Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως. Οἱ ἰδιότητες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι: «μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική» καί δέν εἶναι ἀνεξάρτητες μεταξύ τους, Ἡ μία προϋποθέτει τήν ἄλλη.
Ἄν ὑπάρχη ἕνα φλέγον θέμα καί μιά μεγάλη σύγχρονη ἀνάγκη αὐτή εἶναι ἡ ἀπόκτηση ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος. Τό φρόνημά μας πρέπει νά διαποτισθῆ ἀπό τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ σκέψη, ἡ ζωή, ἡ ἀναστροφή, ἡ ἐπιθυμία, ἡ βούλησή μας νά ἀλλοιωθοῦν ἀπό τήν καλή ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. [...].
Τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα συνδέεται μέ τήν πνευματική ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου, πού συνίσταται στήν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Ἄν ὑπάρχη σήμερα μιά μεγάλη αἵρεση, εἶναι ἡ λεγόμενη ἐκκλησιολογική αἵρεση. Καί αὐτή πρέπει νά ἀντιμετωπισθῆ ἀπό τούς Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση γιά τό τί εἶναι Ἐκκλησία καί ποιά εἶναι τά πραγματικά της μέλη. Μερικοί Συγχέουν ἤ ταυτίζουν τήν Ἐκκλησία μέ ἄλλες ἀνθρώπινες Παραδόσεις, νομίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι διεσπασμένη καί τεμαχισμένη καί, ἀκόμη, ἀγνοοῦν τόν ἐκκλησιαστικό τρόπο σωτηρίας. Ἔτσι ὑφίσταται σύγχυση γύρω ἀπό τό μεγάλο αὐτό θέμα.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα μυστήριο. Συνδεδεμένη μέ τόν Χριστό καί ἀποτελοῦσα τό Σῶμα Του, δέν εἶναι μιά ἀνθρώπινη ὀργάνωση ἀλλά ὁ Θεανθρώπινος Ὀργανισμός. Συγχρόνως ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι, ὅπως συνήθως λέγεται, τό μυστικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τό πραγματικό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ οἱ Χριστιανοί, πού εἶναι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι τά πραγματικά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Ναυπάκτου Ἱερόθεος, Ἐκκλησιαστικό Φρόνημα, 1990 καί Ἡμερολόγιο Ἱερᾶς Μητροπόλεως 2017
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑποστηρίζει ὀρθόδοξα ὅτι ἡ ἀλήθεια ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τήν Ἐκκλησία. Γράφει χαρακτηριστικά: «Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί • καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες, οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί ». Ἀλήθεια εἶναι τόσο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὅσο καί ἡ μέθεξη ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς θεοποιοῦ Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή ἡ ἀλήθεια ταυτίζεται καί συνδέεται μέ τήν Ἐκκλησία. Ὅποιος, λοιπόν, ἐκπίπτει ἀπό τήν πραγματική βίωση τῆς ἀλήθειας, ὅποιος διακόπτει τόν σύνδεσμό του μέ τήν ἀλήθεια, αὐτός ἐκπίπτει καί ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἡ τοποθέτηση αὐτή φαίνεται σέ πολλά κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Θά ἤθελα ἐδῶ νά μνημονεύσω ἕνα ὁμολογιακό κείμενο τοῦ Ἁγίου, στό ὁποῖο μεταξύ τῶν ἄλλων γράφονται καί τά ἑξῆς: «Στέργομεν πάσας τάς ἐκκλησιαστικάς παραδόσεις ἐγγράφους τε καί ἀγράφους καί πρό πάντων τήν μυστικωτάτην τε καί πανίερον τελετήν καί κοινωνίαν καί σύναξιν», δηλαδή τήν θεία Εὐχαριστία, διά τῆς ὁποίας ἀξιωνόμαστε τῆς κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Καί στήν συνέχεια γράφει: «Πάντας τούς μή ὁμολογοῦντας καί πιστεύοντας ὡς τό πνεῦμα τό ἅγιον προεμήνυσε διά τῶν προφητῶν, ὡς ὁ Κύριος ἐθέσπισε διά σαρκός ἡμῖν ἐπιφανείς, ὡς οἱ ἀπόστολοι ἐκήρυξαν πεμφθέντες ὑπ’ αὐτοῦ, ὡς οἱ πατέρες ἡμῶν καί διάδοχοι αὐτῶν ἐδίδαξαν ἡμᾶς, ἀλλ’ αἱρέσεως ἰδίας ἤ ἄρξαντας ἤ τοῖς κακῶς ἄρξασιν εἰς τέλος ἐπηκολουθηκότας, ἀποβαλλόμεθα καί ἀναθέματι καθυποβάλλομεν».
Στό ἀποκαλυπτικό αὐτό κείμενο φαίνεται ὅτι ταυτίζεται ἡ ἀποκάλυψη πού δόθηκε διά τοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρες.
(Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἐκκλησία καί Ἐκκλησιαστικό Φρόνημα)
Ὁ Θεοφιλέστατος συνεπίσκοπος Ρηγίνος καὶ οἱ θεοφιλέστατοι μαζὶ μ' αὐτὸν Ἐπίσκοποι τῆς ἐπαρχίας τῆς Κύπρου Ζήνων καὶ Εὐάγριος, ἀνάγγειλαν πρᾶγμα νεωτεριστικὸ ποὺ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ τοὺς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ποὺ ἀφορᾶ τὴν ἐλευθερία ὅλων. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἐπειδὴ τὰ κοινὰ πάθη χρειάζονται μεγαλύτερη θεραπεία, γιατί προκαλοῦν καὶ μεγαλύτερη βλάβη, καὶ προπάντων ἂν χωρὶς νὰ ὑπάρχη παλιὰ συνήθεια, ὥστε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιόχειας νὰ τελῇ τὶς χειροτονίες στὴν Κύπρο, σύμφωνα μ' αὐτά, τὰ ὁποῖα δίδαξαν οἱ πολὺ εὐσεβεῖς ἄντρες,... οἱ Ἐπίσκοποι τῶν ἁγίων Ἐκκλησιῶν τῆς Κύπρου, ποὺ προσῆλθαν στὴν Ἁγία Σύνοδο, νὰ ἔχουν τὸ ἀνεπηρέαστο καὶ ἀβίαστο σύμφωνα μὲ τοὺς Κανόνες τῶν ὁσίων Πατέρων καὶ τὴν παλιὰ συνήθεια, τελῶντας μόνοι τους τὶς χειροτονίες τῶν εὐσεβεστάτων Ἐπισκόπων• τὸ ἴδιο νὰ τηρηθῇ καὶ στὶς ἄλλες διοικήσεις καὶ σ' ὅλες γενικὰ τὶς ἐπαρχίες, ὥστε κανένας ἀπὸ τοὺς θεοφιλεστάτους Ἐπισκόπους νὰ μὴν καταλαμβάνη ἄλλη ἐπαρχία, ἡ ὁποία δὲν τέθηκε ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ τὴν ἐξουσία του ἢ τοὐλάχιστον ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῶν προκατόχων του. Ἀλλὰ ἂν κάποιος κατέλαβε μία ἐπαρχία καὶ τὴν ἔκανε δική του, νὰ ἐξαναγκαστῆ νὰ τὴν δώση πίσω, γιὰ νὰ μὴν παραβαίνονται οἱ Κανόνες τῶν Πατέρων καὶ γιὰ νὰ μὴν εἰσβάλλη ἀλαζονεία κοσμικῆς ἐξουσίας μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἱερουργίας καὶ γιὰ νὰ μὴ μᾶς ξεφύγη ἡ ἐλευθερία, ὅταν γιὰ λίγο τὴν χάσουμε, τὴν ὁποία μᾶς δώρισε μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἐλευθερωτὴς ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ἀποφάσισε λοιπὸν ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ διαφυλάττονται γιὰ κάθε ἐπαρχία ἀνόθευτα καὶ ἀπαραβίαστα τὰ δικαιώματα ποὺ τῆς δόθηκαν ἐξ ἀρχῆς καὶ ἄνωθεν σύμφωνα μὲ τὴν συνήθεια ποὺ ἐπικράτησε ἀπὸ παλιά... Κι ἂν κάποιος προσκομίση βασιλικὸ διάταγμα, ποὺ ἀντιτίθεται σ' ὅσα ἔχουν ὁριστεῖ τώρα, ὁλόκληρη ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφάσισε νὰ εἶναι τοῦτο ἄκυρο.
(η΄, Γ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐσωτερική. Ἀπορρέει ἀπό τήν σύνδεσή της μέ τόν Χριστό, ἀπό τήν κοινή πίστη, ἡ ὁποία εἶναι κυρίως καί πρό παντός ζωή, ἀπό τήν κοινή λατρεία, καί ἀπό τόν κοινό τρόπο θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως οἱ ἐπιστήμονες ἑνός κλάδου σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο χρησιμοποιοῦν τούς ἴδιους τρόπους καί τίς ἴδιες μεθόδους γιά νά διαπιστώσουν κάτι, τό ἴδιο γίνεται καί μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅλα τά μέλη χρησιμοποιοῦν τόν ἴδιο τρόπο θεραπείας. Καί, φυσικά, ἔτσι ἀποδεικνύονται τά πραγματικά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀκόμη, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μοναδικός χῶρος σωτηρίας. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχουμε τήν βεβαιότητα ὅτι θά ἀποκτήσουμε κοινωνία καί ἑνότητα μέ τόν Χριστό καί θά γίνουμε πραγματικά μέλη Του. Καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μποροῦμε νά φθάσουμε στήν θέωση. Βέβαια, καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὑπάρχει περίπτωση νά μετάσχη κανείς τῆς Χάριτος, ὅπως στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀλλά μόνον μέσα στήν Ἐκκλησία μπορεῖ νά γίνη κανείς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, νά φάγη τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Ὅσοι ἀποσχίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν διασποῦν τήν ἑνότητά της, ἀλλά οἱ ἴδιοι ἀποκόπτονται ἀπό αὐτήν καί χάνουν τήν δυνατότητα νά εἶναι ἑνωμένοι μέ τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά πῆ: «Φυλάξωμεν δέ μᾶλλον τό μέγα καί πρῶτον τῆς σωτηρίας ἡμῶν φάρμακον • τήν καλήν λέγω τῆς πίστεως κληρονομίαν • ὁμολογοῦντες ψυχῇ τε καί στόματι μετά παρρησίας ὡς οἱ πατέρες ἡμᾶς ἐδίδαξαν »
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἐκκλησία καί ἐκκλησιαστικό φρόνημα
Εἶχε ὁ Γέροντας αἴσθηση τί εἶναι Ἐκκλησία, ὅτι δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἅγιοι ἔχουν σχέση μέ τόν Χριστό. Ὁ Γέροντας εἶδε ἄγγελο πού τοῦ ἔφερε τροφή, εἶδε τόν φύλακα ἄγγελό του νά τόν περιποιῆται, ὅταν εἶχε ἀνάγκη. Εἶδε ἁγίους ὅπως τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, τήν ἁγία Αἰκατερίνη, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν χορό τῶν ὁσίων Πατέρων, τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο, τήν ἁγία Εὐφημία, τόν ἅγιο Παντελεήμονα, τόν ἅγιο Λουκιλλιανό, τόν ὅσιο Ἀρσένιο κ.ἄ. Ἐμφανίσθηκε ἕνας ἅγιος μέσα στό φῶς καί, ὅταν τόν ρώτησε ποιός εἶναι, τοῦ ἀπάντησε ὅτι εἶναι ὁ ἅγιος Βλάσιος ἀπό τά Σκλάβαινα. Κάποτε ἀξιώθηκε τῆς νυκτερινῆς ἐπισκέψεως τῆς Παναγίας, ἄλλη φορά εἶδε τήν Παναγία στά ἄσπρα καί ἐπανειλημμένως δέχθηκε τήν Θεομητορική Της στοργή, μίλησε μαζί Της καί ἔλαβε «τροφή ἀπό τά ἄχραντα χέρια της». Τήν Παναγία τήν εἶχε σάν μάννα, τήν Ἁγία Εὐφημία τήν φώναζε «ἁγία Εὐφημούλα μου». Κάποια φορά ἔζησε καί εἶδε αἰσθητά τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού τόν στήριξε καί τόν κράτησε δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Ἀσκοῦσε τήν νοερά ἡσυχία καί τήν καρδιακή προσευχή.
Ὁ νοῦς του ἁρπαζόταν στήν θεωρία ὅταν προσευχόταν. Εἶδε τό «γλυκύτατο φῶς» πού, ὅπως ἀφηγεῖται, ἦταν «πιό δυνατό ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου. Ὁ ἥλιος ἔχανε τήν λάμψη μπροστά του. Ἔβλεπα τόν ἥλιο καί μοῦ φαινόταν τό ἡλιακό φῶς ὠχρό, ὅπως εἶναι τό φῶς τῆς σελήνης κατά τήν πανσέληνο. Τό φῶς τό ἔβλεπα γιά πολύ. Μετά ὅταν τό φῶς ἔλειψε καί ἡ χάρις μειώθηκε, τότε δέν εὕρισκα καμμία παρηγοριά και χαρά».
(Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Ἡσυχία καί θεολογία»)
...Ἡ ἐκκλησιαστικὴ παρέμβαση στὴν σημερινὴ κοινωνία εἶναι ὑπόθεση ζωῆς, κυρίως στὰ τέσσερα σημεῖα ποὺ ὑπογραμμίσαμε προηγουμένως, δηλαδὴ στὴν ἀπόκτηση ἀληθινοῦ ἤθους, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ εἴδωλα, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸν εὐδαιμονισμὸ καὶ τὴν εὕρεση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Δὲν πρέπει ὁ κόσμος νὰ παρεμβαίνη μέσα στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ τὴν ἐκκοσμικεύη, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ παρεμβαίνη στὴν κοινωνία γιὰ νὰ τὴν σώζη. Τελικὰ ἡ Ἐκκλησία... εἶναι ἡ μάνα ὅλων μας. Δὲν εἶναι τὸ "περιεχόμενον" τοῦ Ἔθνους, ἀλλὰ τὸ "περιέχον" τὸ Ἔθνος. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἀποκλειστικά, ἀλλὰ ὅλοι ἀνήκουμε σ΄ αὐτήν, ὅλοι εἴμαστε παιδιά της. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἰσέρχεται μέσα στὴν διαίρεση τῆς κοινωνίας γιὰ νὰ συντηρῇ αὐτὴ τὴν διαίρεση, ἀλλὰ εἰσέρχεται ἀγαπητικὰ μέσα στὶς σύγχρονες κοινωνικὲς συνθῆκες γιὰ νὰ ὑπερβαίνη τὴν διαίρεση καὶ νὰ ὁδηγῇ τὴν κοινωνία στὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα. Δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν κομματικοποιεῖται, ἀλλὰ ὁ κομματικοποιημένος ἄνθρωπος βρίσκει μέσα σ΄ αὐτὴν τὴν ἑνότητά του καὶ τὴν οἰκογένειά του, δηλαδὴ τὴν ἀληθινὴ ταυτότητά του, τὴν μητρικὴ στοργή. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰδιοποιῆται τὴν Ἐκκλησία, ὅπως ἐπίσης κανεὶς δὲν πρέπει νὰ αἰσθάνεται ὅτι εἶναι σωτῆρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀνάγκη σωτήρων, ἀλλὰ ὅλοι ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη σωτηρίας παραμένοντας μέσα σ΄ αὐτήν. Δὲν ἔχει ἀνάγκη καθάρσεως, ἀφοῦ εἶναι ἁγία, ἀλλὰ ἐμεῖς χρειαζόμαστε κάθαρση ποὺ γίνεται μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, ὅταν βρισκόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἄλλωστε ἡ λέξη κάθαρση εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ θρησκευτικὴ σημασία, καὶ ἰδίως ἀπὸ τοὺς Πυθαγορείους ἀπέκτησε ἕναν προσωπικὸ καὶ ἀσκητικὸ χαρακτῆρα, δηλαδὴ εἶναι κάθαρση προσωπικὴ καὶ ἐσωτερική.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, "Ἀνατολικά")
Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἀναδεικνύει τούς ἁγίους. Οἱ ἅγιοι διαπνέονται ἀπό ἕνα ἦθος σταυροαναστάσιμο, ἀπό μία εὐωδία, πού εἶναι ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν εἶναι ἁπλῶς οἱ καλοί ἄνθρωποι καί οἱ Χριστιανοί πού ἔχουν ἕνα ἱεραποστολικό φρόνημα. Δέν εἶναι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού ἔχουν ζῆλο νά διδάσκουν συνεχῶς καί νά ὁμιλοῦν. Δέν εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν μερικές ἀρετές στήν ζωή τους. Ἅγιοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.
[…]
Ἡ παράδοση τοῦ λαοῦ μας εἶναι οἱ ἅγιοι, οἱ χῶροι στούς ὁποίους ἔζησαν καί ὅλα τα ἔργα καί οἱ διδασκαλίες τους, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι πού ζοῦν καί σήμερα καί ἔχουν αὐτόν τόν ὀρθόδοξο τρόπο ζωῆς, ποῦ εἶναι αὐτό πού λέγεται ἁγιορείτικο ἦθος. Ὑπάρχει καί σήμερα αὐτό τό ἐκκλησιαστικό ἁγιορείτικο ἦθος, εἴτε στό Ἅγιον Ὄρος εἴτε στόν κόσμο. Καί αὐτοί πού διαπνέονται ἀπό αὐτό τό ἦθος καταλαβαίνουν τό ἔργο καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ὅσοι δέν διαθέτουν αὐτό τό ἦθος δέν μποροῦν νά ὀσφρανθοῦν τίποτε ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἀλλά μᾶλλον θά τόν ἀντιλαμβάνονται σάν ἕναν ἱεραποστολικό ἄντρα, σάν ἕναν ἐπαναστάτη, σάν ἕναν διαφωτιστή, σάν ἕναν παιδευτή τοῦ Γένους, σάν ἕναν φορέα τοῦ δημοτικισμοῦ κ.λ.π. Ὅμως πάνω ἀπό ὅλα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἴναι φορεύς τῆς Παραδόσεως, καί μάλιστα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, εἶναι Ἁγιορείτης.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ὀρθόδοξος καί δυτικός τρόπος ζωῆς
Πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι σκοπὸς τῶν χαρισμάτων δὲν εἶναι νὰ τεθοῦν σὲ μιὰ ἀτομικὴ σχέση καὶ μέσα σὲ χρησιμοθηρικὰ πλαίσια. Οὔτε δόθηκαν γιὰ νὰ αὐτονομηθοῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Σὲ τέτοια περίπτωση (ὅταν αὐτονομοῦνται) γίνονται ἡ μεγαλύτερη πληγὴ τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ μεγαλύτερη κατάρα.
Τὰ χαρίσματα δίνονται ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα πρὸς οἰκοδομὴν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἰς δόξαν τοῦ Θεοῦ Πατρός. Αὐτὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «αὐτὸς ἔδωκε... πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων, εἰς ἔργον διακονίας εἰς οἰκοδομὴν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἔφεσ. α , 12). Καὶ αὐτὰ γράφονται στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολή, ποὺ θεωρεῖται ὡς ἡ κατ’ ἐξοχὴν ἐκκλησιολογική, καὶ στὴν ὁποία μεταξὺ ἄλλων λέγεται: «Καὶ αὐτὸν (τὸν Χριστὸν) ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τὴ Ἐκκλησία» (Ἔφεσ. α , 22)
Ἔτσι ὅλα τὰ χαρίσματα προσφέρονται στοὺς ἀδελφούς μας καὶ στὸν Θεό. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναπτύσσονται στὸ εὔκρατο κλίμα τῆς ἀγάπης, τῆς φιλανθρωπίας καὶ φιλοθεΐας. Μὲ αὐτὰ πρέπει νὰ διακονῆται καὶ νὰ ἐξυπηρετῆται ἡ ἀδελφότητα καὶ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός. Ἔτσι, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νοιώθουμε τὴν ζωή μας καὶ τὴν σχέση μας πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς ὡς ἀνταλλαγὴ δώρων. Δεχόμαστε τὰ χαρίσματα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Ἴδιο τὸν Θεὸ μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία ὡς Δῶρο, καὶ ἔπειτα προσφέρουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὡς δῶρο στοὺς ἀδελφούς μας καὶ ὡς ἀντίδωρο στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὡριμάζουμε πνευματικά, τὰ ὀντολογικὰ χαρίσματα γίνονται σωτηριολογικά, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καταλήγουμε «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἔφεσ. α , 22).
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὅσοι Πιστοί)
Τὰ ρήματα μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς παραδίδεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἡ Παράδοση εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, τὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, τὰ Μυστήρια, ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔργα ἀκόμη τῆς Παραδόσεως ἡ ἐκφράσεις της εἶναι οἱ λειτουργικὲς τέχνες, ἡ ἁγιογραφία, ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ κλπ.
Γι’ αὐτὸ ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι σεβόμαστε αὐτὲς τὶς ἐκφράσεις τῆς Παραδόσεως, γιατί παραδόθηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους. Ὅμως δὲν αὐτονομοῦνται, δὲν ξεχωρίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε ἀπολυτοποιοῦνται. Ὅλες οἱ λειτουργικὲς τέχνες, τὰ ἤθη τῆς λαϊκῆς εὐσεβείας, λαμβάνουν πραγματικὴ ἀξία, ὅταν συνδέονται μὲ τὴν λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ κυρίως μὲ τὴν ἐσωτερική, ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή, ἡ κατάνυξη, ἡ νήψη.
Ἡ ἀναζήτηση παλαιῶν μορφῶν ζωῆς, ὅταν δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἐσωτερικὴ ἀνακαίνιση εἶναι μιὰ συντήρηση καὶ ὄχι παράδοση. Εἶναι μιὰ τυπικὴ προσκόλληση καὶ ὄχι δημιουργία. Εἶναι ἐξωτερικὸς τύπος καὶ ὄχι ζωή.
Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση παραδίδεται μὲ αἷμα, μὲ μαρτύριο καὶ ἀκόμη ἐκφράζεται καὶ μεταδίδεται μὲ τὴν ἀγάπη. Ἔξω ἀπὸ τὸ αἷμα καὶ τὴν ἀγάπη δὲν ὑπάρχει Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀλλὰ ἀνθρώπινη ἀλύτρωτη παράδοση, ἐντάλματα ἀνθρώπων ποὺ δὲν βοηθοῦν, οὔτε σώζουν.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὅσοι Πιστοί)
Οἱ κατὰ Χριστὸν σαλοὶ ἀνῆκαν σὲ μιὰ κατηγορία ἀνθρώπων ποὺ ἀποφάσιζαν νὰ ἀκολουθήσουν μιὰ δύσκολη ὁδό. Ζῶντες στὶς πόλεις, προσεποιοῦντο τὸν τρελλό. Ἔκαναν πράξεις ποὺ θὰ ἔκανε ἕνας τρελλός, ἀλλὰ ὅμως οἱ πράξεις αὐτὲς εἶχαν οὐσιαστικὸ περιεχόμενο. Οἱ κατὰ Χριστὸν σαλοὶ εἶχαν σὲ ὕψιστο βαθμὸ νοερὰ ἐνέργεια, εἶχαν ἀκόμη σώας τὰς φρένας, διάλεγαν ὅμως ἕναν σκληρὸ δρόμο καὶ τρόπο ζωῆς...
Ἡ ζωὴ τῶν κατὰ Χριστὸν σαλῶν ἦταν μιὰ τελεία, ἴσως καὶ ἀκραία ἐφαρμογὴ τῆς μωρίας κατὰ Χριστόν, ποὺ εἶναι ἡ πεμπτουσία ὅλου τοῦ πνεύματος τοῦ Εὐαγγελίου. Δὲν μποροῦν, βέβαια, ὅλοι νὰ παριστάνουν τὸν κατὰ Χριστὸν σαλό, ὅπως τὸ εἴδαμε προηγουμένως, γιατί αὐτὸ εἶναι ἕνα ἰδιαιτερο χάρισμα καὶ μιὰ ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅλοι μποροῦν νὰ βιώσουν τὴν κατὰ Χριστὸν σαλότητα σὲ μετριότερη μορφὴ καὶ ἀνάλογη προσαρμογή. Καὶ αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία, ζωὴ τῆς ἀγάπης, τῆς πίστεως, τῆς ἐγκρατείας ἀποβλέπει καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο πολίτευμα, ποὺ εἶναι σαφῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα πολιτεύματα. Ὅλη αὐτὴ ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ γίνη εὔκολα ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κέντρο τους ἔχουν τὴν λογικὴ καὶ τὶς αἰσθήσεις. Ἡ χριστιανικὴ ζωή, χωρὶς νὰ καταργῇ τὴν λογικὴ καὶ τὶς αἰσθήσεις, κινεῖται πέρα ἀπὸ αὐτές.
... Διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως φανερώνεται ὅτι ἡ φύση μας πλάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀγαθή, γι’ αὐτό, ἄλλωστε, ὁ Χριστὸς προσλαμβάνει ἀνθρώπινη φύση... Τὸ σῶμα εἶναι θετικὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἔχει μεγάλη ἀξία, ἀφοῦ τὸ προσέλαβε ὁ Χριστὸς καὶ τὸ θέωσε.
Τὸ δεύτερο σημεῖο δείχνει τὸ βάθος τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ χρειασθῇ ἡ οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἄκρα ταπείνωσή Του. Φυσικὰ αὐτὸ δείχνει καὶ τὴν μεγάλη ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἀφοῦ δὲν ἄφησε τὸ πλάσμα Του νὰ καταστραφῆ. Ἔτσι, μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἐκδιώκεται ἡ ἀπόγνωση καὶ ἀπελπισία.
(Ἀκόμη) διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως ἀποκαλύφθηκε ἡ Τριαδικότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μονάς, ἀλλὰ Τριας Προσώπων, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Καὶ αὐτὸ εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴν προσωπική μας ζωή. Γιατί ὁ ἀπρόσωπος καὶ ἄγνωστος Θεὸς κάνει τὸν ἄνθρωπο ἀπρόσωπο καὶ ἄγνωστο. Γι’ αὐτὸ τὸ θέμα τῆς Τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ εἶναι πολὺ κρίσιμο γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία, εἶναι ὑπόθεση ζωῆς καὶ θανάτου.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Παρεμβάσεις στὴν Κοινωνία, τ. Β )
Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἐπαινεῖται ἡ ἐργασία τόσο ἡ σωματικὴ ὅσο καὶ ἡ πνευματική. Ὁ Θεὸς μετὰ τὴν δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου τὸν ἔβαλε νὰ ἐργάζεται... Ὁ Ἴδιος ὁ Θεὸς ἐργάζεται, δηλαδὴ διευθύνει τὸν κόσμο ποῦ δημιούργησε μὲ τὴν ἄκτιστη πρόνοιά Του.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἔχοντας ἕνα ἰδιαίτερο ἐπάγγελμα, τὴν τέχνη τοῦ σκηνοποιοῦ, ἐργαζόταν γιὰ νὰ ἐξοικονομῇ τὰ πρὸς τὸ ζήν... Καὶ στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης... συνιστᾶ τὴν ἐργασία...
Ἡ σωματική, λοιπόν, ἐργασία εἶναι ἀπαραίτητη, γι’ αὐτὸ καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ μοναχοὶ ποῦ ἐξασκοῦνται στὴν ἡσυχία καὶ τὴν προσευχὴ ἔχουν καὶ τὸ κατάλληλο ἐργόχειρο, ὥστε νὰ ἐξισορροποῦν τὰ πράγματα καὶ νὰ μὴ δίνουν ἀφορμὴ στὸν διάβολο νὰ τοὺς ἐμπαίζη. Ἡ ἀκηδία, ἡ ἀδιαφορία, παραλύει τόσο τὸ σῶμα ὅσο καὶ τὴν ψυχὴ καὶ εἶναι καταστρεπτικὴ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή.
Βέβαια, ἡ σωματικὴ ἐργασία δὲν ἀπολυτοποιεῖται. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ δὲν ζοῦμε γιὰ νὰ ἐργαζόμαστε, ἀλλὰ ἐργαζόμαστε γιὰ νὰ συντηρηθοῦμε στὴν ζωὴ καὶ νὰ ὑπερβαίνουμε τὸ χρόνο, ἰδίως σὲ περιπτώσεις ποῦ δὲν μποροῦμε νὰ ἐξασκήσουμε πνευματικὴ ἐργασία. Ἡ ἐργασία εἶναι ἕνα ἐργόχειρο, εἶναι ἕνα μέρος τῆς ζωῆς μας. Τὸ λέμε αὐτὸ γιατί πολλοὶ ἔχουν ὡς σκοπὸ τῆς ζωῆς τοὺς νὰ ἐργάζωνται συνεχῶς γιὰ νὰ αὐξάνουν τὰ γεννήματα καὶ τοὺς καρπούς τους, πρὸς ἱκανοποίηση τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας.
Ἡ σωματικὴ ἐργασία, τὸ βιοποριστικὸ ἐπάγγελμα, πρέπει νὰ γίνεται γιὰ νὰ συντηρούμαστε στὴν ζωή... Ἱκανοποιοῦμε μὲ τὴν ἐργασία τὶς ἀνάγκες τόσο τὶς ἀτομικές μας ὅσο καὶ τῶν ἀνθρώπων τῶν ὁποίων ἔχουμε ἀναλάβει τὴν συντήρηση. Πέρα ἀπὸ αὐτό, ἡ ἐργασία πρέπει νὰ γίνεται γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐργασίας πρέπει νὰ ἐξασκῆται ἡ προσευχή. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐξαγιάζεται ὅλο τὸ ἔργο μας καὶ τὸ ἀναφέρουμε στὸν Θεό.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου, «Ἡ Ἰατρικὴ ἐν Πνεύματι ἐπιστήμη»)
Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου εἶναι ἡ ἀρχὴ ὅλων τῷ Δεσποτικῶν ἑορτῶν. Στὸ ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς ψάλλουμε: «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ' αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις...». Τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς ἀναφέρεται στὸ γεγονὸς κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ –ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος μὲ τὸν ὁποῖο συνδέονται ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ– ἐπισκέφθηκε μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ τὴν Παναγία καὶ τὴν πληροφόρησε ὅτι ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι αὐτὴ θὰ γίνη ἡ Μητέρα Του.
Ἡ λέξη «εὐαγγελισμὸς» ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἐπὶ μέρους λέξεις, ἤτοι εὖ καὶ ἀγγελία, καὶ δηλώνει τὴν καλὴ εἴδηση, τὴν καλὴ ἀγγελία. Πρόκειται γιὰ τὴν πληροφορία ποὺ δόθηκε διὰ τοῦ ἀρχαγγέλου ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ ἐνανθρωπήση γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ δόθηκε μετὰ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας, ἡ ὁποία λέγεται πρωτευαγγέλιο. Γι' αὐτό, ἡ πληροφορία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη εἴδηση μέσα στὴν ἱστορία...
Ἡ καλὴ ἀγγελία, τὸ εὐαγγέλιο, ὁ εὐαγγελισμὸς εἶναι διόρθωση τῶν γεγονότων ποὺ ἔγιναν στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, στὸν αἰσθητὸ Παράδεισο τῆς Ἐδέμ. Ἐκεῖ ἀπὸ γυναῖκα ἄρχισε ἡ πτώση καὶ τὰ ἀποτελέσματά της, ἐδῶ ἀπὸ γυναῖκα ἄρχισαν ὅλα τὰ ἀγαθά. Ἔτσι, ἡ Παναγία εἶναι ἡ νέα Εὔα. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ὁ αἰσθητὸς Παράδεισος, ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία. Ἐκεῖ ὁ Ἀδάμ, ἐδῶ ὁ Χριστός. Ἐκεῖ ἡ Εὔα, ἐδῶ ἡ Μαρία. Ἐκεῖ ὁ ὄφις, ἐδῶ ὁ Γαβριήλ. Ἐκεῖ ὁ ψιθυρισμὸς τοῦ δράκοντος-ὄφεως στὴν Εὔα, ἐδῶ ὁ χαιρετισμὸς τοῦ ἀγγέλου στὴν Μαρία (Ἰωσὴφ Βρυένιος). Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διορθώθηκε τὸ σφάλμα τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας.
(Ν. Ι. Δεσποτικὲς ἑορτές)
Θά ἐπιμείνω στήν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Πολεμοῦσε τούς Χριστιανούς καί ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί μέ διώκεις;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ποιός εἶσαι ἐσύ πού σέ διώκω;» Ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: «Ἑγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς πού ἐσύ τόν καταδιώκεις». Ἐδῶ κρύβεται ἕνα σοβαρό ἑρμηνευτικό καί θεολογικό γεγονός. Ὁ Σαούλ ἦταν καλός μελετητής τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐκεῖ διάβαζε γιά τόν Ἄσαρκο Λόγο, τόν Γιαχβέ πού ἐμφανιζόταν στούς Προφῆτες μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα στίς ἡμέρες του ἐμφανίσθηκε κάποιος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ὀνόμαζε τόν ἑαυτό του ὅτι ἦταν Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Σαούλ ὡς εὐσεβής Ἰουδαῖος δέν μποροῦσε νά τό ἀποδεχθῆ αὐτό, ἀφοῦ ὁ Γιαχβέ πού ἐμφανιζόταν στούς Προφήτας καί τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ὁ Γιαχβέ. Ὁ Σαούλ δέν νόμιζε ὅτι διώκει τόν Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀντίθετα θεωροῦσε ὅτι ἐν ὀνόματι τοῦ Γιαχβέ πολεμοῦσε μερικούς πού κήρυτταν τόν Ἰησοῦν ὡς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέν μποροῦσε νά τό ἀποδεχθῆ.
Ἔτσι ὁ Χριστός τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἐκεῖνος τόν διώκει. Αὐτό ἦταν μία μεγάλη ἀποκάλυψη. Μέ αὐτήν τήν ἀποκάλυψη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔφθασε στήν μεγάλη αὐτή ἐμπειρία, νά συνδέση καί νά ταυτίση τόν Ἄσαρκο Λόγο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού ἐμφανιζόταν στούς Προφῆτες μέ τόν σεσαρκωμένο Λόγο πού ἐμφανίστηκε στούς Μαθητές καί ὅτι προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔκανε σῶμα, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ.
Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Τράπεζα Μονῆς Καρακάλλου 29-6/12-7-2018
Ὁλόκληρο τό ἐκκλησιαστικό ἔτος θεωρεῖται ὡς ἔτος σωτηρίας, ὡς σωτηριώδης χρόνος, γι’ αὐτό καί χαρακτηρίζεται ὡς σωτήριο ἔτος, καί χωρίζεται σέ Δεσποτικές ἑορτές, Θεομητορικές ἑορτές, ἀλλά καί σέ ἑορτές τῶν Ἁγίων, καί ὅλες αὐτές οἱ ἑορτές τό προσδιορίζουν. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια καί ὁλόκληρη ἡ ζωή μας εἶναι περίοδος σωτηρίας, καί διά τῶν ἑορτῶν τῆς θείας Οἰκονομίας βιώνουμε τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί ὁλόκληρη ἡ ζωή μας προσδιορίζεται καί χρωματίζεται ἀπό αὐτήν. Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ λέγεται θεία Οἰκονομία, γιατί δείχνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός οἰκονόμησε τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά τήν ἱερή ἱστορία.
Ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου εἶναι, κατά τόν ἅγιο Ἀνδρέα, Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης, ἀρχή, μέση καί τελευταία ὅλων τῶν ἑορτῶν, ὡς πρός τήν θεία Οἰκονομία. Εἶναι ἀρχή τῶν ἑορτῶν ὡς «ἀρχήν ἔχουσα, τήν τοῦ νόμου περαίωσιν• μεσότητα δέ, τήν πρός τά ἄκρα συνάφειαν• τέλος δέ, τήν τῆς ἀληθείας φανέρωσιν». Μέ τήν ἑορτή αὐτή περατώνεται ὁ νόμος πού ἔκανε λόγο γιά τόν Χριστό, ἀρχίζει ἡ ἀντίστροφη μέτρηση τῆς σωτηρίας, φανερώνεται ἡ ἀλήθεια πού εἶναι τέλος τοῦ νόμου, καί συνάπτεται ἡ Παλαιά μέ τήν Καινή Διαθήκη. (…)
Ἡ Ἐκκλησία μέ τό ἑορτολόγιο πού ἔχει καθορίσει θέλει νά δείξη στούς Χριστιανούς ὅτι δέν πρέπει νά βλέπουν τόν χρόνο τῆς ζωῆς τους μέσα ἀπό πολιτικά, ἱστορικά καί κοινωνικά γεγονότα, ἀλλά μέσα ἀπό τά γεγονότα τῆς σωτηρίας, ὅπως ἐκφράζονται στίς Δεσποτικές καί Θεομητορικές ἑορτές, ἀλλά καί στίς ἑορτές τῶν Ἁγίων. Ἔτσι, προσδιορίζουμε τίς περιόδους τοῦ ἔτους (φθινόπωρο, χειμώνα, ἄνοιξη, καλοκαίρι), καθώς καί τούς συγκεκριμένους μῆνες μέσα ἀπό τό θαυμάσιο ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο κατήρτισαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ θεῖο φωτισμό.

Οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι ἅγιοι πατέρες καθόρισαν νὰ συνδέεται ἡ ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τὴν ἧττα τῶν εἰκονοκλαστῶν, γιατί ἡ εἰκόνα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποκαλύπτει τὴν στενὴ σχέση μεταξὺ κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως, καί, μάλιστα, φανερώνει τὴν ἀλήθεια ὅτι τὸ ἄκτιστο χαριτώνει καὶ μεταμορφώνει τὸ κτιστό.
...
Στὴν ὅλη συζήτηση ποὺ ἔγινε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ κυρίαρχη θέση κατεῖχε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο ἑνώθηκε ἡ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀχωρίστως, ἀδιαιρέτως, ἀναλλοιώτως. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπιση Του ἀνέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ τὴν θέωσε, γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἁγιογραφοῦμε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων. Αὐτὸ φανερώνει περίτρανα ὅτι ὁ ἄνθωπος εἶναι ἡ περίληψη ὅλης τῆς δημιουργίας, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ κέντρο καὶ ἡ ἀναφορὰ ὅλου τοῦ κόσμου.
Μεταξὺ τῶν προβλημάτων ποῦ ἀντιμετώπισαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαντῶντας στὸ Ἑλληνισμὸ ἦταν καὶ τὸ ἀνθρωπολογικὸ πρόβλημα. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὅλος ὁ ἀγῶνας τῶν εἰκονοφίλων περιστρεφόταν γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων, καὶ ἐπιχειρηματολογούσας γιὰ τὸ ὅτι μποροῦμε νὰ τὰ ἁγιογραφοῦμε, ἀκριβῶς γιατί ὑπάρχει θέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, στὸν μὲν Χριστὸ θέωση ὑποστατική, στοὺς δὲ ἁγίους θέωση κατ’ ἐνέργεια, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ποιεῖ τὴν θέωση, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος πάσχει τὴν θέωση.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Εἰκονοφιλικὸ καὶ εἰκονοκλαστικὸ πνεῦμα)
Στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου παρατηροῦμε ἕξι βασικά σημεῖα.
Τό πρῶτο εἶναι ἡ Θεαρχία, πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς θεώσεως.Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι ἀπό τήν μετοχή στίς δυνάμεις τοῦ Θεοῦ ἔχουμε τίς Θεωνυμίες, καί οἱ βασικότερες Θεωνυμίες εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἀγαθός καί Καλός. Τό Ἀγαθός σημαίνει πρόοδος, φῶς πού ἔρχεται πρός ἐμᾶς, καί τό Καλός, σημαίνει ὅτι ἀνάπτει τόν πόθο γι᾽ Αὐτόν.Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ἡ μετοχή στίς Θεωνυμίες, δηλαδή ἡ Ἱεραρχία, ἡ ὁποία σημαίνει ἀρχή τῆς ἱερότητος, μετοχή στίς Θεωνυμίες, εἶναι ἡ μέθεξη τῶν θεωνυμιῶν καί αὐτό εἶναι ἡ ἱερά τάξη, ἡ ἱερά ἐπιστήμη, ἡ ἱερά ἐνέργεια.
Ἔτσι ἔχουμε τήν οὐράνια ἱεραρχία, τήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, καί τήν ἱεραρχία στόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου.Τό τέταρτο εἶναι οἱ Τελετές, τά Μυστήρια πού τελοῦνται στήν Ἐκκλησία.Τό πέμπτο εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει σκοπό νά ἀνάψη τήν δίψα καί τόν πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιά νά ζῆ αὐτήν τήν ἑνότητα μέ τήν Θεαρχία.Καί τέλος, τό ἕκτο, εἶναι ὅτι ὁ ἐκτός τῆς Ἱεραρχίας κόσμος εἶναι ὁ κόσμος πού δέν μετέχει τῆς Θεοείδειας, τῆς φωτοχυσίας, τῆς δόξας. Εἶναι ὁ κόσμος πρίν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτή εἶναι ἡ βάση τῆς θεολογίας ὅλων τῶν Πατέρων, εἶναι ἡ βάση τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Ἱεροθέου. Τήν ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη τήν ἔκανε ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Στήν συνέχεια, θεωρῶ, ὅτι αὐτήν τήν διδασκαλία ἔχει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.Ὁπότε, ἄν θέλη κανείς νά ἑρμηνεύση τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, τόν ἑρμηνεύει μέ βάση τά ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, καί βέβαια ὅλων τῶν νηπτικῶν Πατέρων, τῶν ὁποίων τά ἔργα περιλαμβάνονται στήν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, μπορῶ νά προσθέσω καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἁγιορείτου.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Θεαρχία καί Ἱεραρχία
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὅτι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὴν ἀρχὴ τοῦ θεολογικοῦ του ἀγώνα ὁμιλοῦσε γιὰ τὰ ἡσυχαστικά, νηπτικὰ ζητήματα. Ἄρχισε, δηλαδή, μὲ τὰ κείμενα, τὰ περὶ ἀγάπης καὶ γενικότερα μὲ τὰ κείμενα τὰ ὁποῖα ὁμιλοῦν γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δεύτερη φάση τοῦ ἀγῶνος του ἦταν τὸ πῶς θὰ μεταφέρει τὴν ὁρολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων περὶ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ τρίτη φάση τοῦ θεολογικοῦ του ἀγῶνος ἦταν ὅτι κάθε φύση ἔχει τὴν δική της θέληση, δηλαδή, ἦταν ἐναντίον τοῦ μονοθελητισμοῦ στὸν Χριστό.
Ἀλλὰ θεωρῶ ὅτι ἡ βάση τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἦταν αὐτὴ ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση. Εἶναι μεγάλος ἡσυχαστὴς καὶ μεγάλος ὁμολογητής. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ εἶναι πραγματικὰ ὁμολογητής, ἂν προηγουμένως δὲν εἶναι ἡσυχαστής. Καὶ αὐτὸ τὸ βλέπουμε καθαρὰ στὰ πρῶτα κείμενα τὰ ὁποῖα συνέγραψε ὁ ἅγιος Μάξιμος.
Θυμᾶμαι πρὶν ἀπὸ χρόνια, ὅταν ἔγινα κληρικός, ἤθελα νὰ δῶ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ διάβασα τὰ «κεφάλαια περὶ ἀγάπης» τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ ἐντοπίσω τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀγάπη. Νόμιζα ὅτι θὰ βρῶ στὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ τὸ νὰ ὁρίζει τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο διέκρινα εἶναι ὅτι μιλοῦσε συνέχεια γιὰ τὰ πάθη, καὶ τὸ κυριότερο πάθος ἔλεγε ὅτι εἶναι τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας.
[…]
Ἐὰν ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ρίζα, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὀνομάζει, ὅλων τῶν παθῶν, τότε ἀπὸ αὐτὴ τὴν ρίζα καὶ τὸν κορμὸ τῆς φιλαυτίας γεννιοῦνται τὰ πάθη τῆς φιλοδοξίας, τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς φιληδονίας. Ἑπομένως, ὅλος ὁ ἀγώνας ποὺ πρέπει νὰ γίνει ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ καὶ τὸν μοναχὸ εἶναι στὸ πάθος τῆς φιλαυτίας.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: «Ἡ Ἁγία Γνώση»)
Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ γέννηση τοῦ Χριστοῦ, κάνουμε λόγο γιὰ δύο γεννήσεις. Ἡ μία εἶναι ἡ προαιώνια γέννηση τοῦ Λόγου ἀπὸ τὸν Πατέρα, κατὰ τὴν θεία φύση, καὶ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ἐν χρόνῳ γέννηση ἀπὸ τὴν Παναγία, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση...
«Αὐτὸ ποῦ ἔχει σημασία εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ Λόγος, πρὸ τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεώς Του, εἶναι κατὰ πάντα ὅμοιος μὲ τὸν Θεό, δὲν εἶναι ἐκ τοῦ μηδενός. Γιατί ὁ Λόγος ἔχει δύο γεννήσεις. Ἡ μία γέννηση πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἡ ἄλλη γέννηση ἐν χρόνῳ, ποὺ εἶναι ὡς ἀνθρώπου γέννηση, ἡ ἐνσάρκωση».
Αὐτὴ ἡ θεολογικὴ ἀλήθεια εἶναι ἀποκαλυπτικὴ καὶ κυρίως εἶναι ἐμπειρική, ἀφοῦ ἡ θεωθεῖσα σάρκα τοῦ Χριστοῦ γίνεται πηγὴ ζωῆς στὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως στοὺς ἁγίους.
«Δὲν εἶναι μόνο ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη ποὺ διδάσκουν καθαρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Λόγος, ὁ Κύριος τῆς Δόξης, ὁ ὁποῖος εἶναι φύσει Θεὸς καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, ἀληθινὰ σαρκώθηκε καὶ γεννήθηκε στὴν κανονικὴ δική Του καὶ ξεχωριστὴ ἀνθρωπότητα ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία –ἡ ὁποῖα εἶναι κατὰ γράμμα καὶ ὡς γεγονὸς καὶ ἐν ἀληθείᾳ Θεοτόκος ἢ Μητέρα τοῦ Θεοῦ–... Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται καθαρὰ σ’ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν φθάσει στὴν θέωση, ἀπὸ τὴν ὁποῖα μαθαίνουν ἐμπειρικὰ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Λόγος καὶ φύσει Θεὸς καὶ φύσει ἄνθρωπος καὶ φύσει ἡ πηγὴ τῆς δόξας, μεταδίδοντας στὴν ἀνθρώπινη φύση Του τὴν ὕπαρξη τῆς πηγῆς τῆς δόξας, διὰ τῆς ὁποίας ἡ ἴδια ἡ σάρκα τοῦ Λόγου γίνεται πηγὴ τῆς ζωῆς μας καὶ ζωοδότρια...».
(Ἐμπειρικὴ Δογματική, Τόμος Β')
Ἡ Ἱερά Μονή εἶναι «Φροντιστήριο» τῆς πνευματικῆς ζωῆς, εἶναι χῶρος προσευχῆς, ὅπου οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές ἐκπαιδεύονται στήν μετάνοια, τήν κατά Χριστόν ἄσκηση, τήν προσευχή, τήν πορεία πρός τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἡ μοναχική ζωή εἶναι ἡ προφητική, ἀποστολική καί μαρτυρική ζωή. Μέσα σέ αὐτή τήν προοπτική πρέπει νά συντονίζεται ἡ καθημερινή ζωή τῆς Ἀδελφότητος καί φυσικά σέ αὐτό πρέπει νά βοηθᾶ ὁ Πνευματικός τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, κυρίως ὅμως ἡ Γερόντισσα. Ὅλα πρέπει νά συντείνουν στήν ἀπόκτηση τῶν τριῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἤτοι τῆς ἀκτημοσύνης, τῆς ὑπακοῆς καί τῆς παρθενίας, διά τῶν ὁποίων οἱ μοναχοί-ές βιώνουν τήν καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιό ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Αὐτή τήν διδασκαλία καί θεολογία παρέδωσα στίς Μοναχές τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἰδιαιτέρως στήν Γερόντισσα Φωτεινή. Αὐτό τό κλίμα ἔπρεπε νά ὑπάρχη στήν Ἱερά Μονή καί μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο ἔπρεπε νά ἐργάζεται ἡ Γερόντισσα. Πρέπει ἡ ἴδια νά ἔχη μέσα της ζωή, νά διακρίνεται γιά τήν ἀγάπη τῆς αἰωνίου ζωῆς καί μέ αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά καθοδηγῆ τίς μοναχές. Ἡ θέση τῆς Ἡγουμένης-Γερόντισσας σέ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι εἶναι σημαντική. Ἡ Γερόντισσα κατέχει τήν ὑψηλότερη θέση πού μπορεῖ νά ἀποκτήση μιά γυναίκα στήν Ἐκκλησία. Διότι, ἐκτός ἀπό τήν διοίκηση τῆς Μονῆς, ἔχει καί πνευματικά καθήκοντα ἔναντι τῶν μοναζουσῶν. Πρέπει νά τίς καθοδηγῆ στήν ἐν Χριστῷ ζωή, πού σημαίνει πρέπει νά τίς βοηθᾶ στό νά διακρίνουν τούς λογισμούς• ἡ καρδιά τους νά παραμένη καθαρή ἀπό τήν ἐνέργεια τῶν λογισμῶν καί τῶν παθῶν• οἱ λογισμοί, ἀκόμη καί οἱ καλοί, νά μή κατεβαίνουν στήν καρδιά, στόν ἔσω ἄνθρωπο, γιατί ἐκεῖ πρέπει νά γίνεται ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Θεωρῶ τήν ποιμαντική ἐργασία τῆς Γερόντισσας στήν Ἱερά Μονή πολύ σημαντική.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἡ Γερόντισσα Φωτεινή