«...ε) Ἡ ἐπιστήμη τῆς γενετικῆς, καί βέβαια, ἡ κλωνοποίηση τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά ἀπαλλάξη τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν θνητότητά του, μέ τήν ὁποία γεννιέται. Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἐνδεχόμενο νά θεραπεύση μερικές κληρονομικές ἀσθένειες, μπορεῖ νά παρατείνη τήν ζωή, ἀλλά δέν μπορεῖ νά βοηθήση τόν ἄνθρωπο νά ὑπερβῆ τόν θάνατο. Τό βασικό, ὅμως, πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι ἡ παράταση τῆς βιολογικῆς ζωῆς, οὔτε ἡ ἀπομάκρυνση χρονικά του θανάτου, ἀλλά ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας.
στ) Μέ τίς σύγχρονες προκλήσεις δίνεται ἡ εὐκαιρία νά καθορισθῆ τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ζωή καί τί εἶναι ὁ θάνατος. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος βασανίζεται πολύ ἀπό αὐτά τά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα. Ὅσες ὁμοιότητες καί ἄν ὑπάρχουν, σωματικές, ψυχολογικές κ.λπ., ὅσες μεταμοσχεύσεις κι ἄν γίνουν, ὁ ἄνθρωπος θά αἰσθάνεται τήν ἀδήριτη ἀνάγκη νά ἀπαντήση σέ αὐτά τά ἐρωτήματα. Οἱ ἐπιστήμονες δέν μποροῦν νά δώσουν ἀκριβεῖς ἀπαντήσεις. Καί ἄν ἀκόμη προσπαθήσουν νά ἀπαντήσουν, καί τότε οἱ ἀπαντήσεις δέν θά εἶναι πλήρεις. Ὁ ἄνθρωπος ἐρωτᾶ: «Γιατί νά γεννηθῶ, γιατί μέ γέννησαν χωρίς νά μέ ἐρωτήσουν;» Αὐτό τό πρόβλημα θά μεγαλώση ἀκόμη περισσότερο, ἄν πληροφορηθῆ ὅτι δημιουργήθηκε μέ κλωνοποίηση, χωρίς τήν στοργή τοῦ πατέρα καί τῆς μάνας. Ἔπειτα, ὁ ἄνθρωπος ἀπασχολεῖται μέ τό ἐρώτημα ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεώς του, γιατί ὑπάρχει. Τό μεγαλύτερο δέ ἐρώτημα βρίσκεται στά πλαίσια τοῦ θανάτου. Πολλοί νέοι ἐρωτοῦν: «Γιατί νά ὑπάρχη ὁ θάνατος, γιατί πεθαίνουν τά ἀγαπητά μου πρόσωπα, ποῦ πηγαίνουν μετά τόν θάνατο; Γιατί νά ἔρχομαι στήν ζωή καί μετά ἀπό λίγο νά ἐξαφανίζομαι, ἄν δέν ὑπάρχη μετά τόν θάνατο ζωή; Καί ἄν ὑπάρχει ζωή μετά τόν θάνατο, ὅπως πιστεύουμε ἐμεῖς, τότε γιατί νά πεθαίνω καί ποῦ πηγαίνω;» Στά ἐρωτήματα αὐτά ἀπαντᾶ ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία, ἐνῶ ἡ ἐπιστήμη δέν μπορεῖ νά δώση καμμιά ἀπάντηση.
ζ) Ὁ ἄνθρωπος, ἔστω κι ἄν κλωνοποιηθῆ, θά παραμείνη κτιστός, δηλαδή θά ἔχη συγκεκριμένη ἀρχή, θά ζῆ μέ τήν φθαρτότητα, θά ἔχει τήν ἐλευθερία, ἡ ὁποία δέν θά ἐνεργή ὑποχρεωτικῶς θετικά, ὅπως γίνεται μέ τήν ἄκτιστη φύση, ἀλλά θά ἐνεργή καί ἀρνητικά, καί θά ἔχη ἕνα βιολογικό τέλος. Θά μποροῦσε βέβαια, ὡς κτιστός, νά ἔχη καί ἕνα ὑπαρξιακό τέλος, ἀλλά αὐτό δέν γίνεται, γιατί ἔτσι τό θέλησε ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι κατά χάρη ἀθάνατος. Μέσα ὅμως στήν Ἐκκλησία κάνουμε λόγο γιά μιά ἄλλη «κλωνοποίηση», τήν ὁποία δέν μπορεῖ νά δώση στόν ἄνθρωπο ἡ ἐπιστήμη. Μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο. Ἔτσι, σέ κάθε ἄνθρωπο δόθηκε ἡ δυνατότητα νά ἀποκτήση ἐμπειρία τῆς κατά Χάριν ἑνώσεως τῆς κτιστῆς φύσεώς του μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Οἱ ἅγιοι ἀπέκτησαν τήν ἐμπειρία ὅτι ἔγιναν κατά Χάριν ἄκτιστοι καί ἀθάνατοι, ἀφοῦ «μεταμοσχεύθηκε» μέσα τους τό ἄκτιστο καί ἀθάνατο, καί ἀπέκτησαν ἐμπειρία τῆς αἰωνίου ζωῆς καί ἀπό αὐτήν ἀκόμη τήν βιολογική ζωή. Ὁπότε τό πρόβλημα δέν εἶναι ἡ σωματική ἤ γενετική μεταμόσχευση, ἀλλά ἡ «μεταμόσχευση» τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ὑπόστασή μας. Μιά τέτοια ἐμπειρία δίνει νόημα ζωῆς στόν ἄνθρωπο.
Ἑπομένως, ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη, καί μάλιστα ἡ γενετική, μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία νά ἀσχοληθοῦμε μέ τά αἰώνια προβλήματα πού ἀπησχόλησαν τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία μέχρι σήμερα, καί στά ὁποῖα προβλήματα οἱ λύσεις δόθηκαν μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει νά δοῦμε τά ἀνθρωπολογικά προβλήματα μέσα ἀπό τήν θεολογία, τήν Οἰκονομία, τήν σωτηριολογία καί τήν ἐσχατολογία. Εἶναι ἀφορμή νά ὁδηγήσουμε τήν ἀναζήτηση τοῦ ἀνθρώπου στά ἐνδότερα καί τά ὑψηλότερά της ζωῆς...».
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου «Μεταξύ δύο αἰώνων»)
...Παρουσιάζονται (στήν διατριβή τῆς κ. Ἰωάννας Κομνηνοῦ) τά τρία μοντέλα διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά Σχολεῖα πού κυριαρχοῦν στήν Εὐρώπη.
Τό πρῶτο μοντέλο εἶναι τό ὁμολογιακό, τό ὁποῖο χαρακτηρίζεται ὡς «διδασκαλία τῆς θρησκείας» πού συνδέει τήν διδασκαλία μέ τήν πίστη μιᾶς ἤ πολλῶν θρησκειῶν. [...]
Τό δεύτερο μοντέλο διδασκαλίας εἶναι τό θρησκειολογικό, πού χαρακτηρίζεται ὡς «μαθαίνοντας γιά τήν θρησκεία». Πρόκειται γιά περισσότερο ἀνθρωπιστικό καί θρησκειολογικό μάθημα, παρά ὁμολογιακό. [...]
Τό τρίτο μοντέλο διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν εἶναι περισσότερο τό πολυπολιτισμικό-ἠθικό πού χαρακτηρίζεται ὡς «μαθαίνοντας ἀπό τήν θρησκεία», ὅταν οἱ μαθητές «δέν μαθαίνουν μιά θρησκεία (ὁμολογιακό μοντέλο) ἤ πολλές θρησκεῖες (θρησκειολογικό μοντέλο), ἀλλά μέσα ἀπό τίς δικές τους ἐμπειρίες καί ἀναζητήσεις ἀντιμετωπίζουν κριτικά τό θρησκευτικό φαινόμενο καί διαμορφώνουν τήν προσωπική τους ἄποψη καί κατανόηση τοῦ κόσμου.
Ἔχοντας ὑπ' ὄψιν ὅλα αὐτά, φαίνεται ὅτι τά βιβλία τά ὁποῖα εἶναι ἀκόμη σέ χρήση στήν Ἑλλάδα –στήν Στοιχειώδη καί τήν Μέση Ἐκπαίδευση– προσδιορίζονται κυρίως ἀπό τόν δημιουργικό συνδυασμό τοῦ πρώτου καί τοῦ δευτέρου μοντέλου καί ἀνταποκρίνονται στίς σύγχρονες ἐκπαιδευτικές ἀνάγκες στήν Ἑλλάδα, ὅπως προσδιορίζονται ἀπό τήν εὐρωπαϊκή προοπτική. Ἀντίθετα, τό προτεινόμενο Πρόγραμμα Σπουδῶν στό Δημοτικό-Γυμνάσιο καί τό Λύκειο ἀναφέρεται στό τρίτο μοντέλο, «μαθαίνοντας ἀπό τήν θρησκεία».
[...] Ἑπομένως, στήν σύνταξη τῶν νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν γιά τά Θρησκευτικά στήν Ἑλλάδα στά πλαίσια τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, διαπιστώνονται διάφορα προβλήματα.
Μεταξύ αὐτῶν τῶν προβλημάτων εἶναι «ἡ θολή ἐννοιολόγηση τῆς θρησκείας», ἀλλά καί «ὁ τρόπος ἀνάπτυξης τῶν χρησιμοποιημένων ἐννοιῶν», καί ὅπως παρατηρεῖται «ἡ ἐπιφανειακή καί πρόχειρη διασύνδεση τῶν ἐννοιῶν στίς διάφορες θρησκεῖες ἀναδεικνύει ἕνα ἐπιπρόσθετο πρόβλημα, αὐτό τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ». Ἑπομένως, τό τρίτο αὐτό μοντέλο θρησκευτικοῦ μαθήματος, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, δημιουργεῖ «σύγχυση στόν μαθητή», καί ἕνα «θολό τοπίο» καί ταυτόχρονα δημιουργεῖ μιά «ἀτομική θρησκεία», «ὅπου ὁ καθένας ἐπιλέγει ἀπό κάθε θρησκεία ὅ,τι θέλει καί δημιουργεῖ τή δική του θρησκεία».
(Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Εἰσήγηση στήν Ἱεραρχία, 9-3-2016)
Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι τὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι οὔτε ἀπολυταρχικὸ (δικτατορικό), οὔτε δημοκρατικὸ (ὅ,τι θέλει ὁ λαός), ἀλλὰ ἱεραρχικό. Ὅλοι ἔχουν ἀνάλογα χαρίσματα καὶ ὅλοι μαζὶ συνεργάζονται γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιὰ διαρκὴς Σύνοδος, μιὰ κοινωνία προσώπων ἐν Χριστῷ ποὺ προσφέρουν τὸ χάρισμά τους γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ Σύνοδος εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλους τοὺς καθαγιάζει καὶ τοὺς ἐμπνέει τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ποὺ εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνοδικῶς ἀποφασίζει, συνοδικῶς ἐνεργεῖ τὴν ἐκλογὴ καὶ τὴν χειροτονία τῶν Διακόνων, Πρεσβυτέρων καὶ Ἐπισκόπων, συνοδικῶς καθορίζονται οἱ σχέσεις μεταξὺ Ἐπισκόπων καὶ Πρεσβυτέρων, μεταξὺ Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν.
Δυστυχῶς, ἐπειδὴ εἰσέρχονται τὰ πάθη καὶ ἐπειδὴ πολλοὶ εἶναι βεβαπτισμένοι χωρὶς νὰ εἶναι βεβαιόπιστοι καὶ ἀκόμη ἐπειδὴ ὑπάρχουν πολλὲς ἀνάγκες καὶ δὲν μποροῦν νὰ καλυφθοῦν, γι' αὐτὸ καὶ παρατηροῦνται πολλὲς ἀνωμαλίες στὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄνθρωποι χωρὶς νὰ ἔχουν χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διεκδικοῦν καὶ αὐτοχρίονται χαρισματοῦχοι, μὲ φρικτὰ ἀποτελέσματα.
Ὅταν ὅλοι ζοῦμε μὲ μετάνοια, τότε κατανοοῦμε ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἁγιοπνευματικοὺς θεσμοὺς καὶ βοηθοῦμε νὰ λειτουργοῦν κανονικὰ γιὰ τὴν ὠφέλεια ὅλων. Πρέπει νὰ εὐχόμαστε αὐτὴν τὴν μετάνοια γιὰ νὰ λειτουργῇ καὶ νὰ διοικῆται ἁγιοπνευματικὰ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἐμεῖς νὰ σωζόμαστε μέσα σὲ Αὐτήν.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου: "Ὅσοι Πιστοί")
Ἀπαιτεῖται μεγάλη νήψη ἐκ μέρους τοῦ Ἱερέως. Καί αὐτή ἡ νήψη ἀπαιτεῖ πολύ πόνο. Ἡ θεία Λειτουργία πρέπει νά τελῆται ὑπό τοῦ Ἱερέως πρῶτα ὑπέρ τοῦ ἑαυτοῦ του «νηφόντως καί πεπονημένως».
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐπιμένει σ’ αὐτήν τήν διαρκῆ προσοχή γιά τήν διαφύλαξη τῆς ἱερατικῆς χάριτος. Λέγει ὅτι ὁ Ἱερεύς πρέπει νά εἶναι νηφάλιος καί διορατικός «καί μυρίους πανταχόθεν κεκτῆσθαι τούς ὀφθαλμούς». Νά μοιάζη μέ τά πολυόμματα Χερουβείμ γιά νά λατρεύη καθαρά τόν Κύριο τῶν δυνάμεων. Πρέπει νά εἶναι περιφραγμένος ἀπό παντοῦ, «τῇ τε συντόνῳ σπουδῇ καί τῇ διηνεκεῖ περί τόν βίον νήψει», γιά νά μή τραυματισθῆ. Κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο ὅπως ἡ φωτιά χρειάζεται ξύλα, ἔτσι καί «ἡ χάρις τῆς προθυμίας τῆς ἡμετέρας, ἵνα ἀεί ἀναζέῃ». Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά σβήση ἤ νά ἀνάψη αὐτό τό χάρισμα. Τό χάρισμα τῆς «προστασίας τῆς Ἐκκλησίας» σβήνει «διά τῆς ἀκηδίας καί ραθυμίας», διεγείρεται δέ «ὑπό νήψεως καί προσοχῆς».
Ἡ νήψη εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά διαφυλάξη τόν ἑαυτό του καθαρό καί ἔτσι νά παραμείνη ἡ ἱερατική Χάρη καί εὐλογία. Ἡ σεβασμία ἱερωσύνη, κατά τόν ὅσιο Θεόγνωστο, «ἀγγελικῆς δεῖται τάξεως καί καθάρσεως καί πλείονος τῆς μετά ταῦτα ἀσφαλείας καί σωφροσύνης». Πρέπει ὁ ἱερωμένος, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, νά εἶναι τόσο καθαρός ὡσάν νά στέκεται μεταξύ τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων. Ἡ ψυχή τοῦ ἱερέως, κατά τόν ἴδιο Πατέρα, πρέπει νά εἶναι καθαρότερη ἀπό τίς ἀκτίνες «ἵνα μηδέποτε ἔρημον αὐτόν καταλιμπάνῃ τό Πνεῦμα τό ἅγιον».
....
Δέν διστάζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες νά φανερώσουν καί τήν τιμωρία τῶν ἀναξίων ἱερέων, αὐτῶν πού μετέρχονται αὐτό τό μεγάλο ὑπούργημα χωρίς τήν κατάλληλη δοκιμασία, προετοιμασία καί ζωή. Καί αὐτό γιατί, ἀντί νά θεραπεύουν τίς ψυχές τοῦ ποιμνίου, τίς σκανδαλίζουν.
Ὁ Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης γράφει: «Μή παίζωμεν εἰς τά θεῖα».
Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία»
«Οὐδέποτε παύσαμε ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε στὴν ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων.
Ἐξ ἐπόψεως πνευματικῆς ἰσότητος, ὑπάρχει ἀπόλυτη ἰσότητα τῶν ἀνθρώπων, διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν νοερὰ ἐνέργεια. Καὶ τὰ ὕψη τῆς θεολογίας δὲν ἔχουν σχέση μὲ τὴν λογικὴ ἐνέργεια. Μὲ παρακολουθεῖτε; Λοιπόν, ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἐπόψεως, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει μιὰ ἰσότητα ποὺ δὲν ὑπάρχει σὲ κανέναν ἄλλον τομέα, διότι, ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε δὲν θὰ ὑπάρξη ποτὲ ἰσότητα στὴν λογική. Διότι ἡ λογικὴ ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου ἔχει σχέση μὲ τὴν φαιὰ οὐσία, μὲ τὰ κληρονομικὰ προβλήματα ποὺ ἔχει ἀπὸ τοὺς γονεῖς κ.ο.κ. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὁ ἕνας δίνει ἐξετάσεις καὶ μπαίνει στὸ Πανεπιστήμιο, ὁ ἄλλος δίνει δεκαπέντε φορὲς ἐξετάσεις, δὲν μπαίνει στὸ Πανεπιστήμιο. Ὁ ἕνας παίρνει τὸ πτυχίο τοῦ Γυμνασίου, ὁ ἄλλος δὲν παίρνει τὸ πτυχίο τοῦ Γυμνασίου κλπ. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει ἰσότητα, ἀλλὰ ὅμως στὴν θεολογία ὑπάρχει ἰσότητα. Ὁπότε, πιὸ πολλὴ ἰσότητα ξέρουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἀπὸ ὅ,τι ξέρουν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὴν κοινωνία.
Μετά, ἰσότητα στὴν τελειότητα σημαίνει καὶ ἰσότητα στὰ πλούτη. Διότι πλούσιος γίνεται ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος φθάνει στὴν θέωση, ἀλλὰ κατὰ κόσμον ὅμως γίνεται φτωχούλης. Ὁπότε, ὡς πτωχός, ἰσοπεδοῦται μὲ ὅλους τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου καὶ γίνεται ἴσος μὲ τοὺς πτωχούς. Ὁπότε, δὲν ὑπάρχει κοινωνικὸ πρόβλημα ἀπὸ αὐτῆς τῆς ἐπόψεως, διότι δὲν ταυτίζεται ποτὲ μὲ τὸν πλούσιο, ἀλλὰ μὲ τὸν φτωχό. Αὐτὸ εἶναι αὐτόματο στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἀλλιώτικα. Διότι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ταυτίζεται μὲ τοὺς πλουσίους εἶναι ἀπόδειξη ὅτι δὲν ἔχει νοερὰ προσευχή. Γιὰ νὰ ἔχη νοερὰ προσευχή, πρέπει νὰ ταυτισθῇ μὲ τοὺς πτωχούς».
(π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, εἰς «Ἐμπειρικὴ Δογματική...», τόμ. Β').
Ἡ ἱστορία συνδέεται στενά μέ τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἐργάσθηκε στόν χρόνο καί τόν χῶρο καί ἡ Ἐκκλησία ζῆ στήν ἱστορική πραγματικότητα. Ἡ γραμμένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱστορία τοῦ κόσμου, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, εἶναι «τά ἴδια τά ἀχνάρια πού ἀφήνει τό πέρασμα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία, βλέπουμε πῶς ὁ Θεός περιπατεῖ ἀνάμεσα ἀπό τίς γραμμές τῶν ἀνθρώπων». Γι’ αὐτό «ἀδιαφορία γιά τήν ἱστορία ὁδηγεῖ σέ μιά αἱρετική ξηρότητα, σέ μιά δογματιστική διάθεση». Ἄς προσέξουμε τήν φράση ὅτι ὁ Θεός «περιπατεῖ ἀνάμεσα ἀπό τίς γραμμές τῶν ἀνθρώπων» πού προφανῶς εἶναι ἡ λεγομένη «ἱερά ἱστορία», πού διαφέρει σαφῶς ἀπό τήν κοινή ἱστορία.
Βέβαια, ἡ πραγματική ἐκκλησιαστική ἱστορία δέν ταυτίζεται πλήρως μέ τά ἱστορικά γεγονότα, ἀλλά εἶναι τό ἁγιολόγιο καί τό ἑορτοδρόμιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἀλλιῶς βλέπει τά θέματα ἕνας ἱστορικός καί ἀλλιῶς ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Πάντως, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα, ἀλλά οὔτε καί νά ταυτισθῆ μέ αὐτήν.
Παράλληλη καί διαφοροποιημένη εἶναι καί ἡ σχέση μεταξύ πολιτικῆς καί θεολογίας. Μερικές φορές πορεύονται παράλληλα, ἀλλά πάντοτε διαχωρίζονται σημαντικά. Ἡ διένεξη μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, γιά παράδειγμα, ἐπηρεάσθηκε ἀπό πολιτικούς παράγοντες καί συμπορεύθηκαν τά πολιτικά μέ τά θεολογικά αἴτια. Ἡ διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ξεκινοῦσε ἀπό πολιτικές σκοπιμότητες καί ἀκολούθησαν καί τά θεολογικά αἴτια. Ἄλλες φορές γινόταν τό ἀντίστροφο ἤ ἐξελίσσονταν καί παράλληλα.
Ἡ ἱστορία συνδέεται στενά μέ τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἐργάσθηκε στόν χρόνο καί τόν χῶρο καί ἡ Ἐκκλησία ζῆ στήν ἱστορική πραγματικότητα. Ἡ γραμμένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱστορία τοῦ κόσμου, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, εἶναι «τά ἴδια τά ἀχνάρια πού ἀφήνει τό πέρασμα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν ἱστορία, βλέπουμε πῶς ὁ Θεός περιπατεῖ ἀνάμεσα ἀπό τίς γραμμές τῶν ἀνθρώπων». Γι’ αὐτό «ἀδιαφορία γιά τήν ἱστορία ὁδηγεῖ σέ μιά αἱρετική ξηρότητα, σέ μιά δογματιστική διάθεση». Ἄς προσέξουμε τήν φράση ὅτι ὁ Θεός «περιπατεῖ ἀνάμεσα ἀπό τίς γραμμές τῶν ἀνθρώπων» πού προφανῶς εἶναι ἡ λεγομένη «ἱερά ἱστορία», πού διαφέρει σαφῶς ἀπό τήν κοινή ἱστορία. Βέβαια, ἡ πραγματική ἐκκλησιαστική ἱστορία δέν ταυτίζεται πλήρως μέ τά ἱστορικά γεγονότα, ἀλλά εἶναι τό ἁγιολόγιο καί τό ἑορτοδρόμιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἀλλιῶς βλέπει τά θέματα ἕνας ἱστορικός καί ἀλλιῶς ἕνας Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. Πάντως, ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τήν ἱστορική πραγματικότητα, ἀλλά οὔτε καί νά ταυτισθῆ μέ αὐτήν.
Παράλληλη καί διαφοροποιημένη εἶναι καί ἡ σχέση μεταξύ πολιτικῆς καί θεολογίας. Μερικές φορές πορεύονται παράλληλα, ἀλλά πάντοτε διαχωρίζονται σημαντικά. Ἡ διένεξη μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, γιά παράδειγμα, ἐπηρεάσθηκε ἀπό πολιτικούς παράγοντες καί συμπορεύθηκαν τά πολιτικά μέ τά θεολογικά αἴτια. Ἡ διαφοροποίηση τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ξεκινοῦσε ἀπό πολιτικές σκοπιμότητες καί ἀκολούθησαν καί τά θεολογικά αἴτια. Ἄλλες φορές γινόταν τό ἀντίστροφο ἤ ἐξελίσσονταν καί παράλληλα. Καίτοι συνυπῆρχαν αὐτά τά δύο αἴτια, ἐν τούτοις οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί οἱ Μάρτυρες πού ἐκφράζουν κατά τόν καλύτερο τρόπο τόν ἐσωτερικό πυρήνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ἐνεργοῦσαν πάντοτε μέ ἐκκλησιαστικά καί θεολογικά κίνητρα καί κριτήρια.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Τό συνοδικό καί ἱεραρχικό πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ «ἐμπειρία» τοῦ καρκίνου ποῦ ζήσαμε, δὲν ἦταν ἁπλὰ μιὰ «κατάσταση» στὴ ζωή μας. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ ζωὴ στὴν ὁριακή της πλευρὰ μὲ τὸ θάνατο. Ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τὸ ἴδιο τὸ παιδί μου κοιτάζει κατάματα τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ θανάτου του καὶ ρωτάει: «τί γίνεται μετὰ τὸ θάνατο; Ὅλα τέλος;». Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἀρχίζει μία ἀναζήτηση στὰ τρίσβαθα τοῦ εἶναι μας. Ἡ ἐρώτηση ἦταν τέτοια ποῦ σχετιζότανε οὐσιαστικὰ μὲ τὸ σκοπὸ τῆς ὕπαρξής μας.
Ἤδη τὸ νόημα τῆς ὕπαρξης γιὰ μένα εἶχε θρυμματιστεῖ.
Μὲ τὸ χρόνο, διαπίστωσα ὅτι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ἰατρική, ὅπως καὶ τὰ διάφορα ψυχοθεραπευτικὰ καὶ φιλοσοφικὰ ρεύματα, ἀδυνατοῦν νὰ δώσουν ἱκανοποιητικὲς ἀπαντήσεις σὲ ὁριακὰ ζητήματα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.
Ἀφοῦ «ἔφυγε» ὁ Βανῆς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, ἀφοῦ πέρασε ἀρκετὸς χρόνος καὶ ξαναμελετῶντας τὰ σημάδια τῆς ἀλλαγῆς του, ἀνακάλυψα τὴν δυνατότητα τῆς θεραπείας τοῦ νοῦ ποῦ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθεῖ, μόνον ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου «ἀποκαλυφθεῖ». Δηλαδή, μόνον ὅταν ὁ νοὺς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκτήσει ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ ἢ ἀλλιῶς εἶναι συνδεδεμένος μέσῳ τῆς νοερᾶς προσευχῆς μὲ τὸ Θεό, ὅπως λένε οἱ νηπτικοὶ Πατέρες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔμαθα ὅτι τὸ βασικὸ πρόβλημα στὴ ζωή μας εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ. Ὅμως μὲ τὴν εἰλικρινῆ προσευχὴ ὁ νοῦς «ἐξίσταται τῶν ὄντων πάντων». Μὲ τὴν ἔκσταση (ἵσταμαι ἔξω τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀπομακρύνομαι ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν ταραχὴ τοῦ κόσμου) ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ ἀποκτᾶ ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ διαδικασία στὴ ζωή μας ἔχει καὶ τὰ φυσικά της ἐπακόλουθα. Πρῶτον ἀπὸ ὅλα τὴν ἀληθινὴ θεραπεία. Διαπίστωσα μέσα ἀπ' ὅσα ἔζησα μὲ τὸ γιό μου, τὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ ποῦ ἔχει ὁ Χριστιανισμὸς καὶ ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθόδοξη Διδασκαλία καὶ παράδοση τῶν νηπτικῶν πατέρων τῆς πίστης μας, κάτι ποὺ σήμερα ἔχει χαθεῖ.
(Μαρίνα Λασηθιωτάκη, «Ὑπόσχεση», Ἐκδόσεις «Γρηγόρη»)
...Ὁ Γέροντας τὸν ρώτησε πῶς κηρύττει (στοὺς ἑτεροδόξους). Ὁ ἀρχιμανδρίτης, νέος καὶ ἄπειρος ἀκόμη, μὲ ὑπερβολικὲς μᾶλλον χειρονομίες ἀπάντησε νευρικά:
-Τοὺς λέω: Ἡ πίστη σας εἶναι διεστραμμένη. Ὅλα σ' ἐσᾶς εἶναι διεστραμμένα, ὅλα ψεύτικα, κι ἂν δὲν μετανοήσετε, δὲν θὰ σωθῆτε.
Σὰν τὰ ἄκουσε ὁ Γέροντας, τὸν ρώτησε:
-Πέστε μας ὅμως, ἅγιε ἀρχιμανδρῖτα, αὐτοὶ πιστεύουν στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πῶς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός;
-Αὐτὸ τὸ πιστεύουν.
-Καὶ τιμοῦν τὴν Παναγία;
-Τὴν τιμοῦν, ἀλλὰ διδάσκουν λανθασμένα πράγματα γι' αὐτήν.
-Καὶ τοὺς ἁγίους τους παραδέχονται;
-Ναί τους παραδέχονται, ἀλλὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἀποσχίσθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τί ἁγίους μποροῦν νὰ ἔχουν;
Ἅγιε ἀρχιμανδρῖτα, ἡ ψυχή τους αἰσθάνεται πῶς πράττουν σωστὰ ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό, ποὺ τιμοῦν τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους, ποὺ τοὺς ἐπικαλοῦνται στὶς προσευχές τους. Γι' αὐτὸ ὅταν τοὺς λέτε ὅτι ἡ πίστη τους εἶναι νόθη, δὲν θὰ σᾶς ἀκούσουν... Ἂν ὅμως λέγατε στοὺς ἀνθρώπους πῶς καλὰ κάνουν ποὺ πιστεύουν στὸν Θεό, πῶς καλὰ κάνουν ποὺ τιμοῦν τὴν Παναγία καὶ τοὺς ἁγίους, ποὺ πηγαίνουν νὰ λειτουργηθοῦν στὶς Ἐκκλησίες καὶ ποὺ προσεύχονται στὰ σπίτια τους, πῶς κάνουν καλὰ ὅταν διαβάζουν τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ κλπ., ἔχουν ὅμως ἐδῶ κι ἐκεῖ λανθασμένες θεωρίες καὶ πρέπει νὰ τὶς διορθώσουν καὶ τότε ὅλα θὰ εἶναι καλὰ καὶ θεάρεστα κι ἔτσι μὲ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ ὅλοι θὰ σωθοῦμε... "Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ" καὶ γι' αὐτὸ τὸ κήρυγμα πρέπει νὰ βγαίνη πάντα ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Τότε θὰ ὠφεληθῇ κι αὐτὸς ποὺ κηρύττει κι αὐτὸς ποὺ ἀκούει. Ἂν τοὺς κατακρίνετε ὅμως, τότε ἡ ψυχὴ τοῦ λαοῦ δὲν θὰ σᾶς ἀκούση καὶ δὲν θὰ προέλθη ὄφελος.
(Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης)
Νομίζω ὅτι τό ἔργο καί ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι διαφορετικός ἀπό τό ἔργο καί τόν σκοπό τῆς Πολιτείας ἤ τῶν Κομμάτων. Τά Κόμματα εἶναι ἀπαραίτητα σέ μιά δημοκρατική κοινωνία, γιατί διαφορετικά μπορεῖ νά ἐπικρατήση ἡ ὀλιγαρχία καί ἡ δικτατορία. Οἱ πολιτικές καί ἰδεολογικές ἀποκλίσεις τῶν Κομμάτων ἐξυπηρετοῦν τήν κοινωνία, διότι οἱ πολίτες μποροῦν νά ἐπιλέξουν τό Κόμμα πού τούς ἐκφράζει νά τούς ἐκπροσωπήση στό Κοινοβούλιο. Τό δόγμα «λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος» εἶναι τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς δημοκρατίας, τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας καί ὅλων τῶν ἰδεολογικῶν συστημάτων. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο κατά καιρούς διατυπώνονται διάφορα συνθήματα, ὅπως ἀλλαγή, ἀπαλλαγή, κάθαρση, ἐκσυγχρονισμός, μεταρρύθμιση κλπ., τά ὁποῖα κινοῦνται μέσα στούς ἐπιδιωκομένους ἀπό τά Κόμματα κάθε φορά σκοπούς.
Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, δρᾶ κατά διάφορο τρόπο. Δέν διακρίνεται ἀπό ἰδεολογίες οὔτε ἀποβλέπει στήν ψῆφο τῶν ἀνθρώπων, δέν πρέπει νά ἐκφέρη πολιτικό-κομματικό λόγο, δέν πρέπει νά ἀναμειγνύεται στίς κομματικές ἀντιπαραθέσεις, δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιῆ τήν θεολογική γλώσσα γιά νά πολιτικολογῆ, δέν μπορεῖ νά ταυτίζεται μέ κομματικές παρατάξεις. Ἄλλωστε, μέλη τῆς Ἐκκλησίας βρίσκονται σέ ὅλους τούς κομματικούς σχηματισμούς καί, βεβαίως, ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά εἶναι ἐνεργείᾳ καί δυνάμει ἅγιοι. Ὁ λόγος της εἶναι σωτήριος καί θεολογικός, ἀποβλέπει στήν ἄνω πόλη καί ἐκφράζει τό ἀποστολικό χωρίο «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». Φυσικά, τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας προσπαθοῦν νά μεταφέρουν αὐτό τό ἐσχατολογικό πολίτευμα στό ἱστορικό γίγνεσθαι, ἀλλά μέ ἕναν ἄλλο τρόπο, λειτουργικό καί πνευματικό, πού ἐξαγιάζει τό πρόσωπο καί τήν ἱστορία.
Ὅταν οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἐργάζονται μέ αὐτόν τόν τρόπο, τότε δέχονται τόν σεβασμό τῆς κοινωνίας καί τῶν πολιτικῶν πού ἀνήκουν σέ ὅλα τά Κόμματα.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅσοι Κληρικοί, κατά τήν διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἐργάσθηκαν ἑνωτικά καί φιλάνθρωπα, χωρίς νά ταυτίζωνται μέ τίς διάφορες ἰδεολογίες, ἀπέσπασαν τήν ἀγάπη καί τόν σεβασμό τῆς κοινωνίας....
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἐνιαύσιον 2007)
Πολύ νωρίς βρῆκα τά κείµενα τοῦ Παπαδιαμάντη, γιατί, ἄς μοῦ ἐπιτρέψετε τήν ἔκφραση, «κολλοῦσαν» σέ ὅλη τήν ὑποδοµή πού εἶχα ἀπό τό σπίτι µου. Διάβαζα γιά τόν Παπαδιαμάντη καί μοῦ δημιουργήθηκε ἡ ἐπιθυµία νά τόν μελετῶ τακτικά. Δέν διάβαζα ἄλλους λογοτέχνες καί συγγραφεῖς, γιατί, γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, ἦταν γιά µένα πολυτέλεια ἡ ἀγορά βιβλίων. Μοῦ ἔκαναν ἰδιαίτερη ἐντύπωση οἱ λεκτικές εἰκόνες καί οἱ φράσεις τοῦ Παπαδιαμάντη πού λειτουργοῦσαν σάν εἰκονικές παραστάσεις, χωρίς νά προκαλοῦν τήν φαντασία, γιατί ἦταν εἰκόνες τῆς καθημερινῆς ζωῆς, πού ἀναφέρονταν σέ πρόσωπα τά ὁποῖα συναντοῦσα καί στό δικό µου περιβάλλον, στό σπίτι µου, στήν γειτονιά µου, στά ἠπειρωτικά χωριά κ.λ.π.
[...] Νομίζω ὅτι ὁ Παπαδιαµάντης διαβάζεται ἑλκυστικά σέ ἕνα τέτοιο περιβάλλον, πού τό διαμόρφωσε ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννη, οἱ ἀτόφιες καί παραστατικές µορφές τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τό παπαδιαµαντικό ἐκκλησίασμα τῶν κυριακάτικων συνάξεων. Ὅταν τόν βγάλης ἀπό τό περιβάλλον αὐτό, τότε διαβάζεται περισσότερο ρομαντικά. Ἀγνοεῖ κανείς τό παρελθόν πού χάθηκε.
[...] Όπως φαίνεται καθαρά στά ἔργα του, ἣ θεολογία ἦταν ἐφαρμοσμένη καί τό ἐκκλησιαστικό ἦθος ἦταν βιωµένο στά πρόσωπα τῶν ἔργων του, καί µέσα ἀπό αὐτήν τήν περιγραφή, ἐξέθετε τήν ἐσωτερική του κατάσταση, τό καρδιακό του βίωµμα. Διαβάζοντας κείµενα τοῦ Παπαδιαμάντη, αἰσθάνομαι ὅτι λειτουργοῦν ψυχοθεραπευτικά, γαληνεύουν τήν ψυχή, ὑγραίνουν τά µάτια, ἐμπνέουν γιά ἕναν κόσµο κεκοσμηµένο.
Ναυπάκτου Ἰεροθέου: Ἐκκλησιαστικοί ἀναβαθμοί
Γιά νά σπουδάση κανείς τήν σχολαστική θεολογία ἔπρεπε νά εἶχε τελειώσει τήν σχολή τῶν τεχνῶν, ὁπότε ἀναγκαστικά μάθαινε τήν διαλεκτική μέθοδο ἐρεύνης τῶν πραγμάτων καί χρησιμοποιοῦσε τήν λογικοκρατία, τόν ὀρθολογισμό. Αὐτό σημαίνει ὅτι «τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς σχολαστικῆς θεολογίας εἶναι ἡ μεθοδική χρήση τῆς λογικῆς καί ἡ συστηματοποίηση σέ κλειστές διαρθρωμένες ἑνότητες τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως».
Μέ τόν σχολαστικισμό ἡ θεολογία ἔπαυσε νά εἶναι ἐμπειρική-χαρισματική θεολογία καί ἔγινε ἀκαδημαϊκή, λογικοκρατική, δηλαδή σχολαστική. «Ἡ θεολογία υἱοθετοῦσε κατά βάση τήν ἴδια μέθοδο πού εἶχαν οἱ θύραθεν ἐπιστῆμες, καί οἱ σχολαστικοί δέχονταν ὅτι τό ἐπιστητό τῆς θεολογίας εἶχε τά ἴδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα πού εἶχε τό ἐπιστητό τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν». Δηλαδή, ἡ σχολαστική θεολογία ἔδινε ἰδιαίτερη ἔμφαση στήν λογική ἐπεξεργασία τῶν θεμάτων.
Ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔκαναν λόγο γιά διπλῆ μεθοδολογία, δηλαδή ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος διερευνήσεως τῶν ἐπιστημῶν πού γίνεται μέ τήν λογική ἐπεξεργασία, καί ἄλλη εἶναι ἡ μέθοδος τῆς θεολογίας πού γίνεται μέ τόν νοῦ, πού βρίσκεται στήν καρδιά, ἡ σχολαστική θεολογία εἶχε ἑνιαία μεθοδολογία, πού σημαίνει ἡ λογική διερευνᾶ τήν γνώση τῶν κτιστῶν πραγμάτων καί μέ τήν λογική διερευνᾶται ὁ Θεός. Μάλιστα, οἱ σχολαστικοί θεολόγοι ἰσχυρίζονταν ὅτι μόνον ἡ διαλεκτική μέθοδος τῶν συλλογισμῶν εἶναι ἀνώτερη καί ἀσφαλής ὁδός γιά τήν θεογνωσία, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔθεταν ὡς βάση τῆς θεολογίας τήν ἐμπειρία.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Πατερική καί Σχολαστική θεολογία
Στό γεγονός τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου βλέπουμε ἕνα ἰδιαίτερο χάρισμα πού δίνεται ἀπό τόν Θεό στούς φίλους Του, τούς θεουμένους, πού εἶναι «τό χάρισμα τῆς μακαρίας τελευτῆς». Ἡ Θεοτόκος πληροφορήθηκε πρίν τρεῖς ἡμέρες ἀπό τόν Χριστό διά τοῦ ἀγγέλου ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα πού θά φύγη ἀπό τόν κόσμο αὐτό καί θά συναντηθῆ με τόν Υἱό καί Θεό της. Ἑτοιμάσθηκε γιά τό γεγονός αὐτό καί κυρίως γιά τήν μεγάλη αὐτή συνάντησή της μέ τόν Θεό, καί, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, τότε κοιμήθηκε στό μέσον τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ὅλη σκηνή τῆς ὀρθοδόξου εἰκονογραφίας δείχνει ὅτι ὅλη ἡ Ἐκκλησία, ἐν οὐρανοῖς καί ἐπί γῆς, συμμετέχει στό ἔνδοξο αὐτό γεγονός καί ἔχει στό κέντρο της τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξέφρασε αὐτήν τήν ἐπιθυμία ὅταν ἔγραφε: «τήν ἐπιθυμίαν ἔχων εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι» (Φιλ. α΄, 23). Ἡ ζωή τῶν ἁγίων δείχνει ὅτι οἱ ἅγιοι ἐπιθυμοῦσαν τόν θάνατο, ὑπερέβησαν τόν φόβο τοῦ θανάτου, θεωροῦσαν τήν ὥρα τοῦ θανάτου ὡς ἕνα «θριαμβευτικό γεγονός». Τό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας δείχνει αὐτήν τήν νίκη τῶν ἁγίων ἐπί τοῦ θανάτου μέ τήν ἕνωσή τους μέ τόν Χριστό. Οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Μάρτυρες προχωροῦσαν ἀτρόμητοι στον θάνατο, οἱ ὅσιοι ἀσκητές ἀντιμετώπιζαν μέ πίστη καί ἀγάπη τήν μακροχρόνια διαδικασία τοῦ θανάτου. Πολλοί ἀσκητές ἀξιώθηκαν νά προγνωρίσουν τόν θάνατό τους καί νά ἑτοιμασθοῦν γιά τήν ὥρα αὐτή καί πολλοί Μάρτυρες τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους εἶδαν ἀγγέλους, ἁγίους, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τόν ἴδιο τόν Χριστό, νά τούς ἐνισχύουν σέ αὐτήν τήν δύσκολη στιγμή.
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Οἱ Θεομητορικές ἑορτές
Τὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀπέρριψε ὅλες αὐτὲς τὶς θεωρίες τῶν φιλοσόφων μπορεῖ νὰ τὸ δὴ κανεὶς συνοπτικὰ στὸ «Συνοδικὸν» τῆς Ὀρθοδοξίας, ἕνα κείμενο τὸ ὁποῖο διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα ὄχι μόνον ἀπορρίπτονται αὐτὲς οἱ θεωρίες ὡς κακόδοξες, ἀλλὰ ρητῶς καὶ ἐπανειλημμένως λέγεται ὅτι ὅσοι δέχονται τὶς θεωρίες τῶν φιλοσόφων ἀναθεματίζονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται «τὰς Πλατωνικὰς ἰδέας ὡς ἀληθεῖς» καὶ ὅσοι λέγουν καὶ δέχονται «ὡς αὐθυπόστατον τὴν ὕλην». Ἐπίσης ἀναθεματίζονται ὅσοι δέχονται καὶ μεταδίδουν «τὰ μάταια καὶ ἑλληνικὰ ρήματα», ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι «προΰπαρξίς ἐστι τῶν ψυχῶν, καὶ οὐκ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος τὰ πάντα ἐγένετο, καὶ παρήχθησαν». Ἀκόμη ἀναθεματίζονται ὅσοι δογματίζουν «τὴν ὕλην ἄναρχον, καὶ τὰς ἰδέας, ἡ συνάναρχον τῷ Δημιουργῷ πάντων καὶ Θεῷ» καὶ ὅτι ὅλα τὰ κτίσματα «ἀΐδιά τε εἰσι καὶ ἄναρχα, καὶ διαμένουσιν ἀναλλοίωτα». Ἐπίσης ἀναθεματίζονται ὅσοι προτιμοῦν «τὴν μωρὰν τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων λεγομένην σοφίαν», ὅσοι ἀκολουθοῦν «τοῖς καθηγηταῖς αὐτῶν» καὶ ὅσοι δέχονται «τάς τε μετεμψυχώσεις τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν».
Ἀλλὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπεδοκίμασαν καὶ τὸν τρόπο τὸν ὁποῖο χρησιμοποίησαν οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι γιὰ νὰ καταλήξουν σ' αὐτὰ τὰ συμπεράσματα, δηλαδὴ τὴν μεθοδολογία, γιατί αὐτὴ ὁδηγεῖ σὲ πλανεμένες θεωρίες γιὰ τὸν Θεό, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν δημιουργία. Οἱ φιλόσοφοι φιλοσοφοῦσαν μὲ τὸν στοχασμό, τὴν φαντασία καὶ ἔχοντας ὡς κέντρο τὴν λογική, ἐνῷ οἱ ἅγιοι Πατέρες εἶχαν κέντρο τὸν νοῦ...
Ἑπομένως, ἡ θεολογία δὲν συγγενεύει μὲ τὴν φιλοσοφία, ἀλλὰ περισσότερο μὲ τὴν ἰατρική... Στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη ὑπάρχει θεραπεία καὶ δι' αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν ὑγεία. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία...
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Τὸ Πρόσωπο στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση»)
Ὁ Μέγας Βασίλειος, Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, διέπρεψε σὲ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς τομεῖς, ἤτοι τὴν ποιμαντική, τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, τοὺς ἀντιαιρετικοὺς ἀγῶνες, τὴν φιλανθρωπία, τὴν λειτουργική, τὴν ἀσκητικὴ κλπ. Ἦταν ἕνας πολυτάλαντος καὶ πολυχαρισματοῦχος ἄνθρωπος καὶ Ἐπίσκοπος ποὺ ἄφησε σταθερὰ καὶ ἀνεξίτηλα ἴχνη διαβάσεώς του ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή. Καὶ μόνο τὴν θεία Λειτουργία ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του νὰ μᾶς ἄφηνε, καὶ ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μιὰ ζωντανὴ παρουσία του καὶ μᾶς τρέφει πνευματικὰ κάθε φορὰ ποὺ τὴν τελοῦμε, θὰ ἦταν μεγάλο καὶ θαυμαστὸ τὸ ἔργο του.
Πάντως, ἡ ἐπίδραση ποὺ ἄσκησε στοὺς συγχρόνους καὶ μεταγενεστέρους του ὀφείλεται στὴν προσωπικὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε ἀποκτήσει, πρᾶγμα ποὺ διακρίνεται σὲ ὅλα τὰ κείμενά του. Ὅταν κανεὶς διαθέτη μιὰ τέτοια πνευματικὴ ἐμπειρία, τότε ἡ θεολογία του ἔχει σταθερότητα καὶ ἀκρίβεια, ὅταν βέβαια συντρέχουν καὶ ἄλλοι παράγοντες, ὅπως ἡ παιδεία καὶ ἡ γνώση τοῦ ἀντικειμένου. Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ ἐπίθετο «οὐρανοφάντωρ», ποὺ τοῦ προσέδωσε ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση.
Ὁ Μέγας Βασίλειος γνώρισε προσωπικὰ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ ἀπὸ τότε ποὺ ἠσκεῖτο παρὰ τὸν Ἴριν ποταμὸ στὸν Πόντο καὶ αὐτὴ ἡ ἡσυχαστική-νηπτικὴ ζωὴ πέρασε μέσα σὲ ὅλα τὰ κείμενα, στὰ ὁποῖα κάνει λόγο γιὰ τὴν μοναχικὴ ζωή. Στὴν παροῦσα εἰσηγήση θὰ παρουσιασθοῦν ἐν συντομίᾳ μερικὲς πλευρὲς τῆς διδασκαλίας τοῦ γιὰ τὴν ἡσυχία, ὡς μεθόδου γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
(Ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου στὸ Βουκουρέστι –βλ. σελ. 1, 8-9)
Στήν σύνταξη τῶν νέων Προγραμμάτων Σπουδῶν γιά τά Θρησκετικά στήν Ἑλλάδα στά πλαίσια τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν, διαπιστώνονται διάφορα προβλήματα. Μεταξύ αὐτῶν τῶν προβλημάτων εἶναι «ἡ θολή ἐννοιολόγηση τῆς θρησκείας», ἀλλά καί «ὁ τρόπος ἀνάπτυξης τῶν χρησιμοποιημένων ἐννοιῶν», καί ὅπως παρατηρεῖται «ἡ ἐπιφανειακή καί πρόχειρη διασύνδεση τῶν ἐννοιῶν στίς διάφορες θρησκεῖες ἀναδεικνύει ἕνα ἐπιπρόσθετο πρόβλημα, αὐτό τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ». Ἑπομένως, τό τρίτο αὐτό μοντέλο θρησκευτικοῦ μαθήματος, ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ, δημιουργεῖ «σύγχυση στόν μαθητή», καί ἕνα «θολό τοπίο» καί ταυτόχρονα δημιουργεῖ μιά «ἀτομική θρησκεία», «ὅπου ὁ καθένας ἐπιλέγει ἀπό κάθε θρησκεία ὅ,τι θέλει καί δημιουργεῖ τή δική του θρησκεία».
...
Ὁ καθηγητής Κωνσταντῖνος Δεληκωνσταντῆς στό βιβλίο του μέ τίτλο «Ἡ σχολική θρησκευτική ἀγωγή» καί ὑπότιτλο «Μεταξύ παιδαγωγικῆς καί θεολογίας» ἀναφέρει τόν Hans Kung πού κάνει λόγο γιά «μετασχηματισμό τῆς θρησκείας», γιά «ἐξατομίκευση» καί «πλουραλιστικοποίηση» τῆς θρησκευτικότητας, πού «προχωρεῖ μέ ὅλο καί πιό γρήγορους ρυθμούς». Αὐτό δίνει στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα «νά ξεφεύγει ἀπό τή θεσμοποιημένη καί τυποποιημένη θρησκεία, νά βρίσκει τόν δικό του δρόμο καί τίς δικές του ἀπαντήσεις». Μέ αὐτή τήν νοοτροπία οἱ ἄνθρωποι κατασκευάζουν μιά «ἰδιωτική θρησκεία» «ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τους, μέ πολλά γνήσια θρησκευτικά ἀλλά καί παραθρησκευτικά ἤ ψευδοθρησκευτικά στοιχεῖα».
Ὁ Hans Kung παρατηρεῖ: «Ἡ θρησκεία "χρησιμοποιεῖται" σύμφωνα μέ τό νόμο τῆς ἀγορᾶς, ἤ μᾶλλον σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ σουπερμάρκετ. Οἱ ἄνθρωποι ἐπιλέγουν, αὐτοεξυπηρετοῦνται ἀνάλογα μέ τίς προκαθορισμένες πνευματικές τους ἀνάγκες. Φτιάχνει ὁ καθένας τό δικό του πρότυπο, κατά τό δοκοῦν. Ἐπιλέγει καί ἀπορρίπτει. Καί ἀφοῦ ἔχει ἀπορρίψει κάτι, συνεχίζει νά ἀναζητᾶ νέες προσφορές. Καί οἱ προσφορές εἶναι ὄντως πολυάριθμες».
Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Εἰσήγηση Ἐνώπιον τῆς Ἱεραρχίας (9-3-2016)
Ἀπὸ ὅσα παρατέθησαν φαίνεται ὅτι ὁ μοναχικὸς βίος εἶναι πράγματι ὑψηλὸς διότι παραπέμπει στὴν ζωὴ τῶν Πρωτοπλάστων πρὸ τῆς πτώσεως, ἀλλὰ καὶ ἀποβλέπει στὴν ἐσχατολογικὴ ζωὴ τῶν δικαίων στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ μοναχικὴ ζωὴ πρέπει νὰ ἐξασκῆται μὲ ταπείνωση, ὑπακοή, προσευχὴ καὶ ἱερὰ ἡσυχία. Διαφέρει σαφῶς ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ κοσμικὴ ζωή.
Ἀκριβῶς γι αὐτὸν τὸν λόγο ὁ διάβολος, ὅπως πείραξε τοὺς Πρωτοπλάστους στὸν Παράδεισο, προσπαθεῖ νὰ ἀλλοιώση τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ πολιτεία. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχοντας ὑπ ὄψη τοὺς ἀφ ἑνὸς μὲν τὸ ὕψος τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ἀφ ἑτέρου δὲ τοὺς πειρασμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ὁ διάβολος πολεμᾶ τὸν μοναχικὸ βίο, ἐχάραξαν τὰ πλαίσια μέσα στὰ ὁποία πρέπει νὰ κινῆται. Αὐτὴν τὴν ἀξία ἔχουν οἱ ἱεροὶ Κανόνες. Ἔτσι διασώζεται καὶ ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅπως ἔχουμε τονίσει προηγουμένως, οἱ ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἐντάλματα ἀνθρώπων οὔτε νομικὰ κείμενα, ἀλλὰ ἐνεργήματα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐφώτισε τοὺς ἁγίους Πατέρας νὰ τοὺς διατυπώσουν γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν σωτηρία τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἐκφράζουν τὴν ποιμαντικὴ τὴν ὁποία ἐξασκεῖ ἡ Ἐκκλησία σὲ ὅλα τὰ μέλη της. Εἶναι μιὰ ἁγιασμένη, συμπεπυκνωμένη ἐκκλησιαστικὴ πεῖρα.
Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δεχόμαστε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν οὐσία τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ βέβαια οἱ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι εὐαίσθητοι στὰ δόγματα καὶ τοὺς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὑπακούουν στὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸ Ὁποῖο ἐνεργεῖ στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐκφράζεται διὰ τῶν Ἀποφάσεων τῶν Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὁ Ὀρθόδοξος Μοναχισμός).
Πάσχει ὁ αἰῶνας μας ἀπὸ μίαν πολυμερῆ διάχυσιν πρὸς τὰ ἔξω καὶ μαζί του πάσχουν καὶ οἱ χριστιανοί μας. Ζῶμεν εἰς τὸν αἰῶνα τῶν αἰσθήσεων. Ἡ ἐξωστρέφεια, ἡ πολυπραγμοσύνη, ὁ σκορπισμὸς τῆς ψυχῆς μᾶς εἰς τὰ ἀνθρώπινα, ἀποτελοῦν τὸν χαρακτῆρα τοῦ βίου τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑλικὴ λάμψις τοῦ μηχανικοῦ πολιτισμοῦ, ἡ Κίρκη αὐτὴ τῶν ὀφθαλμῶν, μετέβαλε τοὺς ἀνθρώπους εἰς ἄνοα καὶ ἄψυχα κινούμενα.
Ἂς ἀφήσωμεν τὴν ἁμαρτίαν, τὴν ἀγωνίαν, τὴν δυστυχίαν, αὐτοὺς τοὺς καρποὺς τῆς περιφορᾶς τοῦ νοῦ εἰς τὰ γήϊνα, τῆς πλανήσεως ἠλιθίως τῶν ὀφθαλμῶν, τῆς μακρύνσεως ἀπὸ τῆς ἑστίας μας. Ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ μὴ γνωρίζη ὅτι «ἐντὸς ἡμῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» καὶ ὅτι, ἡ πρὸς τὰ ἔξω περισσοτέρα του πρέποντος ἐνασχόλησις εἶναι ἔργον τοῦ σατανᾶ. Ἐν τούτοις, ὅλως ἀνυπόπτως, οἱ χάριτι πιστεύοντες εἰς τὸν Χριστόν, περιπλέκονται εἰς τὰ δίκτυα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων, μὲ τὴν ἀντίληψιν τῆς ψυχικῆς ὠφελείας, διότι λείπει τὸ μέτρον, ἡ γνῶσις τῶν ὁρίων. Δὲν φθάνει νὰ ἐπιθυμῶμεν τὸ ἀγαθόν, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ γνωρίζωμεν καὶ ποὺ εὑρίσκεται καὶ πὼς κατακτᾶται. Διὰ τοῦτο πολλάκις, ἐνῷ ἐπιζητοῦμεν τὸ καλὸν καὶ ὠφέλιμον ψυχικῶς, παθαίνομεν τὸ ἀντίθετον. Καλόν, βέβαια, εἶναι νὰ ἀναγνώσωμεν ἕνα-δύο-τρία βιβλία, ἂς εἴπωμεν, πνευματικά. Ἐὰν ὅμως περιορισθῶμεν εἰς τὴν ἁπλὴν μάθησιν καὶ δὲν ἀγωνισθῶμεν νὰ κάμωμεν κτῆμα μας τὰ ὠφέλιμα, τότε μένομεν ἁπλῶς μὲ τὴν «ψιλὴν γνῶσιν». Εἶναι πολὺ δυσκολώτερον ἀπὸ μίαν ἀνάγνωσιν ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ μελέτη, αὐτὰ ποὺ κυρίως δίδουν πνευματικοὺς καρπούς. Διότι πολλάκις ἡ ἀνάγνωσις ἑνὸς βιβλίου ἡ ἡ ἀκρόασις μιᾶς ὁμιλίας, ἴσως νὰ ὀφείλωνται εἰς τὸ πνεῦμα τῆς πολυπραγμοσύνης, τῆς ἐξωστρεφείας, τῆς ἄνευ βάθους περιεργείας.
Αὐτὸ διεπίστωσα τελευταίως μεταξὺ τῶν κοσμικῶν Χριστιανῶν μας. Πνευστιῶντες τρέχουν νὰ προφθάσουν μίαν ὁμιλίαν, μίαν διάλεξιν εἰς κοσμικὰς αἰθούσας ἀπὸ τὸν οἱονδήποτε αὐτοχειροτόνητον κήρυκα τοῦ θείου λόγου. Καὶ ἐὰν ἐλέγοντο τοὐλάχιστον πάντοτε σωστὰ πράγματα θὰ ἤξιζεν ἡ θυσία. Εἶναι πολλοὶ ὁμιληταὶ πού, ἀντὶ νὰ οἰκοδομήσουν, κρημνίζουν, καὶ ἀντὶ νὰ φωτίσουν, σκοτίζουν, διότι καὶ αὐτοὶ οἱ δυστυχεῖς εἶναι ἄνθη των μὲ ἀπόπνοιαν προτεσταντικὴν αἰθουσῶν, ποὺ οὔτε γνωρίζουν τί λέγουν, οὔτε «περὶ ποίων διαβεβαιοῦνται». Ἀγνοοῦν το τοῦ ἁγίου Ἰακώβου: «ἀδελφοί μου, μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι γίνεσθε...»
Ἀλλὰ δὲν πρόκειται διὰ τούτους, ἀλλὰ τὰ ἄκακα πρόβατα ποὺ χάνουν τὸν πολυτιμότατον χρόνον των ἀσκόπως εἰς τὰς αἰθούσας. Ἐδῶ ὅμως πρέπει νὰ κάμωμεν τὴν διασάφησιν, ὅτι μεταξὺ τῶν ὁμιλητῶν, ὑπάρχουν δόκιμοι Θεολόγοι, γνωστοὶ διὰ τὰ ὀρθόδοξα φρονήματά των, τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ ἀκούωμεν ἐπὶ ζητημάτων μάλιστα, ποὺ συμβαίνει νὰ ἀγνοοῦμεν. Δι' αὐτοὺς ὑπερθεματίζομεν. Διὰ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀμφιβόλους, τοὺς μὴ μαθόντας τὴν θεωρίαν διὰ πράξεως δὲν θὰ εἴπωμεν τίποτε. Θὰ εἴπωμεν ὅμως εἰς τοὺς ἀκροατάς των, τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, ποὺ δὲν εὑρέθη κανεὶς νὰ τοὺς εἴπη: Ἀντὶ νὰ χάνετε εἰς τοὺς δρόμους μίαν-δύο ὧρες καὶ μίαν εἰς τὴν αἴθουσαν ἀκούοντες τετριμμένα ἠθικολογικὰ κηρύγματα, ποὺ ποτὲ δὲν τελειώνουν καὶ ποτὲ δὲν ὠφελοῦν, -διότι δόξα τῷ Θεῷ «ἡ γνῶσις ἐπληθύνθη καὶ ἡ οἰκοδομῇ ἡ ψυχικὴ δὲν εἶναι ὑπόθεσις ἀκοῆς, ἀλλὰ ἐσωτερικοῦ πόνου –δὲν θὰ ἦτο προτιμότερον, νὰ κλεισθῆτε εἰς τὸ σπίτι σας καὶ μάλιστα ἑρμητικῶς, διὰ νὰ μὴν ἔρχεται ὁ θόρυβος τοῦ δρόμου, νὰ λησμονηθῆτε ὀλίγον εἰς τὸν ἑαυτόν σας, καὶ νὰ «εἰσέλθητε εἰς τὸ ταμιεῖον σας»; Ὕστερα νὰ πάρετε τὸ κομβοσχοίνι καὶ νὰ ἀρχίσετε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησον ἡμᾶς», ἕως ὅτου, «ἐν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις», ὁ ἄγγελός σας ἀγγίξη τοὺς ὀφθαλμούς σας καὶ ἀναβλύσουν δάκρυα μετανοίας, ὕστερα φόβου, καὶ ὕστερα ἀγάπης Θεοῦ; Καὶ οὕτω νὰ ἰδῆτε τὸν Χριστὸν μυστικῶς εἰς τὴν καρδίαν σας, νὰ σᾶς ἐμπλήση, νὰ σᾶς χορτάση καὶ γνῶσιν καὶ πίστιν καὶ ἀγάπην καὶ ἀλήθειαν, ποὺ τώρα ζητεῖτε χιμαιρικὰ εἰς τὰς αἰθούσας καὶ ποὺ ποτὲ δὲν θὰ εὕρητε;
(Περιοδικὸ «Ἁγιορειτικὴ Βιβλιοθήκη», Ἰαν. 1959).–
Ἡ φανέρωση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου (κατὰ τὴν Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ) δείχνει καὶ μιὰ ἄλλη θεολογικὴ ἀλήθεια, ὅτι δηλαδὴ μόνον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐπίγειος μύστης καὶ προσκυνητῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλὰ καὶ ὅτι εἶναι ὁ μόνος κατ' εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιουργημένος. Ὅπως ἐπεξηγεῖ θεολογικὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τὰ ζῶα δὲν ἔχουν νοῦ καὶ λόγο, ἀλλὰ μόνο πνεῦμα ζωτικό, τὸ ὁποῖο πνεῦμα δὲν ὑφίσταται καθ' ἑαυτό, πρᾶγμα ποῦ σημαίνει ὅτι ὅταν πεθαίνουν τὰ ζῶα χάνεται καὶ τὸ πνεῦμα, δὲν παραμένει, ἀφοῦ δὲν ἔχει οὐσία, ἀλλὰ μόνο ἐνέργεια. Ἐπίσης, οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι ἔχουν νοῦ καὶ λόγο, ἀλλὰ δὲν ἔχουν πνεῦμα ποῦ ζωοποιεῖ σῶμα, ἀφοῦ εἶναι ὑπὲρ αἴσθηση. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἔχει νοῦ, λόγο καὶ πνεῦμα ποῦ ζωοποιεῖ συνημμένο σῶμα, γι' αὐτὸ καὶ αὐτὸς μόνο εἶναι κατ' εἰκόνα τῆς τρισυποστάτου θεότητος. Ἄλλωστε, γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νὰ σώση καὶ νὰ μεταμορφώση τὸν κόσμο, ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ὄχι ἄγγελος, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ περίληψη τῆς δημιουργίας. Ἔτσι, διὰ τοῦ θεουμένου ἀνθρώπου ἔχουμε καὶ τὴν μεταμόρφωση καὶ ἀλλαγὴ τῆς κτίσεως.
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Δεσποτικὲς Ἑορτές)
...Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἕναν ἰδιαίτερο τόπο, ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι ὁ τόπος πάντων. Ὅλη ἡ γῆ ἀνήκει στὸν Θεό. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ, καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» (Ψάλμ. κγ , 1). Ὅμως, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, μποροῦμε νὰ χαρακτηρίσουμε τόπο Θεοῦ ἐκεῖνον μέσα στὸν ὁποῖο γίνεται «ἔκδηλος ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ». Καί, πραγματικά, ὅπως παλαιὰ στὰ θυσιαστήρια καὶ σὲ ἄλλους χώρους γινόταν ἔκδηλη ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τὸ ἴδιο γίνεται μέσα στοὺς Ναοὺς τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Ἱερὸς Ναὸς γίνεται «τόπος ἐμφανείας τῆς δόξης» τοῦ Θεοῦ.
Βέβαια, αὐτὰ δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ καταλάβουμε μὲ τὴν λογική, ἀλλὰ εἶναι βιώματα τῶν ἁγίων. Ἂν ἀποκτήσουμε καθαρὲς πνευματικὲς αἰσθήσεις, ἰδιαιτέρως ἂν φωτισθῇ ὁ νοῦς μας, θὰ καταλάβουμε, δηλαδή, ὅτι ὁ Ναὸς δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα κατασκεύασμα καὶ ἕνας κοινὸς τόπος, ἀλλὰ ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ οἶκος τῶν ἁγίων στοὺς ὁποίους εἶναι ἀφιερωμένος.
Μέσα στοὺς Ναοὺς οἱ ἅγιοι αἰσθάνονται τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θὰ ἀποκαλέση τοὺς Ναοὺς λιμάνια μέσα στὸ πέλαγος. Ἡ ζωή μας πολλὲς φορὲς εἶναι φουρτουνιασμένη. Οἱ Ναοὶ εἶναι τὰ πνευματικὰ λιμάνια. Ὁ δὲ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης θὰ πῇ ἐκστατικά: «Ω ναὲ ἅγιε, πόσο ἄνετα καὶ εὐχάριστα νοιώθει κανείς, ὅταν προσεύχεται κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους σου! Ποὺ γίνεται θερμότερη ἡ προσευχὴ παρὰ μέσα στὸ Ναό, μπροστὰ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα Του; Ἡ ψυχὴ μέσα στὸ Ναὸ μαλακώνει ἀπὸ τὴν κατανυκτικὴ προσευχὴ καὶ τὰ δάκρυα τρέχουν στὶς παρειὲς ἄφθονα... Μέσα στὸν ἅγιο ναὸ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι γινόμεθα ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὶς προσευχές, τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ μυστήρια».
(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ὁ Βλέπων)