ἀγγελική. Ἐκήρυττε μὲ πάθος. Πίστευε βαθειὰ σὲ ὅσα ἐκήρυττε. Ἦτο ὀπαδὸς τῆς τάξεως κατὰ τὴν διεξαγωγὴ τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Ἦτο λιτοδίαιτος, ἐλάχιστα τῶν ἐδεσμάτων γευόμενος. Μόνιμο ἔδεσμα ἦταν τὰ βραστὰ κολοκυθάκια. Ἦτο ἄριστος γνώστης τῶν ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων, ὀρθοδοξῶν καὶ ὀρθοτομὼν ἐν παντί. Εἶχεν εὐγένειαν τῆς ψυχῆς, οὐ την τυχοῦσαν.

Ἐνθυμοῦμαι τώρα τὸ ἑξῆς:

Τὸν ὑπηρετοῦσα μὲ τὸ ζῆλο τῆς νεανικῆς ἡλικίας καὶ τὸν θαυμασμὸ γι’ αὐτόν. Στὸ μοναστήρι παρέμενε ἐπ’ ἀρκετὸν καιρὸ κατὰ τὸν Αὔγουστο μῆνα.

Τὸ μοναστήρι ὡς γνωστὸν εἶχε καεῖ ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Τὸ 1956 εἶχεν ἀποκατασταθῇ μόνον τὸ ἀνατολικὸ κτίριο. Ὅλα ἦταν στενόχωρα. Ὁ δεσπότης ἔμενε σ’ ἕνα δωμάτιο τοῦ τρίτου ὀρόφου. Γιὰ νὰ πάη στὸ ὑποτυπῶδες ἀποχωρητήριο ἔπρεπε νὰ περάση ἀπὸ ἕναν διάδρομο. Σ’ αὐτὸν ὅμως κοιμόμουν ἐγώ. Γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλῶ μάζευα τὶς κουβέρτες καὶ κοιμόμουν στὸ μπαλκόνι. Κάποια νύχτα βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο κρατῶντας μία λάμπα πετρελαίου ἀναμμένη στὸ χέρι γιὰ νὰ πορευθῇ πρὸς τὸν ἰδιαίτερο ὄζοντα χῶρο. Γύρισε, κοίταξε πρὸς τὸ μπαλκόνι καὶ ὑπέθεσε ὅτι κοιμόμουν. Ἤμουν στὰ σκοτεινά. Τὰ μάτια μου μισόκλειστα. Γιὰ νὰ μὴ μὲ ξυπνήση, γιὰ νὰ μὴ μὲ ἐνοχλήση, σηκώθηκε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν του. Ἀκροποδητὶ πῆγε ἀκροποδητὶ ἐπέστρεψε. Σὰν τὴ γάτα. Γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήση ποιόν; ἕναν μηδαμινὸ δόκιμο. Τέτοιαν εὐγένειαν εἶχεν ἡ ψυχή του....

Σὲ θυμᾶμαι, δεσπότη μου, ὅταν μεσοστρατὶς στὸ καλοκαιριάτικο καῦμα ζητοῦσες δυὸ μπάτσες ἐλατόκλαδα καὶ ἕνα λερὸ χιράμι ἀπ’ τὸ μουλαροσάμαρο. Καὶ πάνω σ’ αὐτὰ σὰν σὲ κλίνη Σολομῶντος ἔπαιρνες ἕνα μεσημεριάτικο ὑπνάκο κάτω ἀπ’ τὴ σκια ἑνὸς γεροέλατου. Παρακαλοῦσες: «Βάλτε στὸ κουδούνι τοῦ μουλαριοῦ λίγο χόρτο νὰ μὴν ἀκούγεται καὶ ἀφῆστε το νὰ βοσκήση». Καὶ μετὰ ἀπὸ καμιὰν ὠρίτσα σηκωνόσουν, ἔπλενες τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τὸ διπλανὸ ρυάκι καὶ συνέχιζες τὴν πορεία σου γιὰ τὸ μοναστήρι.

Ἤσουν ὁ ταπεινός, ὁ πρᾶος, ὁ μειλίχιος. Ἤσουν ὁ Ἐπίσκοπος!

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ

Ἡ μήτηρ του ὠνομάζετο Βασιλική, ὁ δὲ πατὴρ τοῦ Μιχαήλ. Τὰς γυμνασιακάς του σπουδὰς ἐπεράτωσεν εἰς Ἀγρίνιον. Ὑπῆρξεν ὑπόδειγμα μαθητοῦ. Σεμνὸς ἐκ χαρακτῆρος καὶ ἐξ ἀνατροφῆς, τίμιος, εἰλικρινής, πρᾶος, εὐφυής, ἐπιμελέστατος. Πάντοτε ἠρίστευεν, διέπρεπε, διεκρίνετο.

Ἦταν πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς καὶ Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὑπηρέτησεν ὡς Διευθυντὴς Ἑλληνικοῦ Σχολείου Πλατάνου Ναυπακτίας καὶ ἀκολούθως ὡς καθηγητὴς τοῦ Γυμνασίου Ἀγρινίου, συστήσας την ὡς σήμερον ἀξιολόγως ἐργαζομένην «Χριστιανικὴν Ἕνωσιν» καθὼς καὶ τὴν «Φιλανθρωπικὴν Ἐταιρίαν», ἀλληλοδιαδόχως δὲ εἰς τὸ Ἱεροδιδασκαλεῖον Κορίνθου καὶ Γυμνάσιον Μεσολογγίου, ὅπου διετέλεσεν βοηθὸς Γενικοῦ Ἐπιθεωρητοῦ.

Μετέσχε τῆς Μικρασιατικῆς Ἐκστρατείας ἐπιδείξας ἀκατάβλητον ἠρωϊσμόν, εἰς ἀνδρείαν κατ’ ἐπανάληψιν παρασημοφορηθείς.

Ἐκάρη μοναχὸς τῇ 20ῃ Μαρτίου 1942, τῆς ἐν Ναυπακτίᾳ Ἱερᾶς Μονῆς Ἀμπελακιωτίσσης, ἐν συνεχείᾳ δὲ Πρεσβύτερος καὶ Ἀρχιμανδρίτης ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Δαμασκηνὸν καὶ ἐτοποθετήθη ὡς Μέγας Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν καὶ μάλιστα ἐν χαλεπαῖς ἡμέραις τῆς Κατοχῆς, ἐπιδείξας παροιμιώδη Ἐκκλησιαστικὴν καὶ Ἐθνικὴν δρᾶσιν παρὰ τὴ Ἀρχιεπισκοπή, ἥτις εἶχεν ἐπωμισθῇ τότε καὶ τοὺς Ἐθνικοὺς ρόλους τῆς σκλαβωμένης πατρίδος μας.

Ἡ χειροτονία του ὡς Μητροπολίτου Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας ἐγένετο τὴν 24ην Ὀκτωβρίου 1945 εἰς τὸν Μητροπολιτικὸν Ναὸν Ἀθηνῶν, ἡ δὲ ἐνθρόνισίς του εἰς Ναύπακτον ἐπραγματοποιήθη τὴν 18ην τοῦ μηνὸς Νοεμβρίου 1945 εἰς τὸν Ναὸν Ἁγίου Δημητρίου.

  • Προβολές: 3295