Χριστίνας Καρανικόλα-Σχοινᾶ: “Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταύγουστου (Γ)”
Μία προσέγγιση στὸ ἔργο τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη
τῆς φιλολόγου Χριστίνας Καρανικόλα-Σχοινᾶ
(συνέχεια ἀπὸ τὸ προηγούμενο)
Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι βαθιὰ θρησκευόμενος καὶ τὰ διδάγματα τῆς Ὀρθοδοξίας τὰ ἔχει κάνει σύστημα ζωῆς. Χαίρεται καὶ ζῇ τὶς ἀκολουθίες καὶ ἱεροτελεστίες τῆς Ἐκκλησίας. Γνωρίζει πολὺ καλὰ τὰ Συναξάρια καὶ τὰ Λειτουργικὰ Βιβλία καὶ γοητεύεται ἀπὸ τὴν Ποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ψάλλει τὰ τροπάρια καὶ τοὺς ὕμνους μὲ ζῆλο καὶ τέχνη καὶ ἀναπαύεται στὶς ὁλονύκτιες Παρακλήσεις καὶ ἀγρυπνίες στοὺς ναοὺς καὶ σὲ ἐρημοκκλήσια. Τὸν συγκινεῖ τὸ Βυζάντιο καὶ τὸ ζῇ καὶ τὴν ἀτμόσφαιρά του τὴν μεταφέρει στὰ πεζογραφήματά του παραθέτοντας βυζαντινὰ τροπάρια καὶ κομμάτια ὁλόκληρα ἀπὸ τὴ Θεία Λατρεία. Καὶ στὸ διήγημά μας μεταφέρει αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα κάνοντας ἐκτενῆ ἀναφορὰ σὲ ὅλο σχεδὸν τὸ τυπικὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως. "Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ Προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ "Πεποικιλμένη" ἕως τὸ "Συνέστειλε Χορὸς" καὶ ὅλον τὸ "Ἀνοίξω τὸ στόμα μου" ἕως τὸ "Δέχου παρ ἡμῶν". Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν ΄Ὠρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν θείαν Κοινωνίαν καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ "Αἱ γενεαὶ πᾶσαι", τὸ Κοινωνικὸν κ.τ.λ." καὶ ταυτόχρονα ὁ Παπαδιαμάντης μὲ φιλοπαίγμονα διάθεση παρακολουθεῖ τὸ ἐκκλησίασμα καὶ ξεχωρίζει καὶ σχολιάζει τὸ χαριτωμένο μικρόκοσμο κάποιων ἁπλοϊκῶν καὶ γραφικῶν τύπων τῆς μικρῆς κοινωνίας τοῦ χωριοῦ, τὶς ἰδιοτροπίες τους, τὰ πειράγματά τους, τὴν εὐφρόσυνη διάθεση τοῦ Φραγκούλα καὶ τὸ νέο ξεκίνημα γιὰ τὴν οἰκογενειακή του ζωή.
Καρπὸς αὐτῆς τῆς συμφιλίωσης μὲ τὴν γυναῖκα του ἦταν τὸ Κουμπώ, ἡ θυγατέρα τῆς ὁποίας τὸ θάνατο τώρα θρηνεῖ. "Ἡ Παναγία εἶχε δωρίσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῇ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου..." Αὐτὴ ἡ κόρη ἦταν χαριτωμένο πλάσμα, ἡ χαρμονὴ καὶ ἡ παρηγοριά του. Ξεχώριζε ἀπὸ ὅλα τὰ παιδιά του. "Δὲν εἶχεν μόνον νοημοσύνην πρώϊμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἰονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης". ΄Ἠταν ἡ μόνη ἀπὸ τὰ παιδιά του ποὺ πήγαινε κάθε μέρα στὸν πατέρα της "στὸ κελλί του" καὶ τὸν γέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητες. ΄Ἠταν ἡ μόνη ποὺ δεχόταν πρόθυμα τοὺς "πατρικοὺς χαλινους", γι αὐτὸ κι ἐκεῖνος τὴν ὀνόμαζε "τὸ εὐάγωγο". ΄Ἠταν ἡ μόνη ποὺ πονοῦσε γιὰ τὸ χωρισμὸ τῶν γονιῶν της καὶ καθημερινὰ ἔτρεχε νὰ τὸν βρῇ καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ "ἔλα στὸ σπίτι πατέρα!". Αὐτὴ ἄλλωστε μὲ τὴν ἐπιμονή της ἦταν ἡ αἰτία ποὺ φίλιωσε μὲ τὴ γυναῖκα του μετὰ τὸ δεύτερο χωρισμό τους. ΄Ὑστερα ἀπὸ μερικοὺς μῆνες ὅμως χώρισε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ μικρὴ ἦταν πολὺ θλιμμένη. "-Δὲ μπορῶ πλέον νάρχωμαι στὸ κελλί σου πατέρα....... Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες ἐκεῖ στὸ μαχαλᾶ, στὸ δρόμο ποὺ περνῶ καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε καθὼς περνοῦσα: "νά, τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄνδρας της". Δὲν τὸ βαστῶ πλέον πατέρα" Καὶ πράγματι δὲν πῆγε γιὰ τρεῖς μέρες. Τὴν τέταρτη πῆγε χλωμὴ καὶ μαραμένη, πνιγμένη στὰ δάκρυα.
"-Τί ἔχεις, κορίτσι μου, τῆς εἶπε ὁ πατήρ της.
-Ἂν δὲν ἔλθης, πατέρα, τοῦ εἶπε μὲ παράπονο, νὰ ξεύρης, θὰ πεθάνω ἀπ τὸν καημό μου!
-Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλας"
Καὶ πράγματι τὴν ἄλλη μέρα πῆγε στὸ σπίτι. Ἀλλὰ ἦταν ἀργά. Ἡ μικρὴ ἔπεσε ἄρρωστη μὲ ψηλὸ πυρετό, μαράθηκε ἀπὸ ἄγνωστη ἀσθένεια καὶ "ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴν λαλιὰν εἰς τὸ στόμα".
"-Πατέρα! πατέρα! Στὴν Παναγία νὰ κάμετε μία λειτουργία.....μέ τὴν μητέρα μαζί!", ἦταν τὰ τελευταῖα της λόγια.
Ὁ Φραγκούλας ἔκλαψε ἀπαρηγόρητα, ἔκλαψε ἀχόρταγα μαζὶ μὲ τὴ γυναῖκα του τὸ χαμὸ τῆς θυγατέρας του. ΄Ὑστερα ἀποσύρθηκε κι ἐξακολούθησε νὰ κλαίη μόνος του στὴν ἐρημία του. "Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτο μᾶλλον φιλικὸς μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνη μοναχός".
Ἔκτοτε ζῇ ὁλομόναχος ὁ "φιλέρημος γέρων" ἀφιερωμένος ὡς μοναχὸς στὴν Παναγία, ἔστω καὶ τόσο ἀργά, ψιθυρίζοντας στὶς ὧρες τῆς θλίψης του τὸ στίχο τοῦ Ψαλτηρίου: "Μὴ ἀπώση μὲ εἰς καιρὸν γήρως....καί ἕως γήρως καὶ πρεσβείου, μὴ ἐγκαταλίπης με".
Ἔχει ἀποθέσει καρτερικὰ τὸν πόνο του στὴν πιὸ πονεμένη ἀπὸ τὶς μητέρες τῆς Οἰκουμένης, στὴν "Κυρία τῶν Οὐρανῶν", τὸν "Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων", τὴ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ γλυκάνη τὴν πίκρα τῆς ρημαγμένης τοῦ ζωῆς καὶ νὰ τὸν ἀνακουφίση τώρα ποὺ τὸν "ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου του ζάλαι ὦσπερ μέλισσαι κηρίον". Καὶ μέσα ἀπὸ "τὰ νέφη τῶν συμφορῶν" του ψάλλει μὲ παράπονο:
"Ἀπόστολοι ἔκ περάτων συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεσθημανὴ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα,
καὶ Σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα".
Καὶ τὴν παρακαλεῖ θερμὰ νὰ μεσιτεύση πρὸς τὸν Φιλάνθρωπον Θεόν:
"μὴ μοῦ ἐλέγξη τὰς πράξεις ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων"
ἀλλὰ "Ἀντιλαβοῦ μου καὶ ρύσαι τῶν αἰωνίων βασάνων".
Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν μένει στὴν τραγωδία, ἀλλὰ προχωρᾶ στὴν κάθαρση. Ὁ πόνος δὲν εἶναι ἀδιέξοδος, ὅταν ὑπάρχη θερμὴ πίστη στὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ὁ "πεφορτισμένος" ἄνθρωπος σ Ἐκεῖνον κάνει ἀναφορά, ἀνοίγει τὸν πόνο του στὴν ἀγάπη Τοῦ καὶ μὲ τὴ χάρη Τοῦ τὸν ἀδρανοποιεῖ καὶ τὸν ὑπερβαίνει. Κι ἔτσι παρηγοριέται, ἰσορροπεῖ, ἀναπαύεται. Καὶ κάτι ἀκόμα ἐξουδετερώνεται ἔτσι ἡ φθορά του, γιατί βλέπει πέρα ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ σώματος τὴν αἰώνια ὕπαρξή του. Καὶ ὁ πόνος τότε γίνεται ἄσκηση καρτερίας, ὁδὸς ἁγιότητας καὶ ἀποκτᾶ πνευματικὸ περιεχόμενο καὶ νόημα. Καὶ τότε βρίσκει τὴν πλήρη ἐφαρμογή της ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας πεμπτουσία εἶναι ἡ μετάλλαξη τοῦ θανάτου σὲ ζωή.—
- Προβολές: 2580