Skip to main content

Ἡ Γονιμοποίηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ

Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν μπορεῖ νά θεωρηθῆ μιά δημιουργική ἐξέλιξη τοῦ ἑλληνισμοῦ, μιά ἔκφραση τοῦ ἐκχριστιανισμένου Ἑλληνισμοῦ, ἀφοῦ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες προσέλαβαν ὅλα τά θετικά στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τά ὁποῖα συνάντησαν καί τόν ἀνέβασαν σέ μεγάλο ὕψος. Ὅπως ὁ Ἑλληνισμός γονιμοποίησε τά στοιχεῖα τοῦ παρελθόντος, ἔτσι καί ὁ Χριστιανισμός γονιμοποίησε τά στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ …

Θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ σέ ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή τήν περίπτωση τοῦ Ἡρακλείτου ..

Ὁ λόγος τοῦ Ἡρακλείτου, πού εἶναι ὁ συμπαντικός νόμος τοῦ κόσμου, ὑπενθυμίζει τόν Λόγο - Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὅμως εἶναι πρόσωπο καί διά τοῦ Ὁποίου δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, ἀφοῦ «τῷ λόγῳ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν».

Τό γίγνεσθαι τοῦ Ἡρακλείτου ὑπενθυμίζει τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ σέ ὅλη τήν κτίση, ἀφοῦ κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Ἰω. ε΄, 17) καί μέσα σέ ὅλη τήν κτίση ὑπάρχουν «οἱ λόγοι τῶν ὄντων», δηλαδή οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Παρά τό διαρκές γίγνεσθαι, ὑπάρχει ἑνότητα, ἀφοῦ οἱ λόγοι τῶν ὄντων δημιουργοῦν μιά ἰσορροπία. Καί γι' αὐτό πατήρ τῶν πάντων δέν εἶναι ὁ πόλεμος, ἀλλά ὁ Θεός τῆς εἰρήνης.

Τό ἀείζωον πῦρ τοῦ Ἡρακλείτου ὑπενθυμίζει τό πῦρ τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τόν Λόγο – Χριστό καί ἐνεργεῖ τά χαρίσματα καί βεβαίως συγκροτεῖ ὅλον τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό χωρίο τοῦ Ἡρακλείτου «ἀλλ' ἦν ἀεί καί ἔστιν καί ἔσται πῦρ ἀείζωον» χρησιμοποιήθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο καί τήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά δηλωθῆ τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο «ἦν μέν ἀεί, καί ἔστι καί ἔσται οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον».

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί ἡ ταυτότητατοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁμιλία στό Πανεπιστήμιο Πατρῶν

 

Ἡ διαθήκη τοῦ Ἁγίου Καλλινίκου

1. Ὅταν μέ καλέσῃ ὁ Κύριος ἐπιθυμῶ νά ταφῶ εἰς Ἔδεσσαν ὄπισθεν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Κοιμητηρίου, ἄν ὑπάρχῃ θέσις. Ἄν δέν ὑπάρχῃ θέσις, εἰς οἱονδήποτε ἄλλο μέρος τοῦ Κοιμητηρίου μή ἐμφανές. Φέρετρον νά χρησιμοποιηθῇ ἁπλοῦν καί ταπεινόν. Ἁπλοῦς καί ἀπέριττος νά εἶναι καί ὁ τάφος μου καί ἐπ᾿ αὐτοῦ νά γραφῇ τό ρητόν: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Νά ταφῶ μέ τό ἁπλοῦν ὑφαντόν κίτρινον ἐπιτραχήλιον καί ὠμοφόριον, κατασκευῆς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καλογραιῶν Καλαμῶν. Οὐδείς στέφανος νά κατατεθῇ. Λόγοι ἐπικήδειοι ἤ νά μή ἐκφωνηθοῦν διόλου ἤ νά εἶναι λίαν περιωρισμένοι.

2. Ἀκίνητον περιουσίαν δέν ἔχω. Χρήματα δέν ἔχω. Ἄν εὑρεθοῦν ὀλίγα χιλιόδραχμα νά κατατεθοῦν εἰς τό Γενικόν Φιλόπτωχον Ταμεῖον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. […]

Αἰτοῦμαι συγγνώμην παρά πάντων ὅσους τυχόν ἐπίκρανα καθ᾿ ὅλον τόν βίον μου καί συγχωρῶ καί ἐγώ ἀπό καρδίας πάντας τούς καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον λυπήσαντάς με. Ἐκφράζω τήν βαθυτάτην εὐγνωμοσύνην μου πρός τούς συνεργάτας μου καί τούς κατά σάρκα καί πνεῦμα ἀδελφούς μου διά πᾶν ὅ,τι προσέφερον εἰς τήν ταπεινότητά μου. […]

Τέλος, ἐκφράζω ἐκ τῶν μυχίων τῆς καρδίας μου τήν ἄπειρον εὐγνωμοσύνην μου πρός τόν ἐν Τριάδι Θεόν ἡμῶν, διότι εἶμαι Ὀρθόδοξος Χριστιανός ἐκ γονέων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καί διότι μέ ἐτίμησε διά τῆς ὑψίστης τιμῆς τῆς ἀρχιερατικῆς Χάριτος καί ἀνέθεσεν εἰς τήν ἐλαχιστότητά μου τήν διαποίμανσιν λαοῦ ἐκλεκτοῦ καί εὐσεβοῦς. Παρακαλῶ καί ἱκετεύω τούς συνεπισκόπους μου νά στείλουν ἐκεῖ εἰς διαδοχήν μου ἄνδρα «πλήρη πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου», ὥστε νά διορθώση οὗτος τά εἰς ἐμέ ἐλλείποντα, καταστήσῃ δέ τήν Ἐπισκοπήν τμῆμα τοῦ Παραδείσου. Ἀμήν.

Τό ἔλεος τοῦ Κυρίου ἄς μέ συνοδεύῃ κατά τήν ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου ἐκδημίαν μου.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Καλλίνικος Μητροπολίτης Ἐδέσσης μιά "ὁσία μορφή"

Ἡ διάσπαση τῆς Ρωμηοσύνης

Οἱ Φράγκοι πού ἤθελαν νά διασπάσουν τήν Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, μᾶς ἀποκάλεσαν ἀπό Ρωμαίους Γραικούς τόν 8ο αἰώνα καί ἀργότερα τόν 19ο αἰώνα διέσπασαν τά Βαλκάνια γιά τήν μή ἐπανασύσταση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (Βυζάντιο)…

Ἀπό ὅλες τίς ἱστορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε ὅτι ἡ Κύπρος, ἡ Ἑλλάδα, ἡ Ἤπειρος, ἡ Θράκη, ὁλόκληρη ἡ Μακεδονία ἦταν Ἐπαρχίες (Θέματα) τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά εἶχαν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀνῆκαν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, εἶχαν Ἑλληνική παράδοση καί πολιτισμό καί οἱ κάτοικοί τους ἦταν δίγλωσσοι.

Οἱ Τοῦρκοι μέχρι τόν 19ο αἰώνα ὀνόμαζαν Ρούμελη ὁλόκληρη τήν Μακεδονία, τήν Ἤπειρο, ὅλες τίς ἐκτάσεις ἀπό τό Βελιγράδι ὡς τήν Πελοπόννησο, δηλαδή ὅλο τό Εὐρωπαϊκό μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἑπομένως, μέχρι τόν 19ο αἰώνα ἐπικράτησε ἡ Ρωμηοσύνη μέ τήν ἑνιαία πίστη, τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοση (μουσική, ἁγιογραφία κλπ.), παρά τίς γλωσσικές διαφορές.

Ἐπειδή ὑπηρέτησα στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας καί διάβασα ὅλους τούς Κώδικες μέ τά Πρακτικά τῆς Δημογεροντίας τῶν Βοδενῶν, πού διασώζονται στό παλαιό Ἀρχεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, βρῆκα ὅτι στήν Μητρόπολη Βοδενῶν (Ἐδέσσης) μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση καί τήν Ἑλληνική αὐτοσυνειδησία της ὑπαγόταν καί ἡ Γευγελῆ, καί μάλιστα ὁ τότε Μητροπολίτης, κατά τήν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας, ἄφησε τήν ἕδρα του καί πῆγε νά ἑορτάση τό Πάσχα ἐκεῖ, προφανῶς γιατί ὑπῆρχε ἀνάγκη.

Ἐπίσης, διάβαζα γιά τήν ἡρωική δράση καί στάση τῶν Ἐπισκόπων, τῶν Δημογερόντων καί τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς νά ἀνήκουν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί ἀντιδροῦσαν μέ ὅλες τίς δυνάμεις τους σέ ὅλες τίς ἐθνικιστικές προπαγάνδες.

Ἡ διάσπαση τῆς Ρωμηοσύνης τῶν Βαλκανίων σέ Κράτη καί τῆς Μακεδονίας ἔγινε τόν 19ο καί 20ό αἰώνα κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ δυτικοῦ διαφωτισμοῦ καί τῆς πολιτικῆς τῶν δυτικῶν δυνάμεων, τῆς Ρωσίας καί τῆς Σερβίας, καί ἀντέδρασε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, μέ τήν Σύνοδο τοῦ 1872, πού ἀποφάσισε ἐναντίον τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Μακεδονικό» ἤ «Σκοπιανό» ζήτημα;

Ἡ Διοικητική διάρθρωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς

Ἡ ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ σέ ὅλη τήν τότε Οἰκουμένη, καθώς ἐπίσης καί ἡ ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν ρωμαϊκή ἐξουσία, συνετέλεσε στό νά μεταβληθῆ ἡ διοικητική διάρθρωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, χωρίς βέβαια νά χάση τόν μυστηριακό καί χαρισματικό της χαρακτήρα, προσλαμβάνοντας τήν διοικητική διάρθρωση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ἔτσι, «οἱ Ἐπίσκοποι, πού βρίσκονταν μέσα στίς ἴδιες πολιτικές ἐπαρχίες γιά νά ἀντιμετωπίσουν προβλήματα κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, σχημάτιζαν εὐρύτερες ἐκκλησιαστικές ἑνότητες, τίς Μητροπόλεις. Ἐπικεφαλῆς στίς Μητροπόλεις ἦταν οἱ Ἐπίσκοποι πού βρίσκονταν στίς πρωτεύουσες τῶν Ἐπαρχιῶν καί ὀνομάστηκαν Μητροπολίτες. Γιά τόν ἴδιο λόγο καί οἱ Μητροπολίτες πού βρίσκονταν σέ ἑνιαῖες γεωγραφικές ἤ διοικητικές ἑνότητες σχημάτιζαν τά Πατριαρχεῖα ἤ τίς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες μέ ἐπικεφαλῆς τούς Μητροπολίτες τῶν μεγαλυτέρων ἤ σημαντικοτέρων πόλεων πού ὀνομάστηκαν ἀντίστοιχα Πατριάρχες ἤ Ἀρχιεπίσκοποι».

Φαίνεται, λοιπόν, ἀπό αὐτήν τήν ἀνάλυση ὅτι στήν ἀρχική της μορφή ἡ Ἐκκλησία ἦταν συνδεδεμένη μέ τήν θεία Εὐχαριστία, πού ἦταν ἡ βάση της καί βέβαια ὑπῆρχε μιά χαρισματική διάρθρωση κατά τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Καί οὕς μέν ἔθετο ὁ Θεός ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» (Α', Κορ. ιβ', 28).

Αὐτό σημαίνει ὅτι, προηγοῦνται οἱ Ἀπόστολοι, ἀκολουθοῦν οἱ Προφῆτες, οἱ διδάσκαλοι, ὕστερα οἱ χαρισματοῦχοι, οἱ κυβερνήσεις καί τά χαρίσματα γλωσσολαλιᾶς. Ὅμως μετά τήν ἀπομάκρυνση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ Ἐπίσκοποι προηγήθηκαν τῶν Προφητῶν καί αὐτοί παρέμειναν εἰς τύπον καί τόπον τοῦ Χριστοῦ, διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἀκριβῶς γιατί αὐτοί τελοῦσαν τήν θεία Εὐχαριστία, πού ἦταν τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.  Στήν συνέχεια ἀναπτύχθηκε τό Μητροπολιτικό σύστημα, πού εἶχε ὡς «Πρῶτον» τόν Ἐπίσκοπο τῆς ἕδρας τῆς πολιτικῆς διοικήσεως μιᾶς ἐπαρχίας, ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε Μητροπολίτης, καί ἀργότερα ἀναπτύχθηκε τό Πατριαρχικό σύστημα, ὅταν ὁ Μητροπολίτης μιᾶς μεγάλης πόλεως ὀνομάστηκε Πατριάρχης καί ἦταν ὁ «Πρῶτος» τῶν Μητροπολιτῶν τῆς ἐπαρχίας ἐκείνης.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος»

Ἡ εἰρήνη

Τελειώνοντας δέ αὐτόν τόν σύντομο ἐνθρονιστήριο λόγο αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά ἐπαναλάβω τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Πόθεν οὖν ἄρξομαι καταρτίζειν ὑμᾶς ἀδελφοί;... Τί πρῶτον εἴπω ἤ τί μέγιστον; Τί μάλιστα συμφέρον ταῖς ὑμετέραις ψυχαῖς, ἤ τί τῷ παρόντι καιρῷ χρησιμότατον;... τί τοῦ ἡμετέρου λόγου τό κάλλιστον; Ἡ εἰρήνη. Προσθήσω δ’ ὅτι καί τό λυσιτελέστερον. Τί δέ τό αἴσχιστόν τε καί βλαβερώτατον; Ἡ διχόνοια».

 Ζητῶ βοήθεια ἀπό τόν Τριαδικό Θεό γιά τό μεγάλο αὐτό ἔργο τῆς εἰρήνης. Ζητῶ τίς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων, ἰδιαιτέρως τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου, τοῦ ἱεροῦ Πολυκάρπου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις, τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ ὁσίου Δαυΐδ τοῦ Γέροντος.

«Ὁ δέ Θεός τῆς εἰρήνης, ὁ καταλλάξας ἡμᾶς ἑαυτῷ διά τοῦ σταυροῦ, διά τῆς ἁμαρτίας πολεμωθέντας... ὁ καί τά μεγάλα ποίμνια καταρτίζων, καί τά μικρά μεγαλύνων διά τῆς χάριτος, αὐτός, κατά τό πλῆθος τῆς ἑαυτοῦ χρηστότητος, ἡμᾶς μέν παρακαλέσαι παρακλήσει πολλῇ, καί εἰς τά ἔμπροσθεν ἄγοι συμποιμαίνων καί διασώζων τό ποίμνιον• ὑμᾶς δέ καταρτίσειεν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν... καί τῆς ἐκεῖθεν τρυφῆς καταξιώσειεν, ἔνθα πάντων εὐφραινομένων ἡ κατοικία...» (Γρηγόριος Θεολόγος).

«Εἰρήνη τοῖς ἀδελφοῖς καί ἀγάπη μετά πίστεως ἀπό Θεοῦ πατρός καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ χάρις μετά πάντων τῶν ἀγαπώντων τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν ἀφθαρσίᾳ• ἀμήν» (Ἐφεσ. στ΄, 23-24).

Ἐνθρονιστήριος Λόγος τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ Ἐκκλησία στὴν ἐποχή μας

Διακατέχομαι ἀπὸ μιὰ αἰσιοδοξία ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ μέλλοντος, ἀκριβῶς ἐπειδὴ θὰ δεχθῇ πολλὲς προκλήσεις, ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικές, θὰ ἀποβάλη τὴν ἐκκοσμίκευση, οὐσιαστικὰ οἱ ἐκκοσμικευμένοι Χριστιανοὶ θὰ ἀποδεσμευθοῦν ἀπ' αὐτή. Περισσότερο θὰ ζῆ τὴν ἀποφατικότητα. Δηλαδή, ἀντὶ νὰ στηρίζεται πάνω σὲ ἐξωτερικὰ στηρίγματα, θὰ ζῆ μέσα σὲ σιωπή, πτωχεία καὶ ἀφάνεια τὸ μυστήριο τῆς κραυγῆς τοῦ Θεοῦ. Μερικὲς κοινότητες τοῦ ἐξωτερικοῦ μᾶς δείχνουν περίπου πὼς θὰ εἶναι οἱ Ἐνορίες καὶ στὸν δικό μας χῶρο. Βέβαια, αὐτὴ ἡ ἀλλοτρίωση τῶν περισσοτέρων μελῶν της καὶ ἡ ἀποξένωσή τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία θὰ γίνη σιγά-σιγά, γιατί ὑπάρχουν ἀκόμη πολλὰ στηρίγματα καὶ βαθειὰ πολιτιστικὴ παράδοση. Ἀλλὰ τελικὰ οἱ τοπικὲς Ἐκκλησίες περισσότερο θὰ ζήσουν τὴν ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν Θεό, παρὰ ἀπὸ ἀνθρώπινες ἐξουσίες καὶ ἐξαρτήσεις. Τότε ἴσως θὰ βροῦν τὸν ἀληθινὸ τους ἑαυτό.

Ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ ἐπιδιώκη τὴν ἀπομόνωση, τὸ νὰ κλείνεται σὲ μερικὲς μικρὲς ὁμάδες καὶ κοινότητες. Κάτι τέτοιο θὰ συνιστοῦσε μιὰ εὐσεβιστικὴ νοοτροπία, τὴν ὁποία ποτὲ δὲν εἶχε ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀποβλέπη πάντα στὴν μεταμόρφωση τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, καὶ θὰ ἐπιδιώκη τὴν ἀλλαγὴ καὶ ἐκκλησιοποίηση τοῦ κόσμου. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ἐξυπηρετῆ ἁπλῶς τὸν κόσμο, ἀλλὰ ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιὰ νὰ γίνη Ἐκκλησία.

Ἡ προετοιμασία μας γιὰ τὶς νέες καταρρεύσεις καὶ ἀπογοητεύσεις, γιὰ τὰ νέα κοινωνικὰ δεδομένα πρέπει νὰ γίνη μέσα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας, ὅπως διατηρεῖται μέχρι σήμερα ζωντανή, δηλαδὴ νὰ ζοῦμε τὸν πυρῆνα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη μὲ ψυχραιμία καὶ σοβαρότητα. Ἄλλωστε, αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς εἶναι ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ προσφέρουμε στὸν δυτικὸ ἄνθρωπο, ἀφ' ἑνὸς μὲν γιατί αὐτὸν ἀναζητᾶ, ἀφ' ἑτέρου δὲ γιατί αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς θὰ διαφυλάξη καὶ μᾶς γιὰ νὰ μὴν ἀλλοτριωθοῦμε.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Γέννημα καὶ θρέμμα Ρωμηοί).

Ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία

Ἡ πραγματική περιουσία τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι ἀναλλοίωτη ἀπό τήν φθορά τοῦ χρόνου εἶναι ἡ θεολογία καί ἡ ἐκκλησιολογία της. Ἡ Ἐκκλησία βιώνει συμπυκνωμένα ἕναν θεολογικό καί πολιτισμικό πλοῦτο τοὐλάχιστον δύο χιλιάδων ἐτῶν. Ἄν δέ ὑπολογίση κανείς ὅτι ἔχει ἀξιοποιήσει καί πολιτισμικά ἀγαθά προγενέστερων ἐποχῶν, τότε καταλαβαίνει τήν ἀξία του. (…)

Τό διοικητικό σύστημα τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως σέ διάφορα ἐπίπεδα πού θυμίζει τό ἀρχαῖο ἑλληνικό σύστημα τῶν Πόλεων καί τῶν Ἀμφικτυονιῶν εἶναι ἕνας ἀστείρευτος πλοῦτος πού διατηρεῖται ἀκόμη ζωντανός καί μπορεῖ νά κρίνη θετικά τα διάφορα ἡγεμονικά, ἀνατολικά, φεουδαλιστικά συστήματα τά ὁποῖα συναντᾶμε στήν σύγχρονη κοινωνική καί πολιτική ζωή. Οἱ Ἐνορίες μέ ὅλο τό ἐθελοντικό προσωπικό πού διαθέτουν εἶναι ζωντανοί πυρῆνες ζωῆς πού ἔρχονται ἀπό τό βάθος τοῦ χρόνου καί συγκροτοῦν τίς πραγματικές κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων.

Ὅλη ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνας διαχρονικός πλοῦτος.(…)

Μεγάλη ἐκκλησιαστική περιουσία εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων πού περιβάλλουν καί ἐμπιστεύονται τήν Ἐκκλησία. Στήν Ἐκκλησία ἀνοίγει κανείς τά «ἐσώψυχά» του, τίς ἐσωτερικές ἀποτυχίες καί πληγές του, τίς ἀνασφάλειες καί ἀβεβαιότητές του, τόν ὑπαρξιακό πόνο καί τήν ἐσωτερική ἀγωνία του.

Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς μεγάλο θησαυρό ὄχι τήν εὔνοια τῶν ἰσχυρῶν της γῆς, ἀλλά τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀνημπόρια τους. Οἱ πονεμένοι ἄνθρωποι εἶναι τά πιό ἀκριβά ἱερά σκεύη τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅπου ὑπάρχουν Κληρικοί εὐαίσθητοι μποροῦν νά ἐργασθοῦν ἀποδοτικά στόν τομέα αὐτό καί θυσιάζουν τά πάντα.

(Μητροπολίτου Ἱεροθέου: «Ἐνιαύσιον 2009»)

Ἡ ἔλλαμψη καὶ ἡ κατανόηση τῶν εὐαγγελικῶν κειμένων

... Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος προηγεῖται μιὰ εὐχὴ μὲ τὴν ὁποῖα παρακαλεῖται ὁ Θεὸς νὰ ἀποκαλύψη τοὺς λόγους τοῦ Εὐαγγελίου στὴν καρδιά μας.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ κατανόηση τῶν Εὐαγγελικῶν κειμένων δὲν εἶναι θέμα διανοητικῆς ἐπεξεργασίας, οὔτε ἀποτέλεσμα ἐγκεφαλικῶν, φιλολογικῶν καὶ θεολογικῶν γνώσεων, ἀλλὰ ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος. Οἱ δύο μαθητές, ποὺ πορεύονταν πρὸς Ἐμμαούς, αἰσθάνονταν τὴν καρδιά τους νὰ καίγεται ὅταν τοὺς μιλοῦσε ὁ Χριστὸς καί, βεβαίως, γνώρισαν τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν κλάση τοῦ ἄρτου (βλ. Λουκᾶ κδ', 13-35). Σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς λέγει: «τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφὰς» (Λούυκᾶ κδ', 45). Στὴν κατανόηση τῶν Γραφῶν πρωτεύοντα λόγο ἔχει ἡ καρδιά, μὲ ὅλη τὴν βιβλικοπατερική της ἔννοια.

Στὴν εὐχὴ πρὸ τοῦ Εὐαγγελίου... γίνεται λόγος γιὰ καρδιά, ποὺ εἶναι τὸ κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἐννοεῖται ἡ «βαθεῖα καρδία», γίνεται λόγος ἀκόμη γιὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας, ποὺ εἶναι ὁ νοῦς, καὶ οἱ ὁποῖοι εἶναι κλειστοὶ καὶ πρέπει νὰ ἀνοίξουν καὶ γιὰ τὸ ἀκήρατο φῶς τῆς θεογνωσίας ποὺ πρέπει νὰ ἀποστείλη ὁ Θεὸς στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἐπίσης, μὲ τὴν εὐχὴ αὐτὴ προσευχόμαστε στὸν Θεὸ νὰ θέση μέσα μας τὸν φόβο «τῶν μακαρίων ἐντολῶν»... Δὲν ἀρκεῖ μόνον ἡ ἔλευση τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ γιὰ τὴν κατανόηση τῶν λόγων τῶν ἀποστολικῶν καὶ εὐαγγελικῶν κειμένων, ἀλλὰ καὶ ἡ ἔλευση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ποὺ θὰ αὐξήση τὸν φόβο πρὸς τὶς ἐντολές...

Ἀπευθύνεται αὐτὴ ἡ δέηση πρὸς τὸν Χριστό, γιατί Αὐτὸς εἶναι «ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν».

(Ναυπάκτου Ἰερόθεος, Ἡσυχία καὶ Θεολογία)

Ἡ ἔμπνευση

Ὁ Χριστιανός πρέπει νά ὁμοιάζη μέ τόν καλλιτέχνη, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὡς ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωση Θεοῦ καί ὡς Χριστιανός εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστιανός συνεχῶς πρέπει νά ἔχη κατά νοῦ τόν σκοπό τῆς δημιουργίας του καί νά ἀγωνίζεται νά τηρῆ τό Εὐαγγέλιο, διότι στήν προσπάθειά του νά τηρῆ τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, μεταμορφώνεται πνευματικά. Τό «πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου» ἀναφέρεται στήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, γι᾿ αὐτό τό «πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου» πρέπει νά γίνη νόημα τῆς ζωῆς του.

Ὁμιλώντας γιά ἔμπνευση δέν τήν περικλείω σέ μιά ἀνθρωποκεντρική προσπάθεια πού ἀποβλέπει σέ μιά ἠθικοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά εἶναι μιά κατάσταση πού ἐνεργεῖται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος πού ἐνεργεῖ, Αὐτός εἶναι «ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν ὑπέρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλ. β`, 13), ἀλλά ὁ ἄνθρωπος συνεργεῖ στήν ἀγάπη αὐτή τοῦ Θεοῦ.

Λέγει ὁ Γέροντας: «Τό σημαντικότερο τώρα εἶναι νά ἐμπνέει ὁ Θεός τόν ἀγώνα σας γιά τήν σωτηρία. Ὅταν δίνεται ἡ ἔμπνευση, ὅλη ἡ ζωή γεμίζει μέ φῶς καί χαρά. Δέν παρατηροῦμε πιά τίς λεπτομέρειες».

Ἑπομένως, ὁ Θεός προσελκύει τόν ἄνθρωπο σέ μιά νέα ζωή, στέλλει τήν Χάρη Του, πού τόν ἀναγεννᾶ καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκρίνεται σέ αὐτή τήν ἐνέργεια, τότε ὁδεύει πρός τόν ἁγιασμό καί τήν θέωση.

Συνεπῶς, ἡ ἔμπνευση ἀρχίζει μέ τήν ἐνέργεια τῆς θείας Χάριτος, καί συνεχίζεται μέ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου σέ αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παύση νά ἀνταποκρίνεται στήν κλήση τῆς θείας ἀγάπης, τότε χάνει τήν ἔμπνευσή του.

Ναυπἀκτου Ἱεροθἐου: Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής

Ἡ ἑνότητα τῆς Εὐρώπης

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἤδη πρίν τριάντα (30) περίπου χρόνια, τό ἔτος 1975, ἔγραφε:

«Ὡς εἶναι σήμερον ἡ τευτονοποιηθεῖσα Εὐρώπη οὐδέποτε θά ἑνωθῆ διότι κυριαρχεῖται ἀπό τό ρατσιστικόν, φυλετικόν, διασπαστικόν, εὐδαιμονιστικόν καί ἐκμεταλλευτικόν πνεῦμα τῶν Τευτόνων τό ὁποῖον ἀναζητεῖ τήν καθυπόταξιν καί ἐκμετάλλευσιν τῶν λαῶν ὑπό μικρῶν ἰδιοτελῶν ὁμάδων».

Ἔτσι, θεωροῦσε οὐτοπία τήν ἕνωση τῆς Εὐρώπης μέ τέτοιες προϋποθέσεις, ἀλλά θεωροῦσε λιγότερο οὐτοπιστικό νά ἐπιχειρηθῆ ἑνότητα τῆς Εὐρώπης μέ βάση τούς Ρωμαίους προγόνους τῶν σημερινῶν Εὐρωπαϊκῶν λαῶν, στούς ὁποίους ἐπικράτησε τό «ρωμαίϊκον φιλότιμον ὡς θεμέλιον μιᾶς ἀποτευτονοποιηθείσης δυτικῆς Ρωμαιοσύνης», ὁπότε «θά ἀμβλυνθῆ ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ ἐγωκεντρισμός καί ἡ ἰδιοτέλεια τῶν σημερινῶν Εὐρωπαίων». Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὑποστήριζε ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση πρέπει νά γίνη μέ βάση τήν Ρωμηοσύνη πού ὑπῆρχε αἰῶνες στήν Δύση. Ἔγραφε:

«Ἡ παλαιά Φραγκιά δέν ὑπάρχει πλέον. Ἡ ἐν τῇ Δύσει ἀπόγονοι τῶν Ρωμαίων ὄχι μόνον ἀνέτρεψαν τήν ταξική εὐγένειαν καί θεολογίαν τοῦ φεουδαλισμοῦ τῶν κατακτητῶν των, ἀλλά εἶναι ὥριμοι δι’ ἐπάνοδον εἰς τήν Ρωμαιοσύνην τῶν προγόνων των, τήν ὁποίαν οἱ ἐν Ἀνατολῇ Ρωμαῖοι διατηροῦν μέχρι σήμερον μέ τό πλῆθος τῶν πολιτιστικῶν των ἐκδηλώσεων, τό ὁποῖον ὑπῆρχε καί εἰς τήν δυτικήν Ρωμαιοσύνην».

Ἑπομένως, εἶναι οὐτοπία νά κάνη κανείς λόγο γιά πραγματική οἰκονομική καί πολιτική Ἕνωση σήμερα τῆς Εὐρώπης, ἀλλά λιγότερο οὐτοπιστικό εἶναι τό ὅραμα μήπως διά μέσου τῆς κοινῆς ἀρχαίας ρωμαίϊκης πολιτιστικῆς παράδοσης, πού ἀναζητεῖται ἀπό πολλούς Εὐρωπαίους, ἐπιτευχθῆ κάποια πολιτιστική ἑνότητα. Πάντως, ἄν δέν τεθῆ ἡ Ἕνωση τῆς Εὐρώπης σέ πνευματική, πολιτιστική βάση θά καταρρεύση, ἀφοῦ τά οἰκονομικά ἀγαθά, πού στηρίζονται στό συμφέρον καί τήν εὐδαιμονία δέν μποροῦν νά τίθενται ὡς βάση ἑνώσεως.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Θεολογία γεγονότων»)

Ἡ ἐπιστήμη τῆς θεολογίας

Οἱ θεούμενοι ἔχουν προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, βλέπουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, ἐπειδὴ ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς καὶ φανερούμενος παραμένει μυστήριο καὶ ἀπερίγραπτος, γι' αὐτὸ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἀποφατική, ὄχι ὅμως ἀγνωστικιστική. Σὲ αὐτὸ διαφέρει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀπὸ τὶς ἐπιστῆμες.

«Στὶς ἄλλες ἐπιστῆμες, αὐτὸ ποὺ περιγράφεται εἶναι περιγραπτὸ καὶ ὅ,τι μπορεῖ κανεὶς νὰ περιγράψη, εἶναι χρώματα, εἶναι σχήματα, εἶναι μαθηματικὰ σύμβολα κλπ. καὶ μπορεῖς νὰ μιλήσης γι’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ξέρεις ὅτι ὑπάρχει ἐν κινήσει καὶ ἔχει ὄγκο, βάρος, ταχύτητα κλπ. Στὴν θεολογία αὐτὸ ποῦ βλέπει κανεὶς στὴν θέωση, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπερίγραπτο. Δὲν ἔχει καμμιὰ ὁμοιότητα μὲ τίποτα τὸ κτιστό. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ὁμοιότητα ὥστε νὰ μπορῇς μὲ τὸ ὅμοιο νὰ περιγράψης τὸ ὅμοιο. Οὔτε χρῶμα ἔχει οὔτε σχῆμα ἔχει οὔτε μέγεθος οὔτε ὕψος οὔτε βάρος, τίποτα. Δὲν ἔχει τίποτα τὸ κοινὸ μὲ ὄ τιδήποτε τὸ κτιστόν, ὅλα αὐτὰ ποῦ ξέρουμε μὲ τὴν ἐμπειρία μας, μὲ τὴν ἁφή, μὲ τὴν ὄσφρηση, μὲ τὰ μάτια μας, μὲ τὴν λογική μας, μὲ τὰ αὐτιά μας, ὄ τιδήποτε ἐμπειρία ἔχουμε εἴτε σωματικὴ εἴτε λογική. Αὐτὸ ποῦ λέγεται Θεὸς εἶναι τελείως διαφορετικό. Καμμία ὁμοιότης.

Οἱ Πατέρες τὸ τονίζουν καὶ τὸ ξανατονίζουν. Καὶ ἀπὸ ποῦ τὸ ξέρουν ὅτι δὲν ἔχει καμμία ὁμοιότητα; Ἀπὸ τὴν ἐμπειρία. Ἡ ἴδια ἡ ἐμπειρία τῆς θεώσεως τοὺς ἐδίδαξε ὅτι δὲν ἔχει καμμία ὁμοιότητα. Οὔτε σκότος εἶναι οὔτε φῶς εἶναι. Καὶ ἔχουμε ὅλα αὐτὰ τὰ ὡραῖα τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας. Σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι ἡ διαφορὰ μὲ τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες. Οἱ θετικὲς ἐπιστῆμες ἀσχολοῦνται μὲ περιγραπτὰ καὶ ἡ θεολογία μὲ κάτι τὸ ἀπερίγραπτο».

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Ἐμπειρικὴ Δογματική, κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη», τόμος Α')

Ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας

Συνηθίζεται νὰ θεωρῆται ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας στὴν σχέση της μὲ τὴν κοινωνία καὶ τὸ περιβάλλον. Εἶναι καὶ αὐτὴ μιὰ πλευρὰ τοῦ ἀγῶνα τῆς Ἐκκλησίας... Ἡ ἐπιτυχία, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται στὸ κατὰ πόσον ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο. «Τὸ βασικὸ κριτήριο, ἂν πάη καλὰ ἢ δὲν πάη καλὰ ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἐπιτυχία. Ἂν σὲ ἕναν αἰῶνα ἔχουμε χιλιάδες θεούμενους, τότε ἡ Ἐκκλησία πάει καλά. Ἂν ἔχουμε ὀλιγοστεύση, τότε κάτι δὲν πάει καλά. Ἔτσι πρέπει νὰ κρίνη κανεὶς τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἐποχὲς ποῦ ἔχουμε πάρα πολλοὺς θεραπευμένους, δηλαδὴ φωτισμένους, ἡ Ἐκκλησία πάει καλά.

Ἂν εἴμαστε κάτω ἀπὸ διωγμό, δὲν εἶναι τὸ κριτήριο, ἂν ἔπεσε ἡ Κωνσταντινούπολη. Κριτήριο εἶναι πόσοι φθάνουν στὸν φωτισμὸ καὶ στὴν θέωση, ἄσχετα μὲ τὴν κατάσταση τοῦ ἔθνους. Στὸν νεοελληνισμὸ ἔχουμε μάθει νὰ κρίνουμε τὴν ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία τοῦ Κράτους. Ὁπότε, ταυτίζεται ἡ ἐπιτυχία τοῦ Κράτους μὲ τὴν ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἀπόψεως πατερικῆς, μπορεῖ τὸ Κράτος νὰ ἔχη ἀπόλυτη ἐπιτυχία καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχη ἀπόλυτη ἀποτυχία. Δὲν μποροῦμε νὰ κρίνουμε τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη ἀπὸ τὸ πῶς πάει ἡ ἐθνικὴ Οἰκονομία. Οἱ Νεοέλληνες ὅμως ἔχουν ταυτίσει τὶς τύχες τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν τύχη τοῦ κράτους. Προσπαθοῦν νὰ ἐξηγήσουν τὴν καταστροφὴ τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καὶ νὰ ρίξουν τὶς εὐθύνες στὴν Ἐκκλησία».

«...Ἡ πραγματικὴ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέσα στὴν καρδιὰ τῶν πιστῶν καὶ τὸ ὅτι οἱ πιστοὶ περνᾶνε ἀπὸ τὸ ἕνα στάδιο τῆς τελειότητος σὲ ἕνα ἄλλο στάδιο τῆς τελειότητος. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ ἁγιολόγιον, τὸ ἑορτολόγιον, ὅταν ἑορτάζουμε τὴν μνήμη τῶν ἁγίων, διότι κάθε ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας συνιστᾶ τὸν θρίαμβο τῆς πίστεως ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ διαβόλου κλπ.

Ἔτσι, ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ἐπιτυχία τοῦ Κράτους, ἀλλὰ ἔχει ἄλλους προσδιορισμοὺς γιὰ νὰ καθορίζη τὴν ἐπιτυχία της. Ἑπομένως, ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ἐπιτυχία τῆς Ἐκκλησίας, ἐννοοῦμε νὰ ὑπάρχουν νηπτικοὶ καὶ ἡσυχαστὲς Πατέρες ποῦ θεραπεύουν τοὺς Χριστιανούς.

ἀπὸ τὸ βιβλίο ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ

Ἡ εὐλογία τῆς Ἱερωσύνης

Κάθε Κυριακή λειτουργούσαμε στόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Πάντων. Τελοῦσε τήν θεία Λειτουργία συγκεντρωμένος στό ἔπακρο. Εἶχε μιά μεγάλη ἔνταση ἐσωτερική, σάν νά τραβοῦσε ἡ καρδιά ὅλον του τόν νοῦ, ἀλλά αὐτή ἡ ἔνταση δέν φαινόταν στό πρόσωπό του, τό ὁποῖο ἦταν ἱλαρότατο καί δέν ἔδειχνε ἄγχος. Αὐτό ἦταν ἔνδειξη ὅτι ὁ νοῦς του ἦταν ξεχωρισμένος ἀπό τήν λογική καί λειτουργοῦσε μέσα στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς, ἐνῶ ἡ λογική τηροῦσε τό τυπικό τῆς θείας Λειτουργίας. Μιά φορά κατά τήν διάρκεια τῆς ἀκολουθίας τῶν Τυπικῶν, πρίν τήν Μικρά Εἴσοδο, εἶχε καθίσει στήν καρέκλα γιά νά ξεκουρασθῆ καί διέκρινα ὅτι βυθίσθηκε ὁ νοῦς του μέσα στήν καρδιά, χωρίς νά χάση τίς αἰσθήσεις του. Αὐτό φάνηκε ἀπό τό ὅτι ἀφ' ἑνός μέν ἡ κεφαλή δέν ἔκλινε πρός τά κάτω, ὅπως γίνεται σέ κάποιον πού χαλαρώνει πρός ὕπνο, ἀφ' ἑτέρου δέ, ὅταν ἦλθε ἡ κατάλληλη ὥρα, ἀμέσως σηκώθηκε γιά νά γίνη ἡ Μικρά Εἴσοδος, πού σημαίνει ὅτι παρακολουθοῦσε ἡ λογική ἐκεῖνα πού γίνονταν στόν Ἱερό Ναό, ἐνῶ ὁ νοῦς προσευχόταν νοερά. Φυσικά, δέν ἐκφραζόταν, οὔτε ἔλεγε κάτι σχετικά μέ τίς ἐμπειρίες του.

Στίς λειτουργικές κινήσεις του ἦταν μεγαλοπρεπής, κατανυκτικός καί συγκεντρωμένος πρός τόν «χῶρο» τῆς καρδιᾶς. Ὅταν εὐλογοῦσε τόν λαό, ἀντιλαμβανόταν κανείς ὅτι λάμβανε εὐλογία. Ἡ κίνηση τῆς εὐλογούσης χειρός ἦταν ἀργή καί ἡ προσοχή, διά τῶν ὀφθαλμῶν του, παρακολουθοῦσε τήν κίνησή της. Σ' αὐτό βοηθοῦσε καί ἡ βαθύτονη φωνή του καί ὁ ἀργός ρυθμός ἐκφωνήσεως τῶν ἀκροτελευτίων αἰτιολογιῶν κάθε εὐχῆς, καθώς ἐπίσης καί τῆς ἱερατικῆς εὐλογίας.

Εἶναι εὐνόητο ὅτι πολλοί αἰσθάνονταν βαθύτατη κατάνυξη ὅταν λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας καί ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού μοῦ ἔλεγαν ὅτι ἔβλεπαν καί αἰσθάνονταν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τούς ὁδηγοῦσε σέ μετάνοια, πένθος καί προσευχή.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ...»

Ἡ θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ νοερὰ Λειτουργία

...Ἡ θεία ἐν τῷ Ναῷ Λειτουργία, ἰδιαιτέρως ἡ θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τροφοδοτεῖ τὴν ἐσωτερικὴ Λειτουργία (νοερὰ ἐνέργεια), ἡ δὲ ἐσωτερικὴ Λειτουργία (νοερὰ ἐνέργεια) κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἰσέρχεται στὸ βάθος τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ νὰ ἐγγίζη τὸ "πνεῦμα" της. Καὶ αὐτὸ γίνεται, γιατί ἡ νοερὰ προσευχή –ἡ ἑτεροκινήτως ἐνεργουμένη νοερὰ ἐνέργεια– δὲν ἐξάγει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν χῶρο καὶ τὸν χρόνο, δὲν διασπᾶ τὴν ἀλληλουχία τῶν σκέψεων καὶ τῶν πράξεων.

Αὐτὸ συμβαίνει γιατί, ὅταν ξεχωρίζεται ὁ νοὺς ἀπὸ τὸν λογική, τότε μποροῦν νὰ λειτουργοῦν - ἐνεργοῦν συγχρόνως καὶ τὰ δύο (λόγος καὶ νούς), ὁπότε το ἕνα δὲν λειτουργεῖ σὲ βάρος τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὑπογραμμίση ὅτι ἀλληλοσυμπληρώνονται. Συμβαίνει δὲ ἕνα παράδοξο, ἀλλὰ ἀληθινὸ γεγονὸς· ὅσο ἀναπτύσσεται ἡ νοερὰ ἐνέργεια, τόσο καὶ ἰσχυροποιεῖται ἡ προσοχὴ τῆς λογικῆς στὰ λεγόμενα καὶ πραττόμενα, δηλαδὴ συγκεντρώνεται ἡ προσοχὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ ὅσα ἀσχολεῖται. Γι' αὐτὸ ἡ λεγομένη μετοχὴ στὴν θεία ἐν τῷ Ναῷ Εὐχαριστία ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν συνδέεται ἁπλῶς μὲ τὴν σωματικὴ παρουσία τους, οὔτε μὲ τὴν λογικὴ συμμετοχή, ἀλλὰ μὲ τὴν νοερὰ ἐνέργεια. Συμμετοχὴ στὴν θεία Εὐχαριστία χωρὶς τὴν ἐσωτερικὴ νοερὰ λειτουργία εἶναι μία ἁπλὴ τυπικὴ "παρακολούθηση".

Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ ἰσχυριζόμαστε ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία ἔχει πολλὰ ἡσυχαστικὰ στοιχεῖα, τελεῖται μέσα στὰ ἡσυχαστικὰ πλαίσια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

("Ἡσυχία καὶ Θεολογία", Τὰ ἡσυχαστικὰ στοιχεῖα τῆς θείας Εὐχαριστίας, Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου)

Ἡ θεία κένωση

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ λέγεται ἀκόμη καὶ κένωση. Εἶναι καταπληκτικὸς ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: "ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἀρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβῶν, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ" (Φίλ. β΄, 6-8).

Ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ δὲν συνίσταται στὸ ὅτι γεννήθηκε πτωχός, ὅτι ἔζησε σὲ μιὰ πτωχικὴ οἰκογένεια, ὅτι ἔζησε ἀπὸ μικρὴ ἡλικία τὴν προσφυγιά, τὸν διωγμὸ καὶ τὴν ταλαιπωρία, ἀντιμετώπισε τὸ μῖσος τῶν ἀνθρώπων κλπ., ἀλλὰ κυρίως στὸ ὅτι προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ μάλιστα θνητὴ καὶ παθητή. Τὸ ὅτι ὁ ἄκτιστος Θεὸς προσέλαβε τὸ κτιστὸ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ τὸ κτιστὸ ἑνώθηκε μὲ τὸ ἄκτιστο, αὐτὸ εἶναι καὶ λέγεται κένωση καὶ πτωχεία τοῦ Χριστοῦ.

Χωρὶς τὴν κένωση δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνη ἡ πλήρωση – θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, ἡ θεία κένωση δείχνει καὶ τὸ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι κένωση, θυσία, προσφορά, πρόσληψη τοῦ ἄλλου. Γι' αὐτὸ ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐλλάμπεται καὶ θεοῦται τόσο κενοῦται καὶ τὸ ἀντίστροφο.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Δεσποτικὲς Ἑορτές)

Ἡ Θεολογία καὶ ἡ Ποιμαντικὴ τῶν Ἱερῶν Λειψάνων

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι «ἐργαστήριο ἀναστάσεως» καὶ θὰ μποροῦσε νὰ λεχθῇ ἀκόμη ὅτι εἶναι ἐργαστήριο ἱερῶν λειψάνων.

Ἡ Ἀποκάλυψη καὶ φανέρωση τοῦ Θεοῦ ποὺ προσφέρεται στοὺς ἁγίους γίνεται διὰ τῆς θεώσεως. Ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τὴν Ἀποκάλυψη, ἀφοῦ μετέχει τῆς ἀκτίστου θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁπότε ἡ Ἀποκάλυψη συνδέεται στενώτατα μὲ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ὕψιστος βαθμὸς τῆς θείας Ἀποκαλύψεως εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάνη στὴν θέωση, θεώνεται ὁλοκληρωτικά, ψυχή τε καὶ σώματι, γι’ αὐτὸ καὶ ἔχουμε τὴν ὕπαρξη τῶν χαριτοβρύτων καὶ ἀφθάρτων λειψάνων. Τὰ ἱερά, ἄφθαρτα καὶ θαυματουργούντα, λείψανα βεβαιώνουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.

Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὸ ὅτι, ὅταν ἐπισκεφθῇ κανεὶς τὰ Μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους θὰ διαπιστώση ὅτι ἡ μεγαλύτερη φιλοφρόνηση ποὺ θὰ τοῦ γίνη ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς εἶναι νὰ τοῦ προσφέρουν νὰ ἀσπασθῇ τὰ ἱερὰ λείψανα. Καὶ τὸ πιὸ μικρὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους διαθέτει ἱερὰ λείψανα. Καὶ ὅταν κανεὶς τὸ ἐπισκεφθῇ ὁδηγεῖται πρῶτα-πρῶτα στὸν Ἱερὸ Ναὸ γιὰ νὰ τὰ ἀσπασθῇ, ἀφοῦ αὐτὰ ἀποτελοῦν τὴν μεγαλύτερη περιουσία καὶ εὐλογία τῆς καλύβης.

Ἡ παρουσία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στὰ ἱερὰ λείψανα ἐκδηλώνεται ποικιλοτρόπως. Ἄλλοτε μὲ τὸ ἄφθαρτο, ἄλλοτε μὲ τὴν εὐωδία, ἄλλοτε μὲ τὴν θαυματουργία κ.λ.π., καὶ τὴν αἰσθάνονται ἐκεῖνοι ποὺ διαθέτουν πίστη καὶ καθαρὲς πνευματικὲς αἰσθήσεις.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου «Τὸ Πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση»

Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς

Οἱ ἅγιοι Πατέρες στὴν διδασκαλία τους δὲν εἶναι ἀφηρημένοι καὶ στοχαστικοί, ἀλλὰ πολὺ πρακτικοί. Μὲ μεγάλη ἀκρίβεια καθορίζουν τί ἀκριβῶς εἶναι θεραπεία τῆς ψυχῆς καὶ σὲ τί συνίσταται. ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς συνδέεται μὲ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, βιώνοντας τὴν σωτηρία, γνωρίζουν καλὰ αὐτὴν τὴν κατάσταση γι' αὐτὸ καὶ εἶναι συγκεκριμένοι.  Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπῆρξε, ὅπως ἀσφαλῶς καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καθολικὸς ὀρθόδοξος θεολόγος... Αὐτὴ ἡ καθολικότητα τοῦ ἁγίου φαίνεται στὴν στάση τὴν ὁποία τήρησε σὲ αἱρετικὲς τάσεις ποῦ ἐπικρατοῦσαν στὴν ἐποχή του, οἱ ὁποῖες διαστρέβλωναν τὴν πνευματικὴ ζωή.

Ἡ πρώτη τάση ἐκφραζόταν ἀπὸ τοὺς Μασσαλιανούς... σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας... δὲν ἔχουν τόσο μεγάλη σημασία γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἰσχυρίζονταν ὅτι ἐκεῖνο ποῦ ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεὸ εἶναι, κυρίως, ἡ λεγομένη νοερὰ προσευχή.

Ἡ δεύτερη τάση ἐκφραζόταν, κυρίως, ἀπὸ τὸν δυτικὸ Χριστιανισμό,... καὶ τὴν ἐξέφραζε στὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου ὁ φιλόσοφος στοχαστὴς Βαρλαάμ... Αὐτὸς τόνιζε πολὺ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας σὲ βάρος τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Τὸν λεγόμενο ἡσυχασμό, τὰ περὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς τὰ περιφρονοῦσε.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔκανε ἕναν παράλληλο ἀγῶνα ἐναντίον τῶν δύο αὐτῶν τάσεων... Ὑπογραμμίζει ὅτι γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ γιὰ τὴν σωτηρία του χρειάζεται ὁ συνδυασμὸς μυστηριακῆς καὶ ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Δὲν νοεῖται μυστηριακὴ ζωὴ ποῦ σώζει χωρὶς τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση, ποῦ εἶναι ἡ λεγομένη ἡσυχαστικὴ ζωή. Καὶ δὲν νοεῖται ἡσυχαστικὴ ζωὴ ἔξω ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας... Ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν συνδυασμὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ ὀρθόδοξη θεολογία.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Ἡ Ἰατρικὴ ἐν Πνεύματι Ἐπιστήμη»)

Ἡ ἱερή ἐργασία

Εἶναι σημαντικό τό «προοίμιο» πού συνέγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος καί γιά τήν ἔκδοση τῆς «Φιλοκαλίας», στό ὁποῖο συνδέει ἀναπόσπαστα τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί ὅλο τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας μέ τήν ἡσυχαστική-νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.

Στήν ἀρχή ἀναφέρεται στήν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, τήν πτώση του καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, πού εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐπαναφορά τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία μέ τόν Θεό πού γίνεται μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, μέ τό ὁποῖο εἰσέρχεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «οἱονεί σπέρμα θεῖον».

Ἔπειτα, παρουσιάζει πῶς ἡ Χάρη αὐτή σκεπάζεται ἀπό τά πάθη καί ἀπαιτεῖται ἡ εὕρεσή της, προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά ἐπιτύχη τήν σωτηρία του. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν νήψη, τήν προσοχή καί τήν φυλακή τοῦ νοῦ, τήν προσευχή μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ σέ συνδυασμό μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, ἀφοῦ διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ἀναπτύσσεται ἡ καρδιακή θέρμη καί ἔτσι καταναλίσκονται τά πάθη, καθαίρονται ὁ νοῦς καί ἡ καρδία καί ἑνώνονται μεταξύ τους.

Στήν συνέχεια τηροῦνται εὐκολώτερα οἱ ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, ἐκχέονται οἱ καρποί τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί μέ τόν τρόπο αὐτό, μέ συντομώτερη ὁδό, εὑρίσκεται ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού βρίσκεται στήν καρδιά πού εἶναι καλυμμένη ἀπό τά πάθη.

(…)

Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο οἱ περισσότεροι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς διάκεινται μέ ἀμέλεια ὡς πρός τήν ἱερή αὐτή ἐργασία καί κατατρίβονται στήν ζωή τους μόνον μέ τά ἐργαλεῖα τῶν ἀρετῶν, ἐνῶ ἀμελοῦν τήν ἐσωτερική ἱερή ἐργασία, τήν φυλακή τοῦ νοῦ καί τῆς καθαρῆς προσευχῆς ἡ ὁποία μόνον ὁδηγεῖ πρός θέωση τόν ἄνθρωπο.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Παλαιά καί Νέα Ρώμη

Ἡ κένωση τοῦ Λόγου

 Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ λέγεται ἀκόμη καί κένωση.

Ἡ κένωση τοῦ Λόγου πρέπει νά ἐκληφθῆ ὡς συγκατάβαση. «Συγκαταβαίνει τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις συγκατάβασιν ἄφραστόν τε καί ἀκατάληπτον» (ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός). Συγκαταβαίνει στό ἀνθρώπινο γένος, προσλαμβάνοντας τήν μορφή τοῦ δούλου, δηλαδή τήν σάρκα, καί κατά κάποιο τρόπο μειώνει καί ἐλαττώνει τήν θεότητά Του, χωρίς νά παύση νά εἶναι Θεός, γιά νά γίνη χωρητός (ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος). Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Καί ὁ πλήρης κενοῦται, κενοῦται γάρ τῆς ἑαυτοῦ δόξης ἐπί μικρόν, ἵν’ ἐγώ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως».

Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁμοούσιος πάντοτε μέ τόν Πατέρα. Αὐτό εἶναι φυσικό, ἀφοῦ αὐτήν τήν ἰσότητα δέν τήν ἅρπαξε μέ τήν βία. Μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση, κρύπτοντας τήν θεότητά Του, γιά νά σώση τό ἀνθρώπινο γένος. Συγκαταβαίνει στούς δούλους του, «τό ἀταπείνωτον αὐτοῦ ὕψος ἀταπεινώτως ταπεινώσας» (ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός). Μόνον μέ ἀποφατικές ἐκφράσεις μπορεῖ κανείς νά διατυπώση τό μεγάλο μυστήριο τῆς κενώσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ δέν συνίσταται στό ὅτι γεννήθηκε πτωχός, ὅτι ἔζησε σέ μιά πτωχική οἰκογένεια, ὅτι ἔζησε ἀπό μικρή ἡλικία τήν προσφυγιά, τόν διωγμό καί τήν ταλαιπωρία, ἀντιμετώπισε τό μίσος τῶν ἀνθρώπων κλπ., ἀλλά κυρίως στό ὅτι προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, καί μάλιστα θνητή καί παθητή. Τό ὅτι ὁ ἄκτιστος Θεός προσέλαβε τό κτιστό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καί τό κτιστό ἑνώθηκε μέ τό ἄκτιστο, αὐτό εἶναι καί λέγεται κένωση καί πτωχεία τοῦ Χριστοῦ.

Χωρίς τήν κένωση δέν θά μποροῦσε νά γίνη ἡ πλήρωση-θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, ἡ θεία κένωση δείχνει καί τό τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι κένωση, θυσία, προσφορά, πρόσληψη τοῦ ἄλλου. Γι’ αὐτό καί, ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἐλλάμπεται καί θεοῦται, τόσο κενοῦται καί τό ἀντίστροφο.

Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Δεσποτικές ἑορτές

Ἡ κλήση τοῦ ἀνθρώπου

Τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου δείχνει τήν μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ κλήθηκε νά μετάσχη κατά Χάρη τοῦΦωτός. Κατά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ, ὅπως φάνηκε στό ὄρος Θαβώρ, ἔλαμψε τό Πρόσωπό Του ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά «ὡς τό φῶς». Ὅπως ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ δοξάσθηκε, ἔτσι πρέπει νά γίνη γιά τόν ἄνθρωπο, κατά Χάρη, γιά νά ἐκπληρώση τόν σκοπό τῆς δημιουργίας του.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπιμένουν πολύ στό νά τονίζουν τούς βιβλικούς ὅρους κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση, γιατί θέλουν νά τονίσουν τήν θεολογική σημασία τῆς δημιουργίας καί τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λουγδούνου γράφει ὅτι μέσα στόν ἄνθρωπο ὑπάρχουν ρυθμοί καί ὁρμή, ὥστε ὁ γεννητός καί πεπλασμένος ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ νά φθάση στόν δοξασμό καί νά δῆ τόν Δεσπότη του. Αὐτός ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου γίνεται «τοῦ μέν Πατρός εὐδοκοῦντος καί κελεύοντος, τοῦ δέ Υἱοῦ πράσσοντος καί δημιουργοῦντος, τοῦ δέ Πνεύματος τρέφοντος καί αὐξάνοντος», ἀλλά καί «τοῦ ἀνθρώπου ἠρέμᾳ προκόπτοντος, καί πρός τέλειον ἀρχομένου».

Ἑπομένως, τούς ὅρους κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν χρησιμοποιοῦν κατ’ ἐξοχήν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, γιατί αὐτοί οἱ ὅροι ἐξυπηρετοῦν τόν θεολογικό σκοπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Δέν χρησιμοποιοῦν γιά τόν ἄνθρωπο τούς ὅρους πρόσωπο-ὑπόσταση, τούς ὁποίους ὅμως χρησιμοποιοῦν γιά τόν Τριαδικό Θεό καί ἔχουν τήν ἰδιαίτερη σημασία πού εἴδαμε προηγουμένως. Ἄν σέ κάποια σημεῖα τῆς πατερικῆς διδασκαλίας φαίνεται ὅτι χρησιμοποιοῦνται οἱ λέξεις πρόσωπο-ὑπόστασις καί γιά τόν ἄνθρωπο, τότε αὐτές οἱ λέξεις χρησιμοποιοῦνται κυρίωςμέ τήν ἔννοια τῆς ὕπαρξης.

(Ναυπάκτου Ἱεροθέου. Ἀπό τόν Τόμο: Θεολογία καί Ποιμαντική)