Ρωμηοὶ καὶ Ἄραβες σὲ σχέση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο (Γ)
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο τεῦχος)
ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΟΦΩΝΟΥΣ ΡΩΜΗΟΥΣ.
Ἡ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ
Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἱστορικὲς πληροφορίες καὶ ἐπισημάνσεις θὰ πρέπη νὰ δοῦμε λίγο τὸ ἄλλο σκέλος τοῦ θέματός μας, τὸ πώς, δηλαδή, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ ἐξέφραζε τὸ ρωμαίϊκο πνεῦμα ἀποτελοῦσε πάντοτε τὸν συνδετικὸ κρίκο μεταξὺ Ρωμηῶν καὶ Ἀράβων καὶ πὼς τὰ προβλήματα ποὺ πολλὲς φορὲς ἀνεφύησαν μεταξὺ Ρωμηῶν καὶ Ἀράβων δὲν ὀφειλόταν στὶς Θρησκεῖες (Χριστιανισμό, Μουσουλμανισμό), ἀλλὰ στὶς ἐθνικὲς καὶ πολιτικὲς σκοπιμότητες.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὴν ὅλη θεολογία ποὺ πάντοτε τὸ διέκρινε στεκόταν πάνω ἀπὸ τὶς ἐθνοφυλετικὲς διακρίσεις καὶ ἔβλεπε τὰ πράγματα μέσα ἀπὸ τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ τὸ ἴδιο μεγαλούργησε καὶ ἐπηρέασε τοὺς θεσμοὺς τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς φαίνεται σὲ πολλὰ παραδείγματα, ἀλλὰ ἐδῶ θὰ ἀναφερθῶ σὲ πέντε ἀπὸ αὐτά.
Τὸ πρῶτο παράδειγμα εἶναι ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὴν Σύνοδο τοῦ 1872, λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας, κατεδίκασε τὸν ἐθνοφυλετισμὸ ὡς αἵρεση μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἔχει ἀποφανθῇ ὅτι ὁ ἐθνοφυλετισμὸς ὄχι μόνον ἀντιβαίνει στὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ καὶ εἶναι ἐντελῶς ἄγνωστος στὴν Ἐκκλησία. Στὴν ἀπόφαση αὐτὴν ἀναφέρεται ὅτι οἱ Πατέρες καταδικάζουν τὸν φυλετισμὸ «τουτέστι τὰς φυλετικὰς διακρίσεις καὶ τὰς ἐθνικὰς αἴρεις καὶ ζήλους καὶ διχοστασίας ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκκλησία». Βέβαια, στὴν περίπτωση αὐτὴ γίνεται ἀναφορὰ σὲ Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ ἐνεργοῦν ἐθνοφυλετικά, ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἕνα μέτρο γιὰ νὰ φανῇ ἀναλογικὰ καὶ ἡ στάση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ εἰδικότερα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σὲ κάθε ἐθνοφυλετισμὸ ποὺ ἀφορᾶ καὶ ἄλλες θρησκευτικὲς παραδόσεις.
Πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως τὸ ἐξέφραζε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἦταν ἐναντίον τοῦ φυλετισμοῦ.
Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος στὴν σημαντικὴ μελέτη του μὲ τίτλο «Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», ἀναφερόμενος στὸ θέμα αὐτὸ γράφει ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ οἱ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες ἦταν τοπικὲς καὶ περιελάμβαναν τοὺς πιστοὺς ὁρισμένης πόλεως καὶ ὁρισμένης τοπικῆς περιφερείας, «ἄνευ φυλετικῆς διακρίσεως» «διο καὶ ἀπὸ τῆς πόλεως συνήθως ἡ τῆς χώρας, οὐχὶ δὲ ἀπὸ τῆς ἐθνικῆς καταγωγῆς τοῦ πληρώματος αὐτῶν προσωνυμοῦνται». Καὶ ἀφοῦ ἀναλύει τὸ θέμα, χρησιμοποιῶντας διάφορα ἐπιχειρήματα, ἐπιλέγει: «Οὕτω δὲ καὶ αἱ μέχρι τοῦδε, χάριτι θεία, διατηρούμεναι ἐκκλησίαι τῶν πατριαρχικῶν θρόνων Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καὶ ἡ τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου, ἀπὸ τῆς συστάσεως αὐτῶν εἶναι ἐκκλησίαι τοπικαί, δηλαδὴ ἐντὸς γεωγραφικῶν ὁρίων περιλαμβανόμεναι καὶ οὐχὶ ἐθνικαὶ• διο καὶ προσωνυμοῦνται οὐχὶ ἀπὸ τῶν ἀποτελούντων αὐτὰς παντοδαπῶν ἐθνῶν, ἑλλήνων, φὲρ' εἰπεῖν, αἰγυπτίων, συρίων, ἀράβων, βλάχων, μολδαυών, σέρβων, βουλγάρων καὶ λοιπῶν, τῶν συνήθως ἀναμὶξ ἐν τοῖς κλίμασι τῶν ἐκκλησιῶν τούτων κατοικούντων, ἀλλ' ἐκ τῆς πρωτευούσης πόλεως».
Ἀκόμη, οἱ Πατέρες ποὺ συγκροτοῦσαν τις κατὰ καιροὺς Συνόδους (Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς) γιὰ νὰ ἐπιλυθοῦν διάφορα δογματικὰ καὶ κανονικὰ ζητήματα, ἐκπροσωποῦσαν στὶς Συνόδους τὴν Ἐκκλησία τῆς ὁποίας προΐσταντο καὶ δὲν παρουσίαζαν τὴν δική τους ἐθνικὴ ἰδιότητα ἡ τὴν ἐθνικὴ ἰδιότητα τῶν ποιμνίων τους. Οἱ δὲ ἱεροὶ Κανόνες γιὰ τὶς ἐκλογὲς τῶν Ἐπισκόπων, Μητροπολιτῶν καὶ Πατριαρχῶν καὶ τῶν λειτουργῶν τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὁρίζουν «ὡς προσὸν τῶν ἐκλεξίμων τὸ φυλετικὸν γνώρισμα, ἀλλὰ μόνα τὰ ἠθικὰ καὶ θρησκευτικὰ προσόντα, ὁποία προδιετύπωσεν ὁ τῶν ἐθνῶν ἀπόστολος ἐν ταῖς πρὸς Τιμόθεον καὶ Τίτον ἐπιστολαῖς».
Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶναι ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ὡς Πρωτόθρονο Πατριαρχεῖο στὴν διοικητικὴ διάρθρωση τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, μὲ τὸν θεσμὸ τῆς Πενταρχίας, εἶχε μεγάλη εὐθύνη, μέσα στὴν διαχρονικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἑνότητά της. Μέσα στὸ «πνεῦμα» αὐτὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο διεδραμάτισε σπουδαῖο ρόλο στὴν ὕπαρξη καὶ τὴν διατήρηση τῶν ἄλλων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς ποὺ βρέθηκαν μέσα σὲ δύσκολες ἱστορικὲς συνθῆκες.
Ἡ προνομιοῦχος θέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κυρίως μετὰ τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο συνετέλεσε ὥστε, ὅπως διασώζεται σὲ ἱστορικὲς πηγές, νὰ διαδραματίση σπουδαῖο ρόλο στὴν ζωὴ τῶν ἄλλων Πατριαρχείων, ἀφοῦ πολλὲς φορὲς ἐπενέβη καὶ ἔκρινε ὑποθέσεις ποὺ ἀπασχολοῦσαν τὶς Ἐκκλησίες αὐτές, ἤτοι ἐπικύρωνε ἐκλογὲς Ἐπισκόπων καὶ Πατριαρχῶν, κατεδίκαζε τὶς προαγωγὲς Ἐπισκόπων στὴν θέση τοῦ Πατριάρχου κλπ.. Ἐπίσης, ὅταν κατελήφθη ἡ Ἀντιόχεια ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ ἐπεκτάθηκαν οἱ ἰσλαμιστὲς Ἄραβες, ἀπὸ τὸν ἕβδομο αἰῶνα καὶ μετά, στὰ Πατριαρχεῖα Ἱεροσολύμων, Ἀντιοχείας καὶ Ἀλεξανδρείας, γιὰ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα, οἱ Πατριάρχες τους, ἰδίως τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, διέμεναν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πολλὲς φορὲς στὴν Πόλη αὐτὴ γινόταν ἡ ἐκλογή τους καὶ καθίσταντο ἐκεῖ, χωρὶς νὰ καταργῆται ἡ αὐτοτέλειά τους.
Ἰδιαιτέρως ὅμως ἀπὸ τὸ 1453 μέχρι τὸν δέκατο ἔνατο αἰῶνα ποὺ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναγνωρίσθηκε ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, ὄχι μόνο ὡς θρησκευτικός, ἀλλὰ σὲ κάποιο μέτρο, καὶ πολιτικὸς ἀρχηγός, «Ἐθνάρχης - Millet Basi παντὸς τοῦ ρωμαϊκοῦ ἔθνους», τότε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης βρισκόταν σὲ ὑψηλότερη θέση ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα Πατριαρχεῖα, τὰ ὁποῖα κινοῦσαν τὶς ὑποθέσεις τους πρὸς τὴν ὑψηλὴ Πύλη, διὰ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἔτσι ὁ Οἰκουμενικὸς θρόνος εἶχε τὴν μέριμνα ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἀποδεικνύεται δὲ καὶ ἀπὸ διάφορες ἱστορικὲς μαρτυρίες ὅτι αὐτὴ ἡ προνομία ἐπεκτεινόταν καὶ στὰ κανονικὰ δικαιώματα τῆς ἐκλογῆς καὶ κρίσεως τῶν Πατριαρχῶν τῶν ἄλλων Πατριαρχείων. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ μποροῦμε νὰ δοῦμε καὶ τὸν ὅρο «οἰκουμενικὸς» ποὺ προσδόθηκε πολὺ νωρὶς στὸ Πρωτόθρονο αὐτὸ Πατριαρχεῖο.
Μὲ τὸν τίτλο αὐτό, γιὰ πρώτη φορὰ προσφωνήθηκε ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀκάκιος (472-488). Ἐπίσης τὸ 518 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Καππαδόκης προσφωνήθηκε ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τοὺς μοναχοὺς τῆς Ἀντιοχείας «πατὴρ πατέρων, ἀρχιεπίσκοπος καὶ οἰκουμενικὸς πατριάρχης». Ὁ τίτλος Οἰκουμενικὸς περιέχεται στὶς νεαρὲς τοῦ Ἰουστινιανοῦ καὶ σὲ συνοδικὰ ἔγγραφα. Πρώτη φορὰ ἐπισήμως στὴν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ ἔτος 587 ὀνομάσθηκε οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ὁ Ἰωάννης ὁ Νηστευτής. Καί, βέβαια, αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ δοῦμε σὲ συνάρτηση μὲ τὸ ὅτι οἱ Αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου προσφωνοῦνταν δεσπότες τῆς Οἰκουμένης. Ἡ ἰδιαίτερη προνομιοῦχος θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως στὴν ὅλη διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας συνέβαλε στὸ νὰ λάβη το ἐπίθετο τοῦ Οἰκουμενικοῦ, ποὺ δὲν ἦταν ἐγωϊστικὸς ἡ ψιλὸς τίτλος, ἀλλὰ ἕνας τίτλος ποὺ ἀνταποκρινόταν στὴν πραγματικότητα, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλητα, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ὑψηλὴ καὶ σπουδαία θέση σὲ ὅλη τὴν διοικητικὴ διάρθρωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Σάρδεων Μάξιμος ἀντιπαραβάλλοντας τὰ προνόμοια καὶ τὸν τίτλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρὸς τὸν Πάπα Ρώμης γράφει:
«Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δὲν ὑπολαμβάνει τὰ προνόμια αὐτοῦ ὡς ἔχοντα θείαν προέλευσιν. Δὲν ἔχει ποσῶς τὴν ἀξίωσιν, ὅτι εἶναι εἰς "παγκόσμιος ἐπίσκοπος". Δὲν διεκδικεῖ δογματικὸν ἀλάθητον, οὔτε ἄμεσον καὶ ἀπόλυτον δικαιοδοσίαν ἐφ' ὅλων τῶν πιστῶν. Δὲν εἶναι ὑπεράνω τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ πάσης ἐκκλησιαστικῆς κρίσεως. Δὲν ἔχει κοσμικὴν ἐξουσίαν, οὔτε ἀπόλυτον κυριαρχικὸν χαρακτῆρα. Ἡ πρωτόθρονος θέσις αὐτοῦ καὶ ἡ ἀπὸ ταύτης ἀπορρέουσα δικαιοδοσία αὐτοῦ καθορίζεται καὶ μαρτυρεῖται σαφῶς ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ τῆς Ἱστορίας.
Καὶ ἡ ἀδέκαστος Ἱστορία μαρτυρεῖ καὶ ἐξαγγέλλει, ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐπὶ τοσοῦτον εἶναι συνυφασμένη μετὰ τῆς ζωῆς καὶ ἱστορίας τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τῶν πρὸς διατήρησιν τῆς πίστεως καὶ περιφρούρησιν τῆς κανονικῆς τάξεως συνεχῶν καὶ σκληρῶν ἀγώνων, ὥστε νὰ δύναται νὰ λεχθῇ, ὅτι διὰ ταύτης συμπληροῦται καὶ συνέχεται ἡ ὅλη ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
Ὅλα αὐτὰ ἐλέχθησαν γιὰ νὰ γίνη κατανοητὸ ὅτι ἡ προσφορὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σὲ κρίσιμες ἱστορικὲς φάσεις τοῦ βίου τῶν ἄλλων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς ὑπῆρξε σημαντική,μεγάλη, ἀφοῦ διέσωζε πάντα τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἀποκαλυπτική της ἀλήθεια καὶ τὴν ἑνότητά της, χωρὶς νὰ καταργῇ τὴν αὐτοτέλειά τους. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶχε τὴν κυρία εὐθύνη γιὰ τὴν ἑνότητα τῶν ἑλληνοφώνων, τῶν ἀραβοφώνων καὶ τῶν σλαβοφώνων Χριστιανῶν μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τὸ τρίτο ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀρνήθηκε νὰ συμμετάσχη, μὲ τὴν θεολογία του, στὶς πολεμικὲς συρράξεις μεταξὺ τῶν δύο λαῶν, ἤτοι τῶν Ρωμηῶν καὶ τῶν Ἀράβων. Αὐτὸ φαίνεται στὴν περίπτωση τοῦ Νικηφόρου Φωκὰ (963-969), τοῦ μεγάλου ὄντως αὐτοῦ Αὐτοκράτορος τοῦ Βυζαντίου.
Ὁ Νικηφόρος Φωκάς, μεταξὺ τῶν ἄλλων, συνέχισε τοὺς ἀγῶνας καὶ ἐναντίον τῶν Ἀράβων Μουσουλμάνων. Ἡ ἀραβικὴ παράδοση ἀναφέρει ἕνα ὑποτιθέμενο ποίημα-γράμμα τοῦ Νικηφόρου Φωκά, στὸ ὁποῖο ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας ἀπειλεῖ νὰ κατακτήση τὴν Μέκκα καὶ τὴν Βαγδάτη καὶ νὰ διαδώση παντοῦ τὸν Χριστιανισμό. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ γιὰ νὰ κινητοποιήση περισσότερο τοὺς Χριστιανοὺς πολεμιστές, ζήτησε ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ ἀναγνωρίση ὡς ἁγίους αὐτοὺς ποὺ φονεύονται κατὰ τὴν διάρκεια τῶν πολέμων. Ὅμως ὁ Πατριάρχης Πολύευκτος ἀρνήθηκε νὰ συμπράξη σὲ αὐτὴν τὴν διαδικασία.
Συγκεκριμένα, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀρνήθηκε νὰ ἰκανοποιήση τὸ αἴτημα αὐτὸ τοῦ Νικηφόρου Φωκά. Ὁ Ζωναρὰς γράφει ὅτι ὁ Νικηφόρος Φωκὰς ἀπήτησε «τοὺς ἐν πολέμοις ἀναιρουμένους συντάσσεσθαι τοῖς μάρτυσι, καὶ κατ ἐκείνους τιμᾶσθαι». Τότε, οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου ἀντέδρασαν λέγοντες «μὴ δίκαιον εἶναι τιμᾶσθαι». Καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ πείσουν γι' αὐτό, ἀφοῦ στὸν πόλεμον αὐτὸν ὁ Αὐτοκράτορας ἤθελε νὰ προσδώση θρησκευτικὴ χροιά, ἐπικαλέσθηκαν τὸν κανόνα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου (ἰγ ) ποὺ λέγει ὅτι οἱ Πατέρες τοὺς φόνους ποὺ γίνονται στοὺς πολέμους δὲν θεώρησαν ὡς φόνους καὶ ἴσως λέγει ὁ ἴδιος νομίζει ὅτι αὐτὸ ἀναφέρεται «τοῖς ὑπὲρ τῆς σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας ἀμυνομένοις». Ὅμως, ὁ Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἐκεῖνοι ποὺ φονεύουν κατὰ τὴν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἀμυντικῶν πολέμων δὲν ἔχουν χέρια καθαρὰ καὶ γι ἄ?τό πρέπει νὰ ἀπέχουν τρία χρόνια ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία. Ἔχοντες ὑπ' ὄψη αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ὁ Πατριάρχης Πολύευκτος καὶ οἱ ἄλλοι Συνοδικοὶ ἀποφάνθησαν: «Πὼς ἡμεῖς τοῖς μαρτυρήσασι τοὺς ἐν πολέμοις πεσόντας συναριθμήσομεν, οὖς ὁ μέγας Βασίλειος, ὡς μὴ καθαροὺς τὰς χεῖρας, ἐπὶ τριετίαν τῶν ἁγιασμάτων ἀπεῖρξε;».
Τὸ τέταρτο παράδειγμα προέρχεται ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ ἔγιναν στὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, μὲ τὴν παραίτηση τοῦ τελευταίου Ἕλληνος Πατριάρχου Ἀντιοχείας Σπυρίδωνος, τὸ 1898.
Στὸ ἡμερολόγιο τοῦ Κωνσταντίνου Μυριανθοπούλου, ὄχι μόνον περιγράφονται τὰ γεγονότα ποὺ προηγήθηκαν καὶ ἔγιναν κατὰ τὴν ἐκθρόνιση τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Σπυρίδωνος, ἀλλὰ δίδονται καὶ πολλὰ πληροφοριακὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν ρόλο τῶν Ρωμηῶν Ἀρχιερέων τόσο τῆς Ἀντιοχείας ὅσο καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος Μυριανθόπουλος «ἀνήκει ὁλοκληρωτικῶς εἰς ἕνα ἐθνισμὸν ἑλλαδικόν, καὶ ὄχι εἰς τὸν χῶρον τοῦ Γένους, ὅπου κινοῦνται Ἕλληνες, οἷοι ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἰωακεὶμ Γ , ὁ Ἱεροσολύμων Δαμιανός, ἡ ὁ Μανουὴλ Γεδεῶν...». Στὸ ἡμερολόγιό του ὁ Μυριανθόπουλος, μεταξὺ τῶν ἄλλων, γράφει ὅτι οἱ Ἕλληνες Πατριάρχες Ἀντιοχείας βοηθοῦσαν τοὺς ἰθαγενεῖς Κληρικοὺς καὶ τοὺς ἔστελναν στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης γιὰ νὰ σπουδάσουν τὴν ἱερὰ ἐπιστήμη τῆς θεολογίας.
Συγκεκριμένα γράφει: «Ἰδιαιτέρως διὰ τοὺς τρεῖς τελευταίους Πατριάρχας, τοὺς προελθόντας ἐκ τοῦ Ἱεροσολυμιτικοῦ Κλήρου, ἔγραψα ὅτι, ἀπὸ Ἑλληνικῆς ἀπόψεως, διέπραξαν πολλὰ σφάλματα. Οὕτω ὁ μὲν Ἰερόθεος (1850-1885) ἀφοῦ συνετέλεσε νὰ καταργηθῇ τὸ καθεστὼς καθ' ὁ ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας ἐστέλλετο ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ἔστελλε καὶ ὑποτρόφους εἰς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τῆς Χάλκης ἰθαγενεῖς, καλῶς μὲν ποιῶν, ἀλλ' οὐδένα Ἕλληνα, ἀλλ' οὔτε καὶ Ἀραβιστὴν ἀνέδειξε τινα. Ὁ δὲ Γεράσιμος (1885-1891) ἐχειροτόνησε τέσσαρας ἰθαγενεῖς Ἀρχιερεῖς, καὶ ἔστειλεν ὡς ὑποτρόφους εἰς Χάλκην ἄλλους 4, καὶ οὐδένα Ἕλληνα, ἀλλ' οὔτε καὶ Ἀραβιστὴν ἀνέδειξε...».
Ὡς «σφάλματα» θεωροῦνται το ὅτι οἱ Πατριάρχες αὐτοὶ δὲν ἦταν ἐκφραστὲς ἑνὸς «ἑλληνικοῦ ἐθνισμοῦ», ἀλλὰ ἐνδιαφέρονταν καὶ γιὰ τὴν παιδεία τῶν ἀραβοφώνων!!
Ἀντίθετα ὁ τελευταῖος Ἕλληνας Πατριάρχης Ἀντιοχείας εἶχε ἄλλη πολιτική, στηριζόμενος σὲ Ἕλληνες, πρᾶγμα ποὺ δημιούργησε διάφορα προβλήματα, μὲ συνέπεια, συντρεχόντων καὶ ἄλλων παραγόντων, τὴν ἐκθρόνισή του ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Ἀντιοχείας.
Καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως μὲ τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης, ἐξυπηρετοῦσε τοὺς Ὀρθοδόξους Ἄραβας ποὺ ἤθελαν νὰ σπουδάσουν τὴν ἱερὴ ἐπιστήμη τῆς θεολογίας.
Τὸ πέμπτο παράδειγμα εἶναι οἱ θρησκευτικὲς συναντήσεις ποὺ γίνονται ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὥστε οἱ θρησκευτικὲς διαφορὲς νὰ μὴ προκαλοῦν τὶς κοινωνικὲς καὶ ἐθνικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, μᾶλλον δὲ νὰ μὴ εἰσέρχεται ὁ ἐθνοφυλετισμὸς μέσα στὴν θρησκευτικὴ πίστη. Ἔχει γίνει ἀποδεκτὸ ὅτι ἡ θρησκευτικὴ πίστη αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν δὲν δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα, ἐκτὸς ἀπὸ ἐξαιρέσεις μερικῶν φανατικῶν, πρᾶγμα ποὺ κάνει ὁ ἐθνοφυλετισμός. Τελικά, δὲν εἶναι τὸ λάδι καὶ τὸ θυμίαμα –στοιχεῖα τῆς λατρείας- ποὺ ἀναφλέγουν πολεμικὲς συρράξεις, ἀλλὰ τὸ πετρέλαιο, ἡ βενζίνη καὶ ὁ οἰκονομικὸς παράγοντας. Καὶ εἶναι κρῖμα ποὺ ἐνῷ οἱ πόλεμοι ξεκινοῦν καὶ γίνονται ἀπὸ τέτοιους οἰκονομικοὺς καὶ ἐξουσιαστικοὺς παράγοντες, ἐν τούτοις ἐπιρρίπτονται εὐθύνες στοὺς θρησκευομένους.
Ἡ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου σὲ ὅλες τὶς χῶρες τοῦ κόσμου καὶ οἱ συναντήσεις του μὲ τοὺς διαφόρους ἡγέτας ὅλων τῶν ὁμολογιῶν καὶ τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων προσδίδει αὐτὴν τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου καὶ περιγράφει τὴν προσφορά του γιὰ τὴν οἰκουμενικὴ εἰρήνη.
Ἔγιναν συναντήσεις μεταξὺ τῶν Θρησκευτικῶν ἡγετῶν τῶν μεγάλων Θρησκειῶν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὶς Βρυξέλλες.
Συγκεκριμένα στὴν Διακήρυξη τοῦ Βοσπόρου κατὰ τὸ Συνέδριο περὶ «Εἰρήνης καὶ Ἀνεξιθρησκείας» (9 Φεβρουαρίου 1994), ἡ ὁποία ὑπογράφεται ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο καὶ ἐκπροσώπους τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας καὶ τῆς Τουρκικῆς Δημοκρατίας μεταξὺ ἄλλων γράφεται: «Ἡμεῖς, οἱ ὑπογράφοντες, ἀπορρίπτομεν οἱανδήποτε ἀπόπειραν πρὸς διαστροφὴν τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεως ἡμῶν διὰ μεθόδων ἐσφαλμένης ἑρμηνείας καὶ ἀνεξελέγκτου ἐθνικισμοῦ. Μετὰ παρρησίας ἱστάμεθα ἐναντίον ἐκείνων οἱ ὁποῖοι παραβιάζουν τὴν ἁγιότητα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς καὶ χρησιμοποιοῦν μέσα εἰς βάρος τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν. Ἀπορρίπτομεν τὴν ἀντίληψιν ὅτι εἶναι δυνατόν, ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, νὰ δικαιολογηθοῦν πράξεις τινὸς εἰς πολεμικὴν σύρραξιν».
Ἀναφερόμενοι οἱ ὑπογράφοντες στὸ ὅτι ὁ πόλεμος στὴν πρώην Γιουγκοσλαβία «δὲν εἶναι θρησκευτικὸς πόλεμος» γράφουν: «Αἱ ἐπικλήσεις καὶ ἐκμεταλλεύσεις θρησκευτικῶν συμβόλων, πρὸς προώθησιν ἐπιθετικοῦ ἐθνικισμοῦ, εἶναι προδοσία τῆς παγκοσμιότητος τῆς θρησκευτικῆς πίστεως».
Ἐπὶ πλέον γράφεται: «Αἰσθανόμεθα ἀποτροπιασμὸν καὶ καταδικάζομεν ἀπολύτως τὰς ἐθνικὰς ἐκκαθαρίσεις καθὼς καὶ τοὺς βιασμοὺς καὶ τοὺς θανάτους γυναικῶν καὶ παιδίων».
Στὴν Διακήρυξη τῶν Βρυξελλῶν ποὺ ἐκδόθηκε, ὕστερα ἀπὸ τὴν διαθρησκευτικὴ Συνάντηση μεταξὺ τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, Ἰουδαϊσμοῦ, Χριστιανισμοῦ καὶ Ἰσλὰμ (20 Δεκεμβρίου 2001) μεταξὺ τῶν ἄλλων διακηρύσσεται: «Ἀναγνωρίζοντες ὅτι ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς ἀνθρωπότητος διεπράχθησαν ἐγκλήματα ὑπὸ μελῶν τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων, ἐκφράζομεν τὴν λύπην καὶ τὴν συγγνώμην ἡμῶν. Ἐν τούτοις, διαβεβαιοῦμεν ὅτι οἱ ἐξτρεμιστὲς δὲν ἐκφράζουν τὰς διδασκαλίας τῶν θρησκειῶν αὐτῶν, δι' ὃ καὶ αἱ θρησκευτικαὶ πεποιθήσεις δὲν εἶναι ὑπεύθυνοι διὰ τὰς πράξεις τῶν ὀπαδῶν αὐτῶν, αἱ ὁποῖαι διεπράχθησαν κατ' ἀθέτησιν ἡ παρερμηνείαν αὐτῶν. Κατὰ ταῦτα ἐπαναβεβαιοῦμεν τὴν δήλωσιν τῆς Διακηρύξεως τῆς Βέρνης τοῦ 1992 καὶ τῆς Διακηρύξεως τοῦ Βοσπόρου τοῦ 1994, ὅτι "πᾶν ἔγκλημα διαπραχθὲν ἐν ὀνόματι τῆς θρησκείας εἶναι ἔγκλημα κατὰ τῆς θρησκείας"».
Πιὸ κάτω διακηρύσσεται: «Οὐδεμία τῶν θρησκειῶν τούτων ἐγκρίνει τὴν βίαν, τὴν τρομοκρατίαν ἡ τὴν κακομεταχείρισιν τῶν ἀνθρώπων. Αἱ τρεῖς ἡμέτεραι θρησκεῖαι ἀποδοκιμάζουν οἰανδήτινα θρησκευτικὴν δικαίωσιν βιαίων καὶ ἀπανθρώπων πράξεων, αἱ ὁποῖαι δὲν εἶναι σύμφωνοι πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς εἰρήνης καὶ τῆς δικαιοσύνης, τῆς εἰρηνικῆς συνεργασίας καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου».
Καὶ ἐπίσης γράφεται: «Ἀπορρίπτομεν ὁμοφώνως τὸν ἰσχυρισμὸν ὅτι ἡ θρησκεία συμβάλλει εἰς μίαν ἀναπόφευκτον σύγκρουσιν πολιτισμῶν. Ἀντιθέτως, ἐπιβεβαιοῦμεν τὸν ἐποικοδομητικὸν καὶ διδακτικὸν ρόλον τῆς θρησκείας εἰς τὸν διάλογον μεταξὺ τῶν πολιτισμῶν».
Μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων στὴν Ἀθήνα συνεκλήθη Διεθνὴς Διαθρησκευτικὴ Συνάντηση στὸ Μαρούσι τῆς Ἀθήνας (10-11 Αὐγούστου 2004), μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καὶ τοῦ Δημάρχου Ἀμαρουσίου, στὴν ὁποία συνάντηση συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τοῦ Βουδισμοῦ. Σκοπὸς αὐτῆς τῆς συναντήσεως ἦταν νὰ προβληθῆ ἡ ἀποστολὴ τῆς θρησκείας γιὰ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν λαῶν στὴν νέα πραγματικότητα.
Στὸ μήνυμα τῆς Συναντήσεως αὐτῆς, μεταξὺ τῶν ἄλλων, περιέχεται καὶ τὸ ἀκόλουθο:
«Ἀναγνωρίζομεν ὅτι αἱ θρησκεῖαι ἐχρησιμοποιήθησαν ἐνίοτε κατὰ τὸ παρελθὸν διὰ τὴν ἐξυπηρέτησιν ἀλλοτρίων πρὸς τὴν πνευματικὴν ἀποστολὴν αὐτῶν ἐθνικῶν, πολιτικῶν, θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων σκοπιμοτήτων καὶ ὅτι διεπράχθησαν ἐν ὀνόματι αὐτῶν καὶ κατὰ παρέκκλισιν ἐκ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν βιαιότητες ἡ καὶ ἐγκλήματα εἰς βάρος ἀθώων ἀνθρώπων, διο καὶ ἀποδοκιμάζομεν ἀπεριφράστως καὶ κατηγορηματικῶς τὴν ἄσκησιν βίας, τρομοκρατίας ἡ ἄλλων ἐγκληματικῶν ἐνεργειῶν ἐν ὀνόματι τῆς Θρησκείας, ἀνανεοῦντες τὴν ἐπανειλημμένην διαθρησκειακὴν διακήρυξιν, ὅτι "πᾶν ἔγκλημα διαπραττόμενον ἐν ὀνόματι τῆς Θρησκείας εἶναι ἔγκλημα ἐναντίον αὐτῆς ταύτης τῆς Θρησκείας".
Ἀπορρίπτομεν πᾶσαν μορφὴν ἐθνικιστικῶν, φυλετικῶν, θρησκευτικῶν, κοινωνικῶν ἡ ἄλλων διακρίσεων, δι ὧν ὑποθάλπονται νοσηρὰ φαινόμενα μισαλλοδοξίας ἡ καὶ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ, τάσεις δικαιώσεως τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων ἡ καὶ τῆς ὠργανωμένης τρομοκρατίας, ἐπὶ προφανεῖ ζημία τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν λαῶν. Διο καὶ ἀπευθύνομεν ἔκκλησιν πρὸς τὴν πνευματικὴν ἡγεσίαν τῶν Θρησκειῶν νὰ ἐργασθοῦν καὶ νὰ συνεργασθοῦν διὰ τὴν ἐκτόνωσιν τῶν ἐπικινδύνων αὐτῶν συγχύσεων καὶ ἀξιόπιστον προώθησιν τοῦ θείου θελήματος δι εἰρήνην, κοινωνικὴν δικαιοσύνην καὶ σεβασμὸν τῶν θεμελιωδῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου».
Παρόμοιες σκέψεις καὶ ἀποφάσεις διετυπώθησαν στὸ Διαθρησκειακὸ Συνέδριο μὲ θέμα «Εἰρήνη καὶ Ἀνεξιθρησκεία Β», ποὺ συνεκλήθη στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὶς 7 ἕως 9 Νοεμβρίου 2005.
Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εὑρίσκεται σὲ αὐτὸ τὸ μέρος τῆς γῆς ποὺ ἑνώνει τὴν Εὐρώπη μὲ τὴν Ἀσία. Συγχρόνως ἔχει Μητροπόλεις σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, σὲ Βορρᾶ καὶ Νότο. Καὶ μὲ τὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα ποὺ διαθέτει μπορεῖ νὰ παίξη μεγάλο καὶ σπουδαῖο ρόλο στὴν ἁρμονικὴ συνύπαρξη μεταξὺ Ρωμηῶν καὶ Ἀράβων Μουσουλμάνων, ἀλλὰ καὶ μεταξὺ θρησκευομένων ποὺ ἀνήκουν σὲ διάφορες θρησκευτικὲς παραδόσεις, ἀκόμη δὲ καὶ μεταξὺ θρησκευομένων καὶ ἀθέων.
Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρίσμα βλέπουμε τὸν ρόλο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ χαιρόμαστε γι' αὐτὸ καὶ Σᾶς εὐγνωμονοῦμε καὶ εὐχόμαστε ὁ Θεὸς νὰ Σᾶς δίνη δύναμη, ὑπομονὴ καὶ ἔμπνευση γιὰ νὰ ἐπιτελῆτε ἕνα τέτοιο μεγάλο ἔργο, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζη τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἀπόστολο Παῦλο «ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β Κόρ. ἰβ , 9) καὶ τὴν διακηρυττόμενη ἐμπειρία τοῦ Ἀποστόλου: «ὅταν γὰρ ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμι» (Β Κόρ. ἰβ , 10). Γιατί τότε κανεὶς μπορεῖ νὰ ζήση τὴν ἀποφατικὴ ἐμπειρία τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία εἶναι δύναμη τρομακτικὴ ποὺ διαλύει ὄρη ἀπιστίας, φράσσει «στόματα λεόντων», σβήνει «δύναμη πυρός», ἀποφεύγει «στόματα μαχαίρας», ἐνδυναμώνεται «ἀπὸ ἀσθενείας», γίνεται «ἰσχυρὸς ἐν πολέμῳ», τρέπει σὲ φυγὴ «παρεμβολὰς ἀλλοτρίων» (Ἐβρ. ἰα , 34-35). Καὶ αὐτὸ γιατί «μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Ἂ Ἰω. δ , 4).
Εὐχαριστῶ.
- Προβολές: 2613