Ὡς αὐθεντικός θεολόγος ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, προκειμένου νά ἀναλύση τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ἀρχίζει ἀπό τό γεγονός τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Δέν μπορεῖ κανείς νά δῆ τά ἱστορικά γεγονότα, ὅταν δέν ἀντιμετωπίση τό τραγικό γεγονός τῆς πτώσεως.
Ἕνα ἄλλο κομβικό σημεῖο τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γιά νά θεραπεύση τόν ἄνθρωπο καί νά ἀνακαινίση τόν κόσμο.
Παρά ταῦτα «στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος ἀναπτύσσεται ἀδιάκοπα ἡ δυναμική τοῦ ὀλέθρου. Τά πεπρωμένα ὅλου τοῦ κόσμου καί κάθε ἀνθρώπου γίνονται ὁλοένα καί πιό τραγικά. Δέν ζητοῦν ὅλοι διέξοδο ἀπό αὐτή τήν τραγωδία, καί ἐκεῖνοι πού πραγματικά ἀναζήτησαν λύση τῆς τραγικότητος αὐτῆς, δέν κατέφυγαν σέ ὅμοιους τρόπους δράσεως στόν ἀγώνα τους γιά σωτηρία».
Μέσα ἀπό αὐτούς τούς δύο πόλους, δηλαδή τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάμ καί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἑρμηνεύεται ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, «ἡ πτώση τοῦ Ἀδάμ καί ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου. Αὐτός ὁ Λόγος τοῦ Πατρός μᾶς ἄνοιξε τά μάτια σέ ἕνα μεγαλειῶδες θέαμα πού ἐκτυλίσσεται μπροστά μας: μᾶς ὑπέδειξε τήν ὁδό τῆς σωτηρίας ἀπό τίς συνέπειες τῆς Πτώσεως».
…
Μερικοί βλέπουν τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος στήν ἱστορία τῶν βασιλειῶν καί τῶν πολέμων, ἄλλοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἱστορία τῆς κουλτούρας, τῶν πολιτισμῶν καί τῶν ἐπιστημονικῶν καί φιλοσοφικῶν γνώσεων καί ὅλων ἐκείνων πού βρίσκονται σέ αὐτό τό ἐπίπεδο. Γιά μᾶς ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι «ἡ πνευματική ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν στιγμή τῆς γεννήσεώς του ὥς τή στιγμή τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Δημιουργοῦ Του καί τῆς ἐξομοιώσεως μέ τή γνώση αὐτή».
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής
Ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ὑπῆρξε ἔνδοξος καὶ εὐκλεὴς καὶ ἦταν ἀνάλογη μὲ τὴν ζωή της. Γιατί ἀνάλογα μὲ τὴν δόξα τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, θὰ εἶναι καὶ ἡ τελευτή του.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν ἀρχὴ τοῦ λόγου του γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου λέγει ὅτι περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον χρωστᾶ καὶ ἀγαπᾶ τὸ «μετ’ εὐφημίας ἐπ’ Ἐκκλησίας ἐκδιηγεῖσθαι τὰ μεγαλεῖα τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεομήτορος». Καὶ στὴν συνέχεια ἐπισημαίνει ὅτι, ἐὰν ὁ θάνατος τῶν ὁσίων εἶναι τίμιος καὶ ἡ μνήμη τῶν δικαίων πρέπει νὰ γίνεται μὲ ἐγκώμια, πολὺ περισσότερο αὐτὸ πρέπει νὰ συμβαίνη μὲ τὴν Θεοτόκο, ποὺ εἶναι ἡ ἁγία τῶν ἁγίων καὶ διὰ τῆς ὁποίας ἔρχεται ὁ ἁγιασμὸς στοὺς ἁγίους.
Μιλῶντας ὅμως γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ὄχι μόνον τὴν ὀνομάζει ἔνδοξη, ἀλλὰ συγχρόνως τὴν ὀνομάζει μεταβίωση. «....ἑορτάζοντες καὶ τὴν σήμερον γενομένην ταύτης ἁγίαν κοίμησιν ἡ μεταβίωσιν». Ὁ θάνατός της εἶναι ζωηφόρος «εἰς οὐράνιον καὶ ἀθάνατον μεταβιβάζων ζωήν».
Αὐτὴ ἡ λεγομένη μεταβίωση εἶναι ἡ ἀνάσταση καὶ ἀνάληψη τοῦ σώματος τῆς Παναγίας. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅπως καὶ ἄλλων ἁγίων, δὲν ἑορτάζουμε μόνον τὴν ἄνοδο τῆς ψυχῆς τῆς Θεοτόκου στὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος. Γράφει ὅτι ἡ Θεοτόκος μετέστη στὸν οὐρανὸ εἰς τὸ «προσῆκον βασίλειον» καὶ παρέστη ἐκ δεξιῶν του παμβασιλέως «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσω περιβεβλημένη πεποικιλμένη». Τὸ «ἱματισμόν..... διάχρυσον» σημαίνει «τὸ θεαυγὲς ἐκείνης σῶμα», τὸ δὲ «πεποικιλμένη» δείχνει τὸ στολισμένο «ταῖς παντοδαπαῖς ἀρεταῖς». Ἔτσι, μὲ τὸ σῶμα της ἀνέβηκε στὸν Οὐρανό, καὶ εἶναι ἡ μόνη ποὺ μὲ τὸ σῶμα της μαζὶ μὲ τὸν Υἱό της βρίσκεται στὸν οὐράνιο χῶρο.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης»)
Ἐπειδή τό ἅγιο καί ἀκήρατο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό τήν Μητέρα Του καί τό ἕνωσε μέ τήν ὑπόστασή Του, ἀναστήθηκε τήν Τρίτη ἡμέρα ἀπό τό μνῆμα, γι’ αὐτό καί ἡ Θεοτόκος ἔπρεπε «ἐξαρπασθῆναι τοῦ τάφου καί πρός τόν Υἱόν τήν μητέρα μεθορμισθῆναι». Καί ὅπως ὁ Χριστός κατέβηκε πρός ἐκείνη, ἔτσι καί ἡ Παναγία Θεοτόκος ἔπρεπε «πρός αὐτόν ἀναφέρεσθαι». Αὐτή πού φιλοξένησε μέσα στήν κοιλία της τόν Θεό Λόγο, ἔπρεπε νά κατοικήση στίς δικές Του σκηνές. Καί ὅπως ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἔπρεπε νά κατοικήση στήν οἰκία τοῦ Πατέρα Του, ἔτσι ἔπρεπε καί ἡ Μητέρα Του νά αὐλισθῆ στά Βασίλεια τοῦ Υἱοῦ της. Ἔπρεπε αὐτή πού φύλαξε τήν παρθενία της ἀλώβητη, νά ἀξιωθῆ νά τηρηθῆ καί τό σῶμα της ἀδιάφθορο μετά τόν θάνατο. Ἔπρεπε αὐτή, πού κράτησε στήν ἀγκάλη της τόν κτίστη ὡς βρέφος, νά κατοικήση στά θεῖα σκηνώματα. Ἔπρεπε αὐτή πού ὁ Πατέρας διάλεξε ὡς νύμφη, νά μένη στούς οὐρανίους θαλάμους. Ἔπρεπε αὐτή πού εἶδε τόν Υἱό της στόν Σταυρό καί δέχθηκε ρομφαία στήν καρδιά της, –πράγμα πού εἶχε ἀποφύγει στήν γέννα (ἐννοεῖ τόν ἀνώδινο τοκετό)–, νά Τόν θεωρῆ νά συγκάθεται μέ τόν Πατέρα Του. Ἔπρεπε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ νά κατέχη καί ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Υἱός της καί νά προσκυνηθῆ ἀπό ὅλη τήν κτίση «ὡς μητέρα Θεοῦ καί δούλη». Γιατί ἡ κληρονομία κατέρχεται ἀπό τούς γονεῖς στά παιδιά, ἀλλ’ ἐδῶ συμβαίνει τό ἀν τίστροφο ὅτι «ὁ Υἱός τῇ μητρί τήν σύμπασαν κτίσιν κατεδουλώσατο».
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές ἑορτές
Ἡ Θεοτόκος δὲν ἁμάρτησε ποτέ, οὔτε κἂν μὲ τὸ λογισμό, καὶ δὲν ἔχασε ποτέ τη χάρη, ἀλλὰ καὶ Αὐτὴ εἶχε μεγάλες θλίψεις. Ὅταν στεκόταν δίπλα στὸ Σταυρό, τότε ἦταν ἡ θλίψη της ἀπέραντη σὰν τὸν ὠκεανό, καὶ οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιατί καὶ ἡ ἀγάπη της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Καὶ ἂν ἐπέζησε, ἐπέζησε μόνο μὲ τὴ θεία δύναμη, μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου, γιατί τὸ θέλημά Τοῦ ἦταν νὰ δὴ ἡ Θεοτόκος τὴν Ἀνάσταση καὶ ὕστερα, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Τοῦ, νὰ παραμείνη παρηγοριὰ καὶ χαρὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ νέου χριστιανικοῦ λαοῦ.
Ἐμεῖς δὲν φτάνουμε στὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης τῆς Θεοτόκου καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσουμε πλήρως τὸ βάθος τῆς θλίψεώς Της. Ἡ ἀγάπη Της ἦταν τέλεια. Ἀγαποῦσε ἄπειρα τὸν Θεὸ καὶ Υἱό της, ἀλλὰ ἀγαποῦσε καὶ τὸ λαὸ μὲ μεγάλη ἀγάπη. Καὶ τί αἰσθανόταν ἄραγε, ὅταν ἐκεῖνοι, ποὺ τόσο πολὺ ἡ ἴδια ἀγαποῦσε καὶ ποὺ τόσο πολὺ ποθοῦσε τὴ σωτηρία τους, σταύρωναν τὸν ἀγαπημένο της Υἱό;
Αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ συλλάβουμε, γιατί ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι λίγη. Κι ὅπως ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας ὑπῆρξε ἀπέραντη καὶ ἀκατάληπτη, ἔτσι ἀπέραντος ἦταν καὶ ὁ πόνος της ποὺ παραμένει ἀκατάληπτος γιὰ μᾶς...
Ἡ ψυχή μου γεμίζει ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο, ὅταν ἀναλογίζομαι τὴ δόξα τῆς Θεομήτορος.
(Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης)
Οἱ Μεταρρυθμιστές μετά τήν ἀπόσχισή τους ἀπό τόν Πάπα θέλησαν νά προσδιορίσουν τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί πῶς μποροῦν νά χαρακτηρισθοῦν ὅλες αὐτές οἱ κατά τόπους χριστιανικές ὁμάδες σέ σχέση μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Ὅπως γίνεται ἀντιληπτό ὑπῆρχε τότε ἔντονο ἐκκλησιολογικό πρόβλημα περί τοῦ αὐτοχαρακτηρισμοῦ τῶν ἀποσχισμένων Χριστιανικῶν ὁμάδων. Ἔτσι, δημιούργησαν τήν θεωρία περί τῆς ἀοράτου καί ὁρατῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἡ ἑνότητα τῆς ἀόρατης Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, ὑπάρχουν παντοῦ τά μέλη της, τά γνωρίζει μόνον ὁ Θεός, ὅπως τά φῶτα μιᾶς μεγαλουπόλεως πού ὑπάρχουν, ἀλλά φανερώνονται μόλις ἀνάψουν τό βράδυ καί φωτίσουν τό σκοτάδι, ἐνῶ ὅλες οἱ ὁρατές ἱστορικές Ἐκκλησίες εἶναι διεσπασμένες.
Σαφῶς, λοιπόν, ἡ διαίρεση μεταξύ τῆς ὀντολογικῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἱστορικῆς ὀνομασίας καί ὕπαρξης ἑτεροδόξων Ἐκκλησιῶν παραπέμπει σέ αὐτήν τήν προτεσταντική θεωρία πού εἶναι ἀπαράδεκτη ἀπό ὀρθοδόξου προοπτικῆς. Γιατί στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία ἡ Ἐκκλησία εἶναι συγχρόνως καί ὁρατή καί ἀόρατη, καί δέν ὑφίσταται διάσπαση μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο μορφῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς». Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρατηρεῖ.
«Ὤ τῶν τοῦ Χριστοῦ δωρημάτων! Ἄνω στρατιαί δοξολογοῦσιν ἀγγέλων· κάτω ἐν ἐκκλησίαις χοροστατοῦντες ἄνθρωποι τήν αὐτήν ἐκείνοις ἐκμιμοῦνται δοξολογίαν. Ἄνω τά Σεραφείμ τόν τρισάγιον ὕμνον ἀναβοᾷ· κάτω τόν αὐτόν ἡ τῶν ἀνθρώπων ἀναπέμπει πληθύς· κοινή τῶν ἐπουρανίων καί τῶν ἐπιγείων συγκροτεῖται πανήγυρις· μία εὐχαριστία, ἕν ἀγαλλίαμα, μία εὐφρόσυνος χοροστασία.... »
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Κείμενο στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας (Νοέμβριος 2016)
Ἡ Θεοτόκος εἶναι παγκόσμια δόξα, γιατί τό ἔργο της εἶναι οἰκουμενικό καί παγκόσμιο. Δέν πρόκειται γιά ἕναν προσωπικό ἁγιασμό, ἀλλά γιά ἕνα ἔργο πού ἔχει παγκόσμιες διαστάσεις, στούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, στό παρελθόν καί τό μέλλον, στά ἐπίγεια καί τά ἐπουράνια. […] Δέν μποροῦσε νά ἀρνηθῆ τήν εἴδηση ὅτι θά γίνη μητέρα τοῦ Χριστοῦ, γιατί εἶχε καί ἐσωτερική πληροφορία, τό γνωμικό της θέλημα ἔγινε φυσικό, ἀλλά χρειαζόταν καί ἡ δική της συγκατάθεση γιά νά φανῆ τό ἀνθρώπινο καί ὅτι ὁ Θεός δέν καταργεῖ τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, τό νοερό καί τό αὐτεξούσιο πού Αὐτός τοῦ ἔδωσε. Ἡ παγκόσμια δόξα τῆς Θεοτόκου ὀφείλεται ὄχι ἁπλῶς στίς ἀρετές της, πού εἶχε πολλές, ἀλλά στόν καρπό τῆς κοιλίας της, τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος καί τήν δόξασε.
Ὅλη αὐτή ἡ δόξα τῆς Θεοτόκου, πού εἶναι δόξα τοῦ Υἱοῦ της, εἶναι συνέπεια τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως, πού ἔγινε στήν κοιλία της, καί τοῦ ἔργου πού ἐπιτέλεσε ὁ Χριστός. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἕνωσε τό ἄκτιστο μέ τό κτιστό, τόν Θεό μέ τόν ἄνθρωπο, διέλυσε τόν μεσότοιχο τῆς ἔχθρας, ἔφερε εἰρήνη καί ἄνοιξε τήν Βασιλεία, στήν ὁποία συμμετέχει καί ὁ ἄνθρωπος. Σέ αὐτό τό παγκόσμιο ἔργο συμμετέχει καί ἡ Θεοτόκος, ὡς Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, γιατί αὐτή ἔδωσε τήν σάρκα της γιά νά γεννηθῆ ὁ Χριστός κατά τήν ἀνθρώπινη φύση.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές ἑορτές
Μέχρι τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως λειτουργοῦσε ἡ καταφατική διάσταση τῆς Ρωμηοσύνης, ἐνῶ μετά τήν πτώση της λειτουργοῦσε καί μεγαλούργησε ἡ ἀποφατική διάσταση τῆς Ρωμηοσύνης, ἀφοῦ παρά τίς δυσκολίες ἀνέδειξε τούς νεομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη ἀνανέωσαν τό μαρτυρολόγιο, δηλαδή τό μαρτυρικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Μπορεῖ νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι μέχρι τό 1453 ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνέδειξε τό ὁμολογιακό της πνεῦμα, ἀφοῦ κατοχύρωσε τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, καθώς ἐπίσης κατοχύρωσε τό μαρτυρικό καί ἡσυχαστικό της πνεῦμα. Μάλιστα δέ, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, ὁ ἡσυχασμός, πού ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας, ἀναπτύχθηκε ἀκόμη περισσότερο πρός τό τέλος τῆς Αὐτοκρατορίας καί ἦταν ἐκεῖνος πού διαφύλαξε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ζωντανή καί δυναμική κατά τήν Τουρκοκρατία καί αὐτή ἐνεψύχωσε ὅλο τό ὑπόδουλο γένος καί ἀνέδειξε, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, τούς μάρτυρας καί ὁμολογητάς τῆς πίστεως.
Ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης... εἶπε σέ προφορική του ὁμιλία ὅτι «ἄλλο εἶναι ἡ ἰατρική ἐπιστήμη καί ἄλλο ἡ πολιτική, ἡ μία δέν ἔχει σχέση μέ τήν ἄλλη. Βέβαια, οἱ ἰατροί (δηλαδή οἱ Κληρικοί καί μοναχοί) εἶχαν πέσει μέ τά μοῦτρα νά σωθῆ ἡ Αὐτοκρατορία, ἀλλά εἶχε φθάσει ἡ Αὐτοκρατορία σέ τέτοιο σημεῖο, πού δέν ἐσώζετο. Ἀλλά ὅμως ἡ ἰατρική ἐπιστήμη σώθηκε. Καί διατηρήθηκε ὅλα τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας».
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πίστη πού ἦταν ἡ βάση τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ πίστη πού ἔχει θεραπευτικά ἀποτελέσματα εἶχε γίνει ἡ κυρία πολιτική τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅμως, ὅταν χάθηκε ἡ πολιτική αὐτή, δέν χάθηκε καί ἡ θεραπεία.
Ἔτσι, ὅπως ἀλλοῦ ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης, ἡ 29η Μαΐου εἶναι ἡμέρα ἀποφράς, διότι καταλύθηκε ἡ ἐναπομείνασα Αὐτοκρατορία, ἀλλά ὅμως μπορεῖ νά θεωρηθῆ καί ὡς ἡμέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, διότι ἡ ὀρθόδοξη πίστη ἀπαλλάχθηκε ἀπό τίς ἐκκοσμικευμένες προσμίξεις της καί διατήρησε τήν ἡσυχαστική παράδοση.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἐκκλησιαστικοί Ἀναβαθμοί)
Ἡ Πεντηκοστή εἶναι ἡ δεύτερη σέ σπουδαιότητα ἑορτή τῶν Ἰουδαίων μετά τό Πάσχα, καί ἑόρταζαν, κατά τήν παράδοση, τήν παραλαβή τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Μωϋσῆ στό ὄρος Σινᾶ. Σαράντα ἡμέρες, δηλαδή, ἀπό τήν πρώτη ἑορτή τοῦ Πάσχα, ὁ Μωϋσῆς ἀνέβηκε πάνω στό ὄρος Σινᾶ καί παρέλαβε τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Παράλληλα, ὅμως, ἡ Ἰουδαϊκή Πεντηκοστή ἦταν ἔκφραση εὐχαριστίας τῶν Ἰουδαίων γιά τήν συγκομιδή τῶν καρπῶν. Ἐπειδή συνέπιπτε μέ τήν περίοδο τοῦ θερισμοῦ ὀνομαζόταν «θερισμοῦ ἑορτή» καί οἱ Ἰουδαῖοι προσέφεραν στόν Ναό τίς ἀπαρχές τῶν καρπῶν. Ἡ ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἑορταζόταν ἀπό τούς Ἰουδαίους πολύ λαμπρά, ὀνομαζόταν «ἑορτή ἑβδομάδων».
Ἡ σύντομη ἀναφορά στήν Ἰουδαϊκή Πεντηκοστή δείχνει ὅτι ἦταν τύπος τῆς Πεντηκοστῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἐάν ὁ Μωϋσῆς παρέλαβε τόν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τήν ἡμέρα τῆς Χριστιανικῆς Πεντηκοστῆς οἱ Μαθητές ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα καί ἔτσι βίωσαν τόν νόμο τῆς Καινῆς Διαθήκης, τόν νόμο τῆς θείας Χάριτος. Ἐάν στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ ἄσαρκος Λόγος ἔδωσε τόν νόμο ἐπάνω στό Σινᾶ, στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἀναστάς σεσαρκωμένος Λόγος ἔστειλε τό Ἅγιον Πνεῦμα στούς Μαθητές, πού βρίσκονταν στό ὑπερῶο, καί ἔγιναν μέλη τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του. Ἐάν κατά τήν Πεντηκοστή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης προσφέρονταν οἱ ἀπαρχές τῶν καρπῶν ἀπό τήν συγκομιδή, κατά τήν Πεντηκοστή τῆς Καινῆς Διαθήκης προσφέρθηκαν οἱ ἀπαρχές τῶν λογικῶν καρπῶν, ἀπό τήν συγκομιδή πού ἔκανε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, δηλαδή προσφέρθηκαν οἱ Ἀπόστολοι στόν Θεό. [...]
Τότε δόθηκε ὁ νόμος σέ λίθινες πλάκες, τώρα ὁ νόμος ἐγγράφεται στίς καρδιές τῶν Ἀποστόλων. Λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐστέ ἐπιστολή Χριστοῦ διακονηθεῖσα ὑφ’ ἡμῶν, ἐγγεγραμμένη οὐ μέλανι, ἀλλά πνεύματι Θεοῦ ζῶντος, οὐκ ἐν πλαξί λιθίναις, ἀλλά ἐν πλαξί καρδίαις σαρκίναις».
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Δεσποτικές ἑορτές
Ὅταν ἔγραψα τό βιβλίο γιά τόν Προφήτη Σαμουήλ μέ τίτλο «Ὁ Βλέπων», τό ἀφιέρωσα σέ τρεῖς μεγάλες σύγχρονες μορφές τοῦ ἁγιορειτικοῦ μοναχισμοῦ πού καί ἐμένα μέ βοήθησαν, μεταξύ των ὁποίων καί τόν ἀείμνηστο π. Θεόκλητο. Ἔγραφα στήν ἀφιέρωση: «Προσφορά στούς Βλέποντας τῶν χρόνων τῆς ἐξόδου καί τῆς εἰσόδου μου, π. Σωφρόνιο, π. Ἐφραίμ, π. Παΐσιο καί π. Θεόκλητο». Μέ τήν φράση «ἐξόδου μου καί εἰσόδου μου» ἐννοοῦσα τήν ἔξοδό μου ἀπό τόν σχολαστικό καί ἠθικιστικό τρόπο σκέψεως καί ζωῆς καί τήν εἴσοδό μου στόν ἡσυχαστικό τρόπο σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Τήν πρώτη ἐποχή πού ἐπισκεπτόμουν τό Ἅγιον Ὄρος ζοῦσαν ἐκεῖ ἡσυχαστές Πατέρες, πού περνοῦσαν τήν νύκτα μέ ἡσυχία καί προσευχή, ἀλλά ἐμεῖς, ὡς φοιτητές τήν ἐποχή ἐκείνη, ἐπηρεασμένοι ἀπό τόν κοινωνικό καί ἀκαδημαϊκό τρόπο σκέψεως καί ζωῆς, δέν μπορούσαμε νά τούς ἐκτιμήσουμε πολύ. Ἔτσι, ὁ Γέρων Θεόκλητος, μέ τόν διαλεκτικό τρόπο σκέψεώς του, μᾶς ἄνοιγε ὅλη αὐτήν τήν μοναχική καί ἡσυχαστική προοπτική καί ἀποτελοῦσε, κατά τήν μεταβατική ἐκείνη περίοδο, τήν πνευματική γέφυρα γιά νά περάσουμε ἀπό τίς ἀκαδημαϊκές θεολογικές σπουδές στήν ἐρημική ζωή τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας. Ἀποτελοῦσε τήν γέφυρα μεταξύ τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καί τῆς χαρισματικῆς θεολογίας τῆς ἐρήμου.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, ἕνας λόγιος ἡσυχαστής. Ἐνιαύσιον 2007
Ὁ Ἐπίσκοπος δέν εἶναι ἕνας φορέας τῆς Πολιτείας, ἀλλά εἶναι «εἰς τύπον καί τόπον τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ» καί διάδοχος τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ὡστόσο, στήν Ναύπακτο, ὅταν ἄρχισα τήν ποιμαντική μου διακονία, διαπίστωσα ὅτι πολλοί Εὐεργέτες-Δωρητές τῆς Πόλεως καί τῆς Ναυπακτίας ὅρισαν τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτη Ναυπάκτου, ὡς Πρόεδρο τῶν Ἱδρυμάτων πού συνέστησαν, καί Πρόεδρο τῶν Ἐκτελεστικῶν Ἐπιτροπῶν τῶν διαθηκῶν τους [...]
Ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά παραμένη μόνον στήν λατρεία της, ἀλλά θά πρέπει νά ἀσκῆ καί φιλανθρωπικό ἔργο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἑνιαία ὀντότητα, δηλαδή ἔχει ψυχή καί σῶμα σέ μία ἀδιάρρηκτη ἑνότητα, γι’ αὐτό ὁ ποιμένας πρέπει νά ἐνδιαφέρεται γιά τόν ὅλο ἄνθρωπο. Ὁ Ἐπίσκοπος δέν πρέπει νά ἀδιαφορῆ γιά τά ὑλικά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων τοῦ ποιμνίου του.
Ἑπομένως, ἡ Προεδρία τῶν Ἱδρυμάτων καί Κληροδοτημάτων προσέφερε στήν Μητρόπολη Ναυπάκτου, ἀφ’ ἑνός μέν τήν δυνατότητα νά ἀσκῆ φιλανθρωπικό καί κοινωνικό ἔργο στήν Πόλη καί τήν Ἐπαρχία, διά μέσου τῆς περιουσίας τῶν Εὐεργετῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ τήν εὐκαιρία νά ἔρχεται σέ στενή ἐπικοινωνία καί συνεργασία μέ τόν Δήμαρχο καί τούς τοπικούς φορεῖς, προεδρεύοντας μάλιστα στά Ἱδρύματα καί Κληροδοτήματα καί ἔτσι, ἐκτός τῶν ἄλλων, νά ἰσχυροποιῆται στήν τοπική κοινωνία ὁ ἱερός θεσμός τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἐπισκόπου.
[...] Ἔτσι, μαζί μέ τόν θεολογικό καί ἐκκλησιαστικό λόγο, πού σκόρπισα πλούσια ὅλα αὐτά τά χρόνια στήν Ναύπακτο, διαχειρίστηκα νομικά καί νομίζω ἀποδοτικά τίς ἐπιθυμίες τῶν Εὐεργετῶν καί Δωρητῶν προσφέροντας οἰκονομική βοήθεια στούς μαθητές καί φοιτητές, ἀλλά στηρίζοντας καί ἄλλους φορεῖς τῆς Πόλεως στήν ἐπιτέλεση τοῦ ἔργου τους.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Τά Ἱδρύματα καί Κληροδοτήματα τῆς Ναυπάκτου
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θά πῆ ὅτι οἱ ἅγιοι θεολογοῦν ἁλιευτικῶς καί ὄχι ἀριστοτελικῶς, δηλαδή θεολογοῦν ὅπως οἱ Ἀπόστολοι καί ὄχι κατά τόν τρόπο τοῦ Ἀριστοτέλους, μέ τήν φαντασία καί τόν στοχασμό.
Αὐτό ἀκριβῶς τό συναντοῦμε καί στήν θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Προέλευση τῆς θεολογίας του ἦταν ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἡ ὅλη θεολογία του εἶναι ἐμπειρία. Εἶναι χαρακτηριστικά δύο καταπληκτικά χωρία του πάνω στό θέμα αὐτό.
Στό πρῶτο ἐπισημαίνεται ὅτι ὅλες οἱ αἱρέσεις ξεκινοῦν ἀπό τήν φιλοσοφία καί ἡ βάση τους εἶναι οἱ φιλοσοφικές ἀρχές. «Κἄν ἐξετάσῃς, ἴδοις ἄν πάσας ἤ τάς πλεῖστας τῶν δεινῶν αἱρέσεων ἐντεῦθεν λαβούσας τάς ἀρχάς». Πραγματικά ὑπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ τῆς φιλοσοφίας καί τῆς θεολογίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μερικές φορές ἀποκαλεῖ καί τόν Βαρλαάμ θεολόγο γιατί ἀσχολεῖται μέ τόν Θεό, ἀλλά τελικά λέγει ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ «θεολογία» καί ἄλλο ἡ θεοπτία.
Στό δεύτερο χωρίο γίνεται λόγος γιά τούς ὅρους πού χρησιμοποιοῦνται τόσο ἀπό τούς φιλοσόφους ὅσο καί ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦσαν μερικούς φιλοσοφικούς ὅρους, ἀλλά μέ διαφορετική ἔννοια καί ἄλλο περιεχόμενο. Αὐτή ἡ τοποθέτηση εἶναι ἀναγκαία, γιατί δυστυχῶς μερικοί βλέποντας ἴδια ὁρολογία συγχέουν τά πράγματα μέ ἀποτέλεσμα νά ταυτίζουν τήν θεολογία μέ τήν φιλοσοφία. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος παρατηρεῖ: «Κἄν τις τῶν Πατέρων τά αὐτά τοῖς ἔξω φθέγγηται, ἀλλ’ ἐπί τῶν ρημάτων μόνον΄ ἐπί δέ τῶν νοημάτων, πολύ τό μεταξύ΄ νοῦν γάρ οὗτοι, κατά Παῦλον, ἔχουσι Χριστοῦ, ἐκεῖνοι δέ, εἰ μή τι καί χεῖρον, ἐξ ἀνθρωπίνης διανοίας φθέγγονται». Τό νόημα τοῦ χωρίου αὐτοῦ εἶναι ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῶν Πατέρων καί τῶν φιλοσόφων, ἀκόμη καί στήν χρήση τοῶν ὅρων.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἁγιορείτης
Ἡ συνάντησή μας ἔγινε σέ ἕνα δρομάκι ἔξω ἀπό τόν περίβολο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καί, σύμφωνα μέ τήν συνήθειά του –ἐπειδή ἔπρεπε λίγο νά περπατᾶ, ἀφοῦ ἦταν σέ ἡλικία ὀγδόντα χρονῶν– μέ προσκάλεσε νά συζητήσουμε περπατώντας, γιά νά γίνουμε, ὅπως συνήθως ἔλεγε, «περιπατητικοί φιλόσοφοι». Αὐτός ἦταν ἕνας φιλόσοφος μέ τήν πατερική ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀφοῦ εἶχε τήν πραγματική φιλοσοφία, πού εἶναι ἡ ἐμπειρική θεολογία.
Ἀρχίζοντας τήν συζήτηση τοῦ εἶπα ὅτι αἰσθανόμουν ὅτι μέσα στήν καρδιά μου ἔβλεπα νά ὑπάρχουν διάφορα πάθη καί ἤθελα νά ἐλευθερωθῶ ἀπό αὐτά γιά νά ἔχω πραγματική κοινωνία μέ τόν Θεό. Ἐκεῖνος τότε μοῦ εἶπε: «Ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος. Ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι εἶναι χειρότερος καί ἀπό τά ζῶα καί ἀνάξιος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι μιά «φυσιολογική» (νόρμαλ) κατάσταση, καί ἐμπνέεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶναι βίωση τῆς κολάσεως πού εἶναι ἡ ἀρνητική θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Μέσα ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ βλέπουμε τήν κατάστασή μας, ὅπως προβάλλεται ἡ εἰκόνα μιᾶς διαφάνειας, ὅταν πίσω ἀπό αὐτή ὑπάρχη φῶς. Πρέπει νά μᾶς ἀνησυχῆ, ὅταν δέν αἰσθανόμαστε τά πάθη πού ὑπάρχουν μέσα μας».
Ἀναλύοντας αὐτόν τόν λόγο του θέλω νά τονίσω ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ὑστέρηση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει: «Πάντες γάρ ἥμαρτον καί ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. γ`, 23). Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πρίν τήν πτώση ζοῦσαν στόν Παράδεισο τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί μετεῖχαν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἔχασαν αὐτήν τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό, δηλαδή ἔχασαν τήν μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί περιέπεσαν σέ βαθύτατο σκοτάδι.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής
Μετά τήν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 ἡ Α΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, τήν 1η Ἰανουαρίου 1822 κήρυξε «τήν πολιτικήν αὐτοῦ (τοῦ Ἔθνους) ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν» καί θέσπισε τό πρῶτο Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, μέ τό ὁποῖο καθιερώθηκε τό «προσωρινόν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος». Ὅμως, οἱ τότε Μεγάλες Δυνάμεις (Μ. Βρεττανία, Γαλλία καί Ρωσία) δέν ἀναγνώρισαν τό καθεστώς αὐτό στήν Ἑλλάδα.
Ὅμως, τό 1827 οἱ Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν στήν σύσταση τῆς αὐτονομίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Μέ τήν Γ´ Ἐθνοσυνέλευση στήν Τροιζήνα τό 1827 τό «Ἑλληνικόν Ἔθνος» κήρυξε «τήν πολιτικήν αὐτοῦ ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν» καί σύστησε μέ τό Σύνταγμα «τάς θεμελιώδεις ἀρχάς τοῦ πολιτεύματός» του. Ἐξελέγη πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στό Ναύπλιο τόν Ἰανουάριο τοῦ 1828. Τό 1830 μέ τό Πρωτόκολλο τοῦ Λονδίνου ἀναγνωρίσθηκε ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Ὁ Καποδίστριας μετά ἀπό τρία χρόνια, τό 1831, δολοφονήθηκε. Καί τό 1833 ἐπελέγη ὡς βασιλεύς ὁ Ὄθων.
Ἐν τῷ μεταξύ οἱ Μεγάλες Δυνάμεις, μαζί μέ τήν Τουρκία διαμόρφωσαν τό Διεθνές Δίκαιο, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὅσοι εἶναι κάτοικοι τῆς ἀπελευθερωμένης Ἑλλάδος καί ὅσοι ἀγωνίσθηκαν γιά τήν ἀπελευθέρωσή της θά λέγωνται Ἕλληνες, ἐνῶ ὅσοι βρίσκονται ἐκτός τῶν ἐπαναστατημένων περιοχῶν θά λέγωνται Ρωμαῖοι - Γραικοί.
Μέ τίς συζητήσεις πού ἔγιναν στίς πρῶτες Ἐθνοσυνελεύσεις, ὁ Ἕλληνας πού κατοικοῦσε στό Ἑλληνικό Κράτος πού δημιουργήθηκε δέν εἶναι Ρωμηός, σύμφωνα μέ τά Πρωτόκολλα πού ὑπεγράφησαν, εἶναι Ἕλληνας καί γι’ αὐτό δέχθηκε ἡ Τουρκία τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Πατερική καί Σχολαστική θεολογία καί τό περιβάλλον τους
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦν τήν μέθοδον ταύτην τῆς ἑρμηνείας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ τήν ἑξῆς γραμμήν∙ ἕν ἱστορικόν γεγονός τοῦ παρελθόντος γίνεται τύπος τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Ἰσραήλ. Τό ἱστορικόν γεγονός τοῦτο εἶναι πραγματικόν (παραλείπεται ἡ ἀλληγορική ἑρμηνεία), καί χρησιμοποιεῖται ὡς τύπος ἤ παράδειγμα τοῦ πῶς θα ἐνεργήσῃ ὁ Θεός εἰς ἄλλην ἱστορικήν περίπτωσιν τοῦ μέλλοντος.
Παίρνομεν, π.χ., τήν Ἔξοδον τῶν Ἑβραίων ἐκ τῆς Αἰγύπτου∙ τότε, οἱ Ἑβραῖοι ἐπέρασαν τήν Ἐρυθράν Θάλασσαν, τώρα γίνεται τό βάπτισμα δι’ ὕδατος∙ τότε οἱ Ἑβραῖοι ἐσῴθησαν δι’ ὕδατος (θαλάσσης) καί νεφέλης, τώρα ἡμεῖς σῳζόμεθα δι’ ὕδατος καί Ἁγίου Πνεύματος∙ τότε οἱ Ἑβραῖοι ἐσῴθησαν ἀπό τόν Φαραώ, τώρα ἡμεῖς σῳζόμεθα ἀπό τόν διάβολον. Καί εἰς ἀμφοτέρας τάς περιπτώσεις γίνεται το ἴδιον πράγμα, ἡ σωτηρία, ἐνῶ αἱ περιπτώσεις εἶναι διαφορετικαί.
Ἐπίσης, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τήν Τυπολογικήν Ἑρμηνείαν ὡ ἑξῆς: Τό μάννα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καί εἰς τάς δύο περιπτώσεις πραγματεύεται ἡ σωτηρία. Ἄρα, κάθε ἱστορικόν γεγονός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι τύπος τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Οὕτως, ἔχομεν συνδυασμόν μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης. Πολλάκις, αἱ ἑρμηνεῖαι κατά την Τυπολογικήν Μέθοδον φαίνονται ὑπερβολικαί, ἀλλά τοῦτο δέν ἔχει μεγάλην σημασίαν.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ὡς Καθηγητής τῆς Δογματικῆς στήν Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυροῦ Βοστώνης Ἀμερικῆς
Οἱ δύο αὐτές Σύνοδοι (τοῦ 879-880 καί 1341-1368, κυρίως ἡ Σύνοδος τοῦ 1351) στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Οἰκουμενικές Σύνοδοι, γιατί πέραν τοῦ ὅτι ἔχουν ὅλες τίς κανονικές προϋποθέσεις νά χαρακτηρισθοῦν Οἰκουμενικές, συγχρόνως ἀσχολήθηκαν μέ σοβαρά θεολογικά ζητήματα, ἤτοι τό Πρωτεῖον τοῦ Πάπα, τήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ (Filioque) καί τό actus purus. Καί ἡ Σύνοδος τοῦ 879-880 ἀναγνώρισε τήν Σύνοδο τοῦ 787 ὡς Ζ΄ Οἰκουμενική.
Κι ἄν ἀκόμη μερικοί εἶναι διστακτικοί στό νά ἀναγνωρίσουν τίς Συνόδους αὐτές ὡς Οἰκουμενικές, παρά ταῦτα εἶναι ὑποχρεωμένοι νά θεωρήσουν ὅτι εἶναι Τοπικές Μείζονες Σύνοδοι καί, ἑπομένως, οἱ ἀποφάσεις τους εἶναι δεσμευτικές γιά τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἄλλωστε ἀναφέρονται, ὅπως εἴδαμε ἐπανειλημμένως, σέ σοβαρά δογματικά θέματα.
Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τήν διδασκαλία τῶν Συνόδων αὐτῶν, ὅταν μάλιστα ἡ σχολαστική θεολογία, πού εἶναι ἡ βασική θεολογία τῶν Δυτικῶν, κάνη λόγο γιά τό Πρωτεῖον τοῦ Πάπα ὡς δογματικό θέμα καί ὄχι ὡς κανονικό, υἱοθετῆ τήν αἵρεση τῆς ὑπαρκτικῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀποδέχεται τήν αἵρεση τοῦ actus purus, δηλαδή ταυτίζη τήν ἄκτιστη οὐσία μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, καί κατά συνέπεια ὅλα ὅσα γίνονται μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀποτελέσματα κτιστῶν ἐνεργειῶν, πράγμα πού εἶναι σοβαρή πλάνη, ἀφοῦ κανένα κτιστό δέν μπορεῖ νά σώση καί νά θεώση τόν ἄνθρωπο.
(Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Σύνοδος Οὐρανοῦ καί Γῆς»)
Ἡ ἀληθινή κοινωνικότητα εἶναι καρπός καί ἀπόρροια τοῦ ἡσυχασμοῦ. Ὁ ἡσυχασμός δέν εἶναι μιά ἀτομική σωτηρία, δέν εἶναι μιά ἁπλή θρησκευτική ἐκδήλωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀποξενωμένη ἀπό τήν ὑπόλοιπη κοινωνική ζωή, ἀλλά εἶναι ἡ ἀληθινή ὑπόσταση τῆς κοινωνίας. Ἐπανειλημμένα στίς ὁμιλίες του [ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς] ἀναλύει τήν πραγματικότητα ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς σχέσεώς μας μέ τόν Θεό ἔχει τρομερές συνέπειες καί στίς διαπροσωπικές σχέσεις. Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἀπομακρυνθῆ ἀπό τήν καρδιά καί ἀπό τόν Θεό, ἀποθηριοῦται καί ἀναφύονται τά κοινωνικά προβλήματα. Ἡ διάχυση τοῦ νοῦ διά τῶν αἰσθήσεων στό περιβάλλον ὑποδουλώνει τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς στά κτίσματα, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀναπτύσσονται τά πάθη τῆς ἀτιμίας. […]
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεραπευθῆ, ὁδηγεῖται στήν ἀγάπη, πού εἶναι θεολογική καί κοινωνική ἀρετή. Αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι στήν πραγματικότητα ἔκφραση τῆς κοινωνίας καί ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, πράγμα τό ὁποῖο ἔχει σάν συνέπεια τήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεών του καί μέ τούς συνανθρώπους του. Γι’ αὐτό, ἐπαναλαμβάνουμε, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πλέον θεολογική, ἀλλά καί ἡ πλέον κοινωνική ἀρετή. Στίς ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου συναντοῦμε πολλά χωρία πού μιλοῦν γιά τήν ἀληθινή ἀγάπη.
Ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Ἐκκλησία μέ ὅλη τήν μυστηριακή καί ἀσκητική ζωή, ἀγωνίζεται νά μεταβάλη τήν ἰδιοτελῆ ἀγάπη σέ ἀνιδιοτελῆ. Ὁ φίλαυτος καί ἰδιοτελής ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ ἀληθινά, ἐνῶ ὁ ἀνιδιοτελής, ὁ φιλόθεος καί φιλάνθρωπος εἶναι γνήσιος στήν ἔκφραση τῆς ἀγάπης του.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς Ἁγιορείτης
...Ὅλοι οἱ Χριστιανοί, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, μποροῦν νά φθάσουν στήν ἡσυχία καί δι' αὐτῆς στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Καί στό σημεῖο αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶναι ἐκφραστικοί. Ὁ ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός γράφει: «Πάντες οἱ ἄνθρωποι χρῄζομεν τῆς τοιαύτης σχολῆς, εἴτε ἐκ μέρους εἴτε ὁλοκλήρως, καί ἐκτός ταύτης ἀδύνατον εἰς γνῶσιν πνευματικήν καί ταπεινοφροσύνην ἐλθεῖν τινα». Σέ αὐτήν τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου Πέτρου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἶναι ἀνάγκη νά ὑπογραμμισθῆ τό «πάντες οἱ ἄνθρωποι χρῄζομεν τῆς τοιαύτης σχολῆς». Ἄν αὐτό πρέπει νά συμβαίνη μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πολύ περισσότερο μέ τούς μοναχούς. Δυστυχῶς, μερικοί σύγχρονοι παραθεωροῦν τήν ἱερή ἡσυχία σάν μέθοδο γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, εἶναι ἡ μόνη ἀπλανής μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Μερικοί ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ ἡσυχία, ὅπως ἀναπτύσσεται ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων συνιστᾶ μιά ἀδράνεια, δέν εἶναι δράση. Ὅμως, στήν πραγματικότητα τό ἀντίθετο συμβαίνει. Ἡ ἡσυχία εἶναι ἡ μεγαλύτερη δράση μέσα τήν ἀφάνεια καί σιωπή. Ὁ ἄνθρωπος σχολάζει καί σιωπᾶ γιά νά ὁμιλήση μέ τόν Θεό, γιά νά ἀφήση τόν ἑαυτό του ἐλεύθερο καί νά δεχθῆ τόν Ἴδιο τόν Θεό. Καί ἄν σκεφθοῦμε ὅτι τά μεγαλύτερα προβλήματα πού βασανίζουν τούς ἀνθρώπους εἶναι τά ψυχικά καί ἐσωτερικά, κι ἄν ἀναλογισθοῦμε ὅτι οἱ περισσότερες ἀσθένειες –ψυχολογικές καί σωματικές– προέρχονται ἀπό τήν ἐπίδραση τῶν κακῶν λογισμῶν, δηλαδή ἀπό τήν ἀκαθαρσία τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, τότε ἀντιλαμβανόμαστε τήν μεγάλη ἀξία τῆς νοερᾶς ἡσυχίας. Ἑπομένως, ἡ ἱερή ἡσυχία δημιουργεῖ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά νά ἀγαπήση ὁ ἄνθρωπος ἀπαθῶς τούς ἀδελφούς του, νά ἀποκτήση ἀνιδιοτελῆ καί ἀπαθῆ ἀγάπη. «Ἀγαπᾷ ἡσυχίαν ὁ μή πάσχων πρός τά τοῦ κόσμου· καί ἀγαπᾷ πάντας ἀνθρώπους, ἡ μηδέν ἀγαπῶν ἀνθρώπινον», κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή.
Ἑπομένως, ἡ ἡσυχαστική ζωή εἶναι ζωή ἐντόνου δράσεως, πραγματικῆς καί ἀγαθῆς.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία»).
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθάνεται αὐτὴν τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ στὴν φύση, τὴν ἱστορία καὶ σὲ ὅλη τὴν προσωπικὴ ζωή του. Αὐτὴ ἡ αἴσθηση εἶναι ἔκφραση τῆς ὑπαρχούσης στὸν ἄνθρωπο πνευματικῆς ὑγείας. Γιατί μόνον ὁ ὑγιὴς μπορεῖ νὰ διακρίνη τὴν ὑπάρχουσα σὲ ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ ἄκτιστη Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Συνήθως, ὅταν ἔχουμε διάφορες δοκιμασίες στὴν ζωή, νομίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἐγκατέλειψε, ὅτι δὲν φροντίζει γιὰ μᾶς, δὲν προνοεῖ γιὰ τὴν ζωή μας καὶ τὴν σωτηρία μας. Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό. Γιατί καὶ τότε, στοὺς μεγάλους πειρασμούς, ὁ Θεὸς διευθύνει τὴν ζωή μας μὲ τὴν ἄκτιστη Πρόνοιά Του.
Κατὰ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ὁ μοναχὸς καὶ γενικὰ ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ προετοιμάζεται κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε ὅταν εὑρεθῇ σὲ πειρασμοὺς νὰ μὴ ξενίζεται οὔτε νὰ ταράσσεται, "πιστεύων ὅτι οὐδὲν ἄνευ τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ γίνεται". Γιατί, ὅπου ὑπάρχει Πρόνοια τοῦ Θεοῦ "καλὸν ἐστι καὶ εἰς ὠφέλειαν ψυχῆς τὸ γινόμενον", ἀφοῦ ὁ Θεὸς κάνει τὰ πάντα γιὰ τὸ δικό μας συμφέρον "καὶ ἀγαπῶν ἡμᾶς καὶ φειδόμενος ἡμῶν".
Μόνον ἂν ὁ Θεὸς ἐπιτρέψη, μπορεῖ νὰ συμβῇ κάτι κακὸ στὸν ἄνθρωπο. Ὅσοι δὲ ἐγκαταλείπουν τελείως τὸν ἑαυτό τους στὸν Θεὸ αἰσθάνονται ὅτι ὁ Θεὸς δείχνει περισσότερο ἐνδιαφέρον καὶ στοργή. Γι' αὐτὸ λέγει ὁ ὅσιος Ἰσαάκ: "ὁ ἀεὶ κοιταζόμενος ἐν φροντίδι τοῦ Θεοῦ, τοῦτον ταμειοῦχον ἐκτήσατο. Καὶ ὁ ἐπιθυμῶν αὐτοῦ τὰ θελήματα, τοὺς ἐπουρανίους ἀγγέλους ἕξει ὁδηγούς".
Ταμειοῦχος τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ πιστὸς ἄνθρωπος ἔχει συναντιλήπτορα τὸν Θεὸ στὴν ζωή του. Αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ: "Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν" (Μάτθ. στ`, 33).
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, "Ἡ Ἰατρικὴ ἐν Πνεύματι Ἐπιστήμη")
...Θὰ ἤθελα νὰ ὑπογραμμίσω τέσσερεις μεγάλες κατηγορίες θεμάτων, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γίνωνται ἀντικείμενο συζητήσεων στὶς Συνόδους τῆς Ἱεραρχίας.
1. Εἶναι τὰ λεγόμενα δογματικὰ θέματα. Καὶ εἶναι γνωστὸν ὅτι τὰ δόγματα δὲν εἶναι μεταφυσικὰ σχήματα, ἀλλὰ τὰ ὅρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τὰ πλαίσια τῆς θεραπείας ἡ τῆς ἀσθενείας τῶν ἀνθρώπων. Νομίζω ὅτι στὴν ἐποχή μας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Χριστολογικό, ἀναγκαία εἶναι ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ ζητήματος. Πρόκειται γιὰ τὴν ὁριοθέτηση τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὶς παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, γιὰ τοὺς Διαλόγους μὲ τὶς ἄλλες Ὁμολογίες καὶ Θρησκεῖες. Σημερα γίνονται πολλοὶ Διάλογοι τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, μὲ ἄλλες Ὁμολογίες καὶ ἄλλες Θρησκεῖες. Εἶναι δυνατὸν ἡ Ἱεραρχία νὰ μὴν ἐνημερώνεται, οἱ Ἱεράρχες νὰ μὴν ἐκφράζουν τὶς ἀπόψεις τους καὶ νὰ μὴ καθορίζουν τὴν στάση τους ἀπέναντι σὲ αὐτές; Καθὼς ἐπίσης εἶναι δυνατὸν ὁ λαὸς νὰ παραμένη στὴν ἄγνοια, νὰ μὴν ἐνημερώνεται ἐπαρκῶς;
2. Ὁ καθορισμὸς καὶ ἡ ἐνεργοποίηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ συνοδικὸ σύστημα, ἐννοοῦμε τὸ ἱεραρχικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει τὸν συντονισμὸ καὶ τὴν συνεργασία ὅλων τῶν χαρισμάτων, σὲ ἐπίπεδο Ἱεραρχίας, Μητροπόλεων καὶ Ἱερῶν Ναῶν, ἔξω ἀπὸ κληρικαλισμούς, λαϊκοκρατίες καὶ λαϊκισμούς.
3. Ἡ ἐπικράτηση τῆς κανονικῆς εὐταξίας. Πρέπει νὰ ἐξετάζωνται ἐπισταμένως τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῶν ἱερῶν Κανόνων, καὶ νὰ ἑρμηνεύωνται οἱ ἱεροὶ Κανόνες μέσα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.
4. Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν συγχρόνων ποιμαντικῶν προβλημάτων, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὶς ἡλικίες τῶν ἀνθρώπων, τοὺς διαφόρους τρόπους ζωῆς, τὰ σύγχρονα ἐπαγγέλματα, καὶ τὴν σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη κοινωνία.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἐνιαύσιον 1998)
«Ἰησοῦς, ὁ ζωῆς ἀρχηγὸς λῦσαι τὸ κατάκριμα ἥκει
Ἀδὰμ τοῦ πρωτοπλάστου, καθαρσίων δὲ ὡς Θεὸς μὴ δεόμενος,
τῷ πεσόντι καθαίρεται ἐν τῷ Ἰὀρδάνη,
ἐν ᾧ τὴν ἔχθραν κτείνας, ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν εἰρήνην χαρίζεται».
Χρόνια πολλά. Σωτήριον τὸ νέον ἔτος 2008.
Τὸ γεγονὸς τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο λέγεται Θεοφάνεια καὶ Ἐπιφάνεια. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία τὴν ἴδια ἡμέρα (6 Ἰανουαρίου) ἑόρταζαν μαζὶ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων καὶ τὴν ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων. Κατὰ τὸν τέταρτο αἰῶνα χωρίσθηκαν οἱ ἑορτές, ὁπότε τὰ Χριστούγεννα μεταφέρθηκαν στὶς 25 Δεκεμβρίου, τὴν ἡμέρα ποὺ οἱ Ἐθνικοὶ ἑόρταζαν τὸν θεὸ Ἥλιο καὶ οἱ Χριστιανοὶ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ἐπίσης λέγεται καὶ ἡμέρα τῶν Φώτων, ὅπως τὴν χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, λόγῳ τοῦ βαπτίσματος, τοῦ φωτισμοῦ τῶν κατηχουμένων καὶ λόγῳ τῆς φωταψίας.
Ἡ λέξη Θεοφάνεια προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ χωρίο «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσι, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α Τίμ. γ , 16) καὶ ἔχει περισσότερο σχέση μὲ τὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ λέξη Ἐπιφάνεια προέρχεται ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ χωρίο «ἐπεφάνη ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις...» (Τίτ. β , 11) καὶ ἀναφέρεται περισσότερο στὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, γιατί τότε οἱ ἄνθρωποι γνώρισαν τὴν Χάρη τῆς θεότητος.
Γεγονὸς πάντως εἶναι ὅτι τὴν ἡμέρα τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐμφάνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἔχουμε τὴν ἐπίσημη ὁμολογία ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ «εἰς τῆς Τριάδος», ὁ Ὁποῖος ἐνηνθρώπησε γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Δεσποτικὲς Ἑορτές)