Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἀποστολὴ καὶ ἀμφισβήτηση

Πρωτοπρεσβύτερου  Θωμᾶ Βαμβίνη

Ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, εἶναι ἡ ἀνακαίνιση καὶ ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ ὀφείλει διαρκῶς νὰ διαλέγεται μὲ ὅσους θέλουν νὰ συνομιλοῦν μαζί της, ἔστω κι ἂν βρίσκονται ἀκόμη πολὺ μακριὰ ἀπὸ αὐτήν. Ἡ διάθεση τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν γιὰ συνομιλία, δηλαδή, ἐπικοινωνία καὶ συζήτηση μὲ τοὺς ποιμένες καὶ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἕνα σημεῖο τῆς κλήσεως τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία δὲν πρέπει νὰ ἀδρανοποιηθῇ, ὅσες δυσκολίες καὶ ἂν παρουσιάζουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ συζητήσεις.

Πολλὲς φορές, ὅμως, δὲν περιμένουμε ὁ Θεὸς νὰ ἐλκύση τοὺς ἀνθρώπους στὴν Ἐκκλησία Του, ἀλλὰ ἐμεῖς μὲ δική μας πρωτοβουλία, στηριγμένοι στὸν λογισμό μας, ἀσκοῦμε ἕνα εἶδος «ποιμαντικῆς προπαγάνδας», θέλοντας νὰ ἀνοίξουμε διάλογο μὲ ἀνθρώπους ἀδιάφορους, ἀμφισβητίες καὶ ἀθέους, παίρνοντας ἐπάνω μας ὅλο τὸ βάρος τοῦ «ἀποστέλλοντος» καὶ τοῦ «ἀποστελλομένου» στὸ κήρυγμα. Σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις γίνονται συνήθως λάθη. Ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ θεωροῦσε ὅτι «ἡ ἱεραποστολὴ μπορεῖ νὰ κάνη περισσότερο κακὸ παρὰ καλό, ὅταν γίνεται ἀπερίσκεπτα καὶ ἀπὸ τὸν ὁποιονδήποτε». Διότι τὰ λάθη εἶναι ἀναπόφευκτα, ὅταν στεκόμαστε στὸν λογισμό μας, χωρὶς νὰ ζητοῦμε τὴν ἐπιβεβαίωσή του ἀπὸ ἐμπειροτέρους, χωρὶς νὰ θέτουμε τὸ πρόγραμμά μας μέσῳ αὐτῶν στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Σ’ ἕνα τέτοιο τεχνικὸ λάθος, ὄχι λάθος οὐσίας, θὰ ἀναφερθοῦμε στὴ συνέχεια. Προηγουμένως, ὅμως, πρέπει νὰ θυμηθοῦμε μερικὰ πράγματα, γιὰ τὸ ποιός μπορεῖ νὰ μιλᾶ γιὰ τὸν Θεό, ποιός τελικὰ εἶναι ὁ ἀποστελλόμενος ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ κηρύξη τὸν Εὐαγγέλιό Του στὸν κόσμο.

Εἶναι θεμελιακὴ ἡ τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅτι «τὸ περὶ Θεοῦ φιλοσοφεῖν» δὲν εἶναι τοῦ καθενός, διότι τὸ πρᾶγμα αὐτὸ δὲν εἶναι φθηνό («εὔωνον»), οὔτε «τῶν χαμαὶ ἐρχομένων». Δὲν εἶναι γνώση ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ χαμηλά, δηλαδή, ἀπὸ τὰ κτίσματα. Εἶναι «ἄνωθεν κατερχομένη». Τὰ κτίσματα φανερώνουν τὴν σοφία καὶ τὴν μεγαλοπρέπεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ μιὰ μυστηριακὴ κρυφιότητα, ἡ ὁποία εἶναι προσιτὴ μόνον σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καθαρὸ νοῦ, ἐλεύθερο ἀπὸ αἰχμαλωσίες σὲ πράγματα, νοήματα καὶ ἰδέες. Τὰ κτίσματα ἀνάγουν τὸ νοῦ μας στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ –ἀπὸ τὰ χαμηλὰ μᾶς ἀνεβάζουν στὰ ὑψηλά– ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς ἐλευθερίας μας ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν παθῶν, ἀνάλογα μὲ τὸ κατὰ πόσο τὸ «ἡγεμονικόν» μας (ὁ νοῦς μας) μένει ἀσύγχυτο «τοῖς μοχθηροῖς τύποις καὶ πλανωμένοις», ἀνεπηρέαστο, δηλαδή, ἀπὸ τὰ εἴδωλα τῶν παθῶν καὶ τῶν ψευδῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ κατ' ἐξοχὴν ἱεροκήρυκας τῆς Ἐκκλησίας, μὲ περισσότερη ἔμφαση μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι τὸ κήρυγμα τῆς πίστεως, ὁ λόγος γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, δὲν εἶναι ἔργο κανενὸς λογικοῦ κτίσματος. Ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει( «Τὸ γὰρ κηρύττειν οὐκ ἀνθρώπων, ἀλλὰ Πνεύματος Ἁγίου». Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κηρύττει. Οἱ θνητοὶ ἄνθρωποι μὲ τὶς πεπερασμένες ἀντιληπτικὲς ἱκανότητες ποὺ διαθέτουμε, δὲν μποροῦμε νὰ χωρέσουμε στὸ νοῦ μας ὁλόκληρη τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀληθινὸς κήρυκας δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει κηρυκτικὸ ζῆλο ἡ ὑψηλὲς θρησκευτικὲς ἰδέες, οὔτε αὐτὸς ποὺ ἐπινοεῖ πρωτότυπες ποιμαντικὲς μεθόδους, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ «ἔχει ὦτα» γιὰ νὰ ἀκούη τὴ φωνὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στὸν βίο τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ του Σύρου, τὸν ὁποῖον ἔγραψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, διασώζεται ἡ πληροφορία, ὅτι, ὅταν ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ πῆγε στὴν Καισάρεια γιὰ νὰ συναντήση τὸν Μ. Βασίλειο, μὲ τὸ διορατικὸ μάτι τῆς ψυχῆς του ἔβλεπε «περιστερὰν ἀγλαοφανῆ» νὰ κάθεται στὸν δεξιὸ ὦμο τοῦ Μ. Βασιλείου, «λόγους αὐτῷ διδασκαλίας χορηγοῦσα», τοὺς ὁποίους ἐκεῖνος μετέφερε στὸν λαό.

Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ, οἱ προφῆτες τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι αὐτοὶ ποὺ δέχονται λόγους διδασκαλίας ἀπὸ τὴν «ἀγλαοφανῆ περιστερὰ» ποὺ εἶδε ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος. Αὐτοὶ γνωρίζουν σὲ ποιούς ἀπὸ τοὺς ἔξω τῆς Ἐκκλησίας, πὼς καὶ πότε θὰ μιλήσουν, καθὼς καὶ τὰ ὅρια καὶ τὴν μορφὴ ποὺ θὰ ἔχη ὁ διάλογος ποὺ θὰ ἀναπτύξουν μαζί τους. Οἱ ὑπόλοιποι ὀφείλουμε νὰ λειτουργοῦμε μέσα στὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ὑπακοῇ, χωρὶς ἀδιάκριτες πρωτοτυπίες καὶ ἀθεολόγητες πρωτοβουλίες.

Ἂς ἔλθουμε τώρα στὸ τεχνικὸ λάθος ποὺ προαναφέραμε.

Προκειμένου, λοιπόν, νὰ ριχτοῦν γέφυρες γιὰ διάλογο μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἐκφράζουν ἀπιστία ἡ διακατέχονται ἀπὸ ἀμφιβολίες ἡ ἀκόμη ποὺ ἀμφισβητοῦν τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποιεῖται κάποιες φορὲς ὡς θετικὸ παράδειγμα ἀμφισβήτησης ἡ «καλὴ ἀπιστία» του ἀπ. Θωμᾶ. Σ’ αὐτὴν τὴν ποιμαντικὴ τακτικὴ ἡ ἀμφισβήτηση τῆς πίστης δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς προβληματικὴ κατάσταση, ὡς πνευματικὴ νόσος, ἡ, ἔστω, ὡς μιὰ φάση πνευματικῆς ἀνωριμότατος, ἀλλὰ σὰν μιὰ ὑγιὴς στάση τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ ὑπέρλογο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι δίνεται ἁγιογραφικὴ κάλυψη σὲ ὅλους τοὺς ἀμφισβητίες τῆς πίστης, ἀφοῦ ἡ ἀμφισβήτησή τους μπορεῖ νὰ ἔχη καὶ καλὰ ἀποτελέσματα, ὅπως εἶχε ἡ ἀπόλυτη στάση του ἀπ. Θωμᾶ –«ἐὰν μὴ ἴδω... οὐ μὴ πιστεύσω»– ἡ ὁποία «ἀνάγκασε» τὸν Χριστὸ νὰ ἰκανοποιήση τὴν ἀπαίτησή του καὶ «μεθ’ ἡμέρας ὀκτὼ» νὰ ἐμφανισθῇ πάλι στοὺς μαθητάς Του. Τὸ ἐρώτημα, ὅμως, εἶναι: ὁ ἀπ. Θωμᾶς ἀμφισβήτησε τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἡ «ἀπιστία» του νὰ θεωρηθῇ θετικὸ παράδειγμα ἀμφισβήτησης; Αὐτὸ τὸ ἐρώτημα μπορεῖ νὰ τεθῇ καὶ γενικότερα: Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς πίστης στὸ Θεὸ καὶ πιὸ εἰδικὰ τῆς πίστης στὸ πρόσωπο καὶ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιὰ ὑγιὴς λογικὴ στάση;

Ἡ «ἀπιστία» του ἀπ. Θωμᾶ μέσα στὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζεται ὡς ἀμφιβολία, στὴν ὁποία τὸν ὁδήγησε «τὸ δυσπειθὲς» τῆς ψυχῆς του, τὸ ὁποῖο ὅμως «μετέβαλεν εἰς εὐπιστίαν θερμῶς», ὅταν εἶδε τὸν ἀναστάντα Χριστό. Στὸ πρῶτο ἰδιόμελο τῆς λιτῆς τῆς Κυριακῆς τοῦ Θωμᾶ ὁ ὑμνογράφος παρουσιάζει τὸν Χριστὸ νὰ λέη στὸν ἀπιστοῦντα Ἀπόστολο: «Ἐρευνήσας ἅπαντα, δεῦρο λοιπὸν μὴ ἀμφίβαλλε».

Ὁ ἀπ. Θωμᾶς, πρὶν δὴ τὸν ἀναστάντα Χριστό, ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν Ἀνάσταση, δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν Ἀνάσταση. Γιὰ νὰ διακρίνουμε καλύτερα τὰ νοήματα τῶν δύο προτάσεων, ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν στάση του ἀπ. Θωμᾶ ἀπέναντι στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι χρήσιμο νὰ δοῦμε τὶς σημασίες τῶν λέξεων: «ἀμφιβάλλω» καὶ «ἀμφισβητῶ». «Ἀμφιβάλλω» σημαίνει δὲν εἶμαι βέβαιος γιὰ κάτι, διστάζω, ἀμφιταλαντεύομαι, ἐνῷ «ἀμφισβητῶ» σημαίνει διαφωνῶ, διατυπώνω ἀντιρρήσεις, ἀρνιέμαι (Λέξ. Τεγόπουλου-Φυτράκη). Στὸ Λεξικὸ Μπαμπινιώτη ὑπάρχει σύγκριση τῶν σημασιῶν τῶν δύο ρημάτων, ἐπειδὴ γίνεται συχνὰ λάθος στὴ χρήση τους: Τὸ «ἀμφιβάλλω» δηλώνει τὶς ἐπιφυλάξεις ποὺ ἔχω ὡς πρὸς τὸ ἂν κάτι εἶναι σωστό, ἀληθινό, πραγματικὸ ἡ καλό, χωρὶς ὅμως νὰ προχωρῶ στὴν ἐνεργὸ καὶ ἔμπρακτη ἀπόρριψή του, ἐνῷ τὸ «ἀμφισβητῶ» δηλώνει τὴν ρητὴ ἐναντίωσή μου σὲ κάτι, τὴν ἀντίθεσή μου, ποὺ φθάνει ὡς τὴν ἄρνηση, ὡς τὴν ἀπόρριψη.

Εἶναι φανερό, λοιπόν, ἀπὸ τὰ παραπάνω, ὅτι ὁ ἀπ. Θωμᾶς ἀμφέβαλε γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δὲν τὴν ἀμφισβήτησε. Ἐπίσης, φαίνεται ὅτι ὁ ἀμφισβητίας δὲν διαθέτει ἐντός του γόνιμο ἔδαφος γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς πίστης. Εἶναι ἄνθρωπος μὲ ἀποκρυσταλλωμένη ἀρνητικὴ ἄποψη. Δὲν ἀναζητᾶ. Δὲν ἐρευνᾶ. Δὲν ἔχει θέση στὸ στόμα του ὁ ἐναγώνιος λόγος «ἐὰν μὴ ἴδω... οὐ μὴ πιστεύσω». Δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ διαλεχθῇ. Ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι κατέχει τὴν ἀλήθεια. Ἡ, τὸ συνηθέστερο, ἀντιδρᾶ ψυχολογικὰ ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια, δὲν θέλει νὰ τὴν γνωρίση, ἴσως διότι δὲν τολμᾶ νὰ ἔλθη μὲ ὅλη του τὴν ζωή, μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη «πρὸς τὸ φῶς».

Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς πίστης εἶναι σύμπτωμα μιᾶς ἐσωτερικῆς ἀσθένειας, μιᾶς ἠθελημένης ἀμβλυωπίας τοῦ λογιστικοῦ, γιατί δὲν εἶναι λογικὰ ὑγιὲς νὰ ἀπορρίπτη κανεὶς κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὶς ἀντιληπτικές του ἱκανότητες. Τὸ ὑγιὲς εἶναι νὰ ἀμφιβάλλη, νὰ ἀπορῇ, νὰ ἐρευνᾶ. Ἡ ἀμφιβολία, μάλιστα, ὅταν συνδέεται μὲ τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν συνετὴ τόλμη, ὁδηγεῖ, ὅπως μᾶς πιστοποιεῖ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀπ. Θωμᾶ, στὴν «βεβαία –ἐκ θεωρίας- πίστη».

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3134