Γραφεῖον Τύπου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἃγίου Βλασίου E-mail: |
Ναύπακτος, 27 Μαΐου 2013 |
ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΥΠΟΥ
Δημοσιεύεται κατωτέρω το κείμενο του Πρωτοπρεσβυτέρου της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου π. Θωμά Βαμβίνη, το οποίο ανατρέπει ολοσχερώς τα αθεολόγητα και αντιεκκλησιαστικά «επιχειρήματα» με τα οποία προσπάθησε εσχάτως ο εν ακοινωνησία τελών Ιερομόναχος της πρ. Μονής Μεταμορφώσεως Ιγνάτιος Σταυρόπουλος να στηρίξη τις αντικανονικές ενέργειές του και τα άκυρα «μυστήρια» τα οποία τελεί.
Γραφείον Τύπου Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου
Η Ιερωσύνη και οι πλάνες των ακοινωνήτων Ιερέων
του Πρωτ. Θωμά Βαμβίνη
Κείμενο του Ιερομονάχου Ιγνατίου Σταυροπούλου, πρώην Γραμματέως της πρώην Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου, ο οποίος τελεί, με απόφαση της Ιεράς Συνόδου, υπό το επιτίμιο της ακοινωνησίας, εμφανίστηκε τελευταία σε διάφορες σελίδες του διαδικτύου, με αρχική πηγή την προσωπική του σελίδα. Ο τίτλος του είναι: «Η Ιερωσύνη και τα μυστήρια».
Το κείμενο αυτό είναι ένα συμπίλημα ψαλιδισμένων παραθεμάτων από την διδακτορική διατριβή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου, από το «Κανονικό Δίκαιο» του καθηγητή Π. Μπούμη, καθώς και βιαίως αποσπασμένων προτάσεων από Ιερούς Κανόνες και πρακτικά Οικουμενικών Συνόδων, τις οποίες ο συντάκτης του κειμένου, με στρέβλωση του νοήματός τους, τις υποτάσσει στην σκοπιμότητά του, που είναι η απόδειξη, εις πείσμα της κοινής λογικής, αλλά προ παντός εις ανατροπήν της εκκλησιαστικής θεσμοθεσίας, ότι τα μυστήρια που τελεί, ενώ έχει από την Ιερά Σύνοδο το επιτίμιο της ακοινωνησίας, είναι έγκυρα.
Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, όλη η επιχειρηματολογία του, με παραπομπές και αναφορά πλήθους περιπτώσεων ειλημμένων από την διατριβή του μακαριστού αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου, είναι σαφώς εναντίον του. Σημειωτέον ότι δεν αναφέρει πουθενά την διατριβή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, γεγονός το οποίο συνιστά το ακαδημαϊκό παράπτωμα της λογοκλοπής. (βλ. http://www.lib.auth.gr/images/stories/docs/plagiarism.pdf).
Όλη η επιχειρηματολογία του, λοιπόν, είναι εναντίον της τακτικής του και της νοοτροπίας του, αφού όλες οι περιπτώσεις και οι παραπομπές που αναφέρει δείχνουν ότι η αναγνώριση της εγκυρότητας των χειροτονιών και των μυστηρίων, η επιβολή της ακριβείας ή η επιλογή της οικονομίας, είναι έργο των επιχωρίων Επισκόπων και των Επισκοπικών Συνόδων.
Πρέπει επίσης να σημειωθή ότι κανείς από τους αναφερομένους στο άρθρο του π. Ι. Σταυροπούλου δεν έγινε δεκτός από Οικουμενική Σύνοδο ή από αγίους Πατέρες, επιμένοντας στην αίρεση ή στην ανταρσία απέναντι στην Εκκλησία. Όλο το πλήθος των περιπτώσεων που αναφέρονται αφορούν προσερχομένους στην Εκκλησία με μετάνοια και αποδοχή της ορθής πίστεως.
1. Ανυπακοή στους Ιερούς Κανόνες και τους θεσμούς της Εκκλησίας
Σε συνάφεια με τα παραπάνω θυμίζουμε ότι ο π. Ι. Σταυρόπουλος αρνείται έργω και λόγω την υπακοή στον νέο Ηγούμενό του, στον επιχώριο Επίσκοπο και στην Σύνοδο των Επισκόπων, πράγμα που σημαίνει ότι αποκλείει τον εαυτό του από την εφαρμογή οποιασδήποτε «οικονομίας», σαν και αυτές που αναφέρει στο κείμενό του.
Από τον Σεπτέμβριο του 2007, όταν η Διαρκής Ιερά Σύνοδος τον έθεσε (μέ άλλους τρεις αδελφούς του) υπό το επιτίμιο της ακοινωνησίας, του δήλωσε: «Κατά την περίοδον ταύτην του επιτιμίου, στερείσθε της δυνατότητος ίνα τελήτε την Θείαν Λειτουργίαν και οιανδήποτε ιεροπραξίαν και τελετήν και μετέχητε του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Πάς δε μεθ’ υμών συμπράττων, εκκλησιαστικώς τε και λειτουργικώς, υπόκειται εις το αυτό επιτίμιον, κατά την θεμελιώδη κανονικήν αρχήν “ο ακοινωνήτω κοινωνών ακοινώνητος έσται”».
Αυτός όμως, αφ’ ενός μεν στα χρόνια που διέρρευσαν δεν φρόντισε να αρθούν οι αιτίες του επιτιμίου, αφ’ ετέρου δε με κινήσεις που έκανε ο ίδιος και οι κατά πνεύμα αδελφοί του, προκάλεσε την Ιερά Σύνοδο να εμμείνη στην ακοινωνησία του με δέκα και πλέον ακόμη αποφάσεις της.
Τόν Νοέμβριο του 2012 έκανε την προκλητικότερη μέχρι τότε κίνησή του. Διέγραψε πραξικοπηματικά για τον εαυτό του το επιτίμιο της ακοινωνησίας και άρχισε να λειτουργή, αδιάκοπα έως σήμερα. Σημειωτέον ότι με την υπ’ αριθμ. 2730/15-10-1996 απόφασή της η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, το διαρκές διοικητικό όργανο της Εκκλησίας, αποφάνθηκε ότι οι Ιεροτελεστίες που τελούν ακοινώνητοι Κληρικοί είναι άκυρες. Αυτό σημαίνει ότι ο π. Ι. Σταυρόπουλος διέγραψε για τον εαυτό του και τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου, αλλά και τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι προστάζουν: «Οι πρεσβύτεροι, και οι διάκονοι, άνευ γνώμης του επισκόπου μηδέν επιτελείτωσαν»(ΛΘ' των Αποστόλων) ή «ο μη έχων την κοινωνίαν [ο ακοινώνητος] προ της διαγνώσεως του πράγματος, εαυτώ ουκ οφείλει εκδικείν την κοινωνίαν»(ΙΔ'Σαρδικής) ή «οιοσδήποτε κληρικός, εάν εν τώ καιρώ της ακοινωνησίας αυτού, προ του ακουσθήναι, εις κοινωνίαν τολμήση, αυτός καθ? εαυτού της καταδίκης την ψήφον εξενηνοχέναι κριθή»(ΚΘ' Καρθαγένης). Αγνόησε σύν τοίς άλλοις και τον λόγο του ομωνύμου του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, ο οποίος έγραψε στους Σμυρναίους: «Μηδείς χωρίς του Επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκόντων εις την Εκκλησίαν. Εκείνη βεβαία ευχαριστία ηγείσθω, η υπό τον επίσκοπον ούσα, ή ώ αν αυτός επιτρέψη... Ουκ εξόν εστιν χωρίς του Επισκόπου, ούτε βαπτίζειν, ούτε αγάπην ποιείν...».
Ο π. Ι. Σταυρόπουλος «χωρίς του Επισκόπου» και βαπτίζει και λειτουργεί, σαν να θεωρή ότι τα φρικτά και σωτήρια μυστήρια δεν είναι εκ «τών ανηκόντων εις την Εκκλησίαν». Έτσι, οδηγεί τον εαυτό του στην πραγματοποίηση αυτού που γράφει στην συνέχεια ο άγιος Ιγνάτιος: «ο λάθρα Επισκόπου τι πράσσων τώ διαβόλω λατρεύει».
2. Η ανεξάλειπτη Ιερωσύνη δεν είναι σε όλους ενεργός
Ο π. Ι. Σταυρόπουλος στο κείμενό του συνεχώς τονίζει: «Επειδή η Ιερωσύνη είναι ανεξάλειπτη, αυτό σημαίνει, ότι και τα ιερά Μυστήρια, που τελούν Κληρικοί, που τυχόν έχουν (προσωρινά) διοικητικά καθαιρεθεί, είναι έγκυρα». Χαρακτηρίζει την ακοινωνησία του «διοικητική καθαίρεση», που δεν επηρεάζει το μυστήριο της Ιερωσύνης.
Η συλλογιστική του είναι τυπικά σχολαστική. Βιάζει τα νοήματα των παραθεμάτων του, ταυτίζοντας το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης με την ενεργό Ιερωσύνη, αγνοώντας (προκειμένου να εξυπηρετηθή ο σκοπός του, που είναι η δικαίωσή του στα μάτια των οπαδών του) ότι η Ιερωσύνη, ανεξάρτητα από το αν είναι ανεξάλειπτη ή όχι, καθίσταται, σε περιπτώσεις σαν την δική του, ανενεργός. Πάντως, οιστρηλατημένος από το παπικό δόγμα του ανεξαλείπτου της Ιερωσύνης, αναλίσκει όλο τον κόπο του για να αποδείξη ότι το ανεξάλειπτο ταυτίζεται με το ενεργό της Ιερωσύνης.
Για τους μη γνωρίζοντες πρέπει να τονισθή ότι το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης έχει αναχθή σε δόγμα από την παπική σύνοδο του Τριδέντο (1545-1563), αφού προηγουμένως το είχαν επεξεργαστή οι σχολαστικοί θεολόγοι με βάση διδασκαλία του ιερού Αυγουστίνου και του Μιλέβης Οπτάτου. Αυτή η διδασκαλία εμφιλοχώρησε και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, με θεμέλιο κυρίως τον λόγο του απ. Παύλου: «αμεταμέλητα γάρ τα χαρίσματα και η κλήσις του Θεού»(Ρωμ. 11,29). (βλ. Αρχιεπ. Χριστοστοδούλου, Ιστορική και κανονική θεώρησις του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι, υποσ. 523, καθώς και Χ. Ανδρούτσου, Δογματική... σ. 314-315, Π. Τρεμπέλα, Δογματική... τ. 3 σ. 24-29). Όμως, ο απόστολος Παύλος τόνιζε και το «αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού»(Β' Τιμ. 1,6). Δεν εκλάμβανε, δηλαδή, την παραμονή και ενέργεια του χαρίσματος απροϋποθέτως.
Το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης, ταυτισμένο σοφιστικά δικολαβικά με την ενεργό Ιερωσύνη, χρησιμοποιείται από τον π. Ι. Σταυρόπουλος για να καθησυχάση τους οπαδούς του, που μετέχουν στα μυστήρια τα οποία αντικανονικά τελεί. Ισχυρίζεται: «όποτε και άν, ένας τιμωρημένος - καθηρημένος Επίσκοπος ή Ιερέας, τελέσει κάποιο Μυστήριο, μπορεί η Διοίκηση της Εκκλησίας, Αρχιεπίσκοπος, Μητροπολίτες, Σύνοδος, να τον ξανά τιμωρήσουν, π.χ. διότι δεν υπάκουσε, διότι δεν εφάρμοσε την ποινή. Όμως το Μυστήριο που τελείται κάθε φορά, είναι Κανονικό Μυστήριο. Τελείται από το Άγιο Πνεύμα». Αυτό είναι δόγμα του π. Ι. Σταυροπούλου, το οποίο δεν είναι καταγραμμένο σε κανέναν εκκλησιαστικό κώδικα και με το κείμενό του ανεπιτυχώς προσπαθεί να το επιβάλη. Έχει την επίγνωση ότι αντικανονικώς λειτουργεί, αλλά θέλει να πείση τους εύπιστους οπαδούς του ότι τα μυστήριά του είναι κανονικά. Αυτή είναι μια εκπληκτική (πρωτοτύπως αντικανονική) εκκλησιολογία.
Είναι άξιο θαυμασμού, πάντως, το πώς ο π. Ι. Σταυρόπουλος από την πλήρη αγνωσία του θελήματος του Χριστού, την οποία δογμάτισε τον Ιανουάριο του 2013 («Το θέλημα του Χριστού είναι άγνωστο και σε σας και σε μένα και σε όλους!», αποφάνθηκε), έφθασε τώρα στην υπερβάλουσα γνώση, που τον καθιστά ικανό να αποφαίνεται για το πώς δρά το Άγιο Πνεύμα και ποιά μυστήρια τελεί!
Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στις αρχές Ιανουαρίου 2013, με αφορμή γεγονότα που δημιούργησαν οπαδοί του π. Ι. Σταυρόπουλου έξω από τα Γραφεία της Ιεράς Μητροπόλεως, γραφόταν: «Η ορθόδοξη εκκλησία έχει πιστούς και ο Χριστός θέλει μαθητές και όχι οπαδούς. Και δυστυχώς οι συμπεριφορές, που εκδηλώθηκαν, παραμονές Χριστουγέννων, κάθε άλλο παρά την ορθοδοξία εξέφραζαν και τον Χριστό υπηρετούσαν!». Σε αυτά ο π. Ι. Σταυρόπουλος, ως φιλόσοφος του αγνωστικισμού, απάντησε με άρθρο του, στο οποίο μεταξύ άλλων ρωτούσε: «Αλήθεια, πώς γνωρίζετε το τί θέλει ο Χριστός; Σάς το είπε κάποιος; Ρωτήσατε άραγε;». Για να πή εμφαντικά σε συζήτηση που έγινε κατόπιν στο διαδίκτυο: «Το θέλημα του Χριστού είναι άγνωστο και σε σας και σε μένα και σε όλους!».
3. Αποκοπή προτάσεων, σκόπιμη παραποίηση συμπερασμάτων
Προσπαθώντας ο π. Ιγνάτιος να αναφερθή σε πράγματα «άψαυστα τοίς αμυήτοις», προ παντός για τους αντάρτες απέναντι στην εκκλησιαστική Ιεραρχία, κατέφυγε, όπως ήδη σημειώθηκε, στην διδακτορική διατριβή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου, από την οποία, χωρίς να την αναφέρει, απέσπασε τμήματα, με τα οποία, μετά την «ανακατασκευή» ορισμένων ενοχλητικών για τον ίδιο προτάσεων, απάρτισε το σημαντικότερο μέρος του κειμένου του.
Από εκεί έλαβε τις πυκνές παραπομπές σε σχετική βιβλιογραφία (αρκετά παλαιά για σύγχρονο διδάκτορα του Παντείου και υποψήφιο διδάκτορα του Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής), την οποία όμως όπως φαίνεται δεν έλεγξε, αφού δεν τεκμηριώνεται από αυτήν η κύρια άποψη που θέλει να επιβάλη. Διότι κανείς πουθενά δεν ισχυρίζεται, όπως ο π. Ι. Σταυρόπουλος, ότι είναι έγκυρα τα μυστήρια που τελεί ένας καθηρημένος ή ακοινώνητος Πρεσβύτερος ή Επίσκοπος, ενόσω είναι αποκομμένος από την Εκκλησία, αμετανόητος και σε ανταρσία προς τον επιχώριο Επίσκοπο ή την Σύνοδο των Επισκόπων, στην οποία μετέχει ο Επίσκοπος του τόπου του. Όσα αναφέρονται, με κατάλληλες αποτμήσεις, στο κείμενο του π. Ι. Σταυροπούλου αφορούν περιπτώσεις μετανοούντων κληρικών, τους οποίους οι Επίσκοποι ή οι Σύνοδοί τους «οικονομούσαν».
Θα αναφερθούν πιο κάτω με συντομία κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις, που δείχνουν ανάγλυφα το πώς κακοποιούνται κείμενα και γεγονότα στο κείμενο του π. Ι. Σταυροπούλου.
Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι, ενώ παίρνει παραπομπές και αυτούσια τμήματα με πλήθος περιπτώσεων από την διατριβή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, δεν παίρνει τα συμπεράσματά του, τα οποία προφανώς δεν τον συμφέρουν. Διότι εκεί μεταξύ άλλων ο μακαριστός Χριστόδουλος γράφει: «Εν τούτοις η ως άνω περιπτωσιολογία μόνον κατ' εφαρμογήν της Οικονομίας δύναται, εξ επόψεως ορθοδόξου Εκκλησιολογίας, να ευσταθήση. Κατά την κανονικήν ακρίβειαν η Εκκλησία, δια της επιβολής της ποινής της καθαιρέσεως, απογυμνοί της ιερατικής τιμής τον κληρικόν, κατάγουσα τούτον εις την των λαϊκών τάξιν ή των μοναχών. Οι δε λαϊκοί ή μοναχοί δεν είναι κληρικοί και επομένως δεν δικαιούνται να τελούν Ι. Μυστήρια. Η θεία χάρις εν τοίς Μυστηρίοις δεν είναι αντικείμενον προσωπικού χειρισμού ενός εκάστου κληρικού, αλλά δίδεται δι' αυτού υπό της Εκκλησίας, εφ' όσον ο κληρικός ούτος ευρίσκεται εν κοινωνία μετ' αυτής».
Τα παραπάνω πόρρω απέχουν από τα περί ανεξαλείπτου ενεργού Ιερωσύνης, περί της οποίας «παραθεολογεί» ο π. Ι. Σταυρόπουλος.
4. Επιλογή προτάσεων για την απόκρυψη νοημάτων
Για το θέμα αυτό ο π. Ι. Σταυρόπουλος ανατρέχει και στον καθηγητή Π. Μπούμη. Γράφει: «Σύμφωνα με τον καθηγητή του πανεπιστημίου κ. Παναγιώτη Μπούμη, “η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει αποφασίσει επισήμως για το θέμα αυτό”. Ο κ. Μπούμης αναφέρει: “Στο προκείμενο ζήτημα, δηλ.γιά το ανεξάλειπτο ή όχι της ιερωσύνης, μπορούμε να εφαρμόσουμε τους λόγους του Κυρίου:“Όσα εάν δήσητε επί της γής, έσται δεδεμένα εν ουρανώ”(Ματθ. 18, 18)”».
Η συνέχεια του κειμένου, επειδή δεν συμφέρει στον π. Ι. Σταυρόπουλο, αποσιωπάται και αφήνεται να εννοηθή ότι ο κ. Μπούμης με το αγιογραφικό χωρίο που παραθέτει τεκμηριώνει το ανεξάλειπτο «καί εν ουρανώ» της Ιερωσύνης που δόθηκε «επί της γής». Όμως η συνέχεια είναι αρκετά διαφορετική. Γράφει ο κ. Μπούμης στην ψαλιδισμένη συνέχεια του κειμένου του: «Εφ’ όσον, δηλαδή, η Εκκλησία απαγορεύει σε κάποιον κληρικό το δικαίωμα να ιερουργεί, σημαίνει ότι τον δεσμεύει και απέναντι των μελών της Εκκλησίας και απέναντι του Θεού και του στερεί την ικανότητα και τη δυνανότητα να μεταδίδει τη Θ. Χάρη στους πιστούς».
Είναι σαφής η «χειρουργική» επέμβαση στο κείμενο του κ. Μπούμη, για να προβληθούν τα νοήματα που θέλει ο π. Ι. Σταυρόπουλος και όχι αυτά που δίνει ο συγγραφέας του.
Υπάρχει όμως και συνέχεια στο σκόπιμο ψαλίδισμα των κειμένων. Ο π. Ι. Σταυρόπουλος γράφει: «Σύμφωνα πάλι με τον ίδιο καθηγητή, η καθαίρεση δεν μπορεί να καταργήσει την Χάρη της Ιερωσύνης». Μέ αυτό θέλει να υποστηρίξη ότι κατά τον κ. καθηγητή και ως ακοινώνητος έχει ενεργό την Ιερωσύνη. Ομως ο κ. Μπούμης δεν υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Ο π. Ι. Σταυρόπουλος, για να δώση στους αναγνώστες του, με τρόπο φοβερά προπαγανδιστικό και προκρούστειο, τα νοήματα που αυτός θέλει, παραθέτει από το Κανονικό Δίκαιο του κ. Μπούμη τα εξής αποσπάσματα: «Η καθαίρεση, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι είναι η αναστολή της ενεργείας του χαρίσματος της ιερωσύνης». Σταματά εδώ, παραλείπει τις εν συνεχεία ενδιάμεσες προτάσεις, που δεν τον συμφέρουν, για να συνεχίση το παράθεμα από εκεί που νομίζει ότι ευνοείται απ’ τον συγγραφέα: «Επειδή ακριβώς η καθαίρεση είναι η αναστολή της ενεργείας του χαρίσματος της ιερωσύνης, και όχι αφαίρεση αυτού, γι’ αυτό, εάν τυχόν ένας καθηρημένος κληρικός αθωωθεί από άλλο δικαστήριο, επανέρχεται στην τάξη των κληρικών, χωρίς νέα χειροτονία». Ο κ. Μπούμης κάνει λόγο για κληρικό που δικαιώνεται από δικαστήριο και αίρεται η καθαίρεσή του και όχι για κληρικό που παραμένει αμετανόητος σε πράξεις που είναι αιτίες της καθαίρεσής του.
Έχουν σημασία όμως οι ψαλιδισμένες μη βολικές για τον π. Ι. Σταυρόπουλο ενδιάμεσες προτάσεις του κ. Μπούμη, που δείχνουν ότι η προπαγάνδα που επιχειρεί ο π. Ι. Σταυρόπουλος έχει μαύρο χρώμα. Γράφει ο κ. Μπούμης: «Η καθαίρεση δηλαδή καθιστά τη Θ. Χάρη ανενέργητη. Γι’ αυτόν το λόγο και τα μυστήρια, τα οποία ήθελε τελέσει ένας καθηρημένος κληρικός, είναι ανίσχυρα και θεωρούνται ως μη γενόμενα» (σ. 204). Μέ άλλα λόγια τα μυστήρια που τελεί ο π. Ι. Σταυρόπουλος, στο διάστημα που παραμένει αμετανόητος υπό το επιτίμιο της ακοινωνησίας, «είναι ανίσχυρα και θεωρούνται ως μη γενόμενα».
5. Αμίλκας Αλιβιζάτος: Άποψη «ανίερος» και «ανόητος»
Παρόμοιο με το παραπάνω ψαλίδισμα γίνεται σε απόσπασμα από υποσημείωση του μακαριστού Χριστοδούλου, η οποία αναφέρεται στον καθηγητή Αμ. Αλιβιζάτο. Γράφει ο π. Ι. Σταυρόπουλος αντιγράφοντας τον μακαριστό Χριστόδουλο, χωρίς να τον αναφέρει, ότι σε μελέτη του ο καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος διδάσκει «ότι δια της καθαιρέσεως δεν αφαιρείται το θείον της ιερωσύνης χάρισμα (Βλ. Αμ. Αλιβιζάτου, Περί χάριτος των ποινών των κληρικών σ. 19)».
Η υποσημείωση όμως του μακαριστού Αρχιεπισκόπου έχει και κάποια προηγούμενα, που δεν συμφέρουν στον π. Ι. Σταυρόπουλο, γι’ αυτό και τ’ αποσιωπά. Γράφει η υποσημείωση: «Ο Αμ. Αλιβιζάτος, εν: Η Οικονομία κατά το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας Αθήναι 1949 σ. 46 υπεστήριξεν ότι τα υπό καθηρημένου τελούμενα Μυστήρια είναι απολύτως άκυρα και ανενέργητα και θεωρούνται ως μη γενόμενα. Αντικρούων δε το προβαλλόμενον υπέρ της εγκυρότητος αυτών επιχείρημα, το αντλούμενον εκ της μη αναχειροτονίας των καθηρημένων μετά την άρσιν της ποινής ταύτης, εχαρακτήρισε την άποψιν ταύτην ως ανόητον και ανίερον. Αλλαχού δε (Συνεδρία ΔΙΣ της 16-1-1964) υπεστήριξεν ότι τούτο δέον να ερμηνευθή ως οικονομία της Εκκλησίας (ΚώΔΙΣ 1962-1964 σ. 437). Αλλ' εν τη περί χάριτος των ποινών των κληρικών μελέτη αυτού εδέχθη, ότι δια της καθαιρέσεως δεν αφαιρείται το θείον της ιερωσύνης χάρισμα (Βλ. Αμ. Αλιβιζάτου, Περί χάριτος των ποινών των κληρικών σ. 19)»(υποσ. 525).
Είναι σαφές ότι κατά τον καθηγητή Αμ. Αλιβιζάτο, ενώ με την καθαίρεση «δέν αφαιρείται το θείον της ιερωσύνης χάρισμα», εντούτοις είναι ανενεργό, γι’ αυτό «τά υπό καθηρημένου τελούμενα Μυστήρια είναι απολύτως άκυρα και ανενέργητα και θεωρούνται ως μη γενόμενα». Μέ βάση, μάλιστα, τις απόψεις του που περιλαμβάνονται στο παραπάνω παράθεμα, όλη η επιχειρηματολογία του π. Ι. Σταυροπούλου, η οποία στηρίζεται στην άποψη ότι η μη αναχειροτονία καθηρημένων κληρικών, όταν αποκαθίστανται, σημαίνει αποδοχή της εγκυρότητας των μυστηρίων που τέλεσαν ως καθηρημένοι (ή ακοινώνητοι), είναι επιχειρηματολογία «ανόητη και ανίερη».
6. Διαστρέβλωση αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων
Ο π. Ι. Σταυρόπουλος προσπαθεί να κατοχυρώση το ενεργό της ανεξάλειπτης Ιερωσύνης του, αφαιρώνοντας από τις προϋποθέσεις της την Ορθόδοξη πίστη και αποσυνδέοντάς την από την μετάνοια.
Επιλέγοντας, χωρίς σχετική αναφορά, όπως ήδη σημειώθηκε, αποσπάσματα από την διατριβή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, άλλοτε αυτούσια και άλλοτε καταλλήλως τροποποιημένα, ώστε να μη γίνεται λόγος για Ορθόδοξη πίστη και μετάνοια, προσπαθεί να αποδείξη κανονική την αντικανονική τελετουργία του και έγκυρα τα άκυρα μυστήριά του. Αναφέρουμε κάποιες περιπτώσεις. Γράφει:
«Η Πρώτη, Οικουμενική Σύνοδος δέχθηκε άνευ αναχειροτονήσεως τους αιρετικούς Κληρικούς τους λεγομένους Μελιτιανούς και τους λεγομένους Καθαρούς ως και τους λεγομένους Μιξοφυσίτες και τους λεγομένους Θεοπασχίτες».
Η Α' Οικουμενική Σύνοδος όμως δεν δέχθηκε άνευ αναχειροτονήσεως αιρετικούς κληρικούς, αλλά όσους αρνήθηκαν την αίρεση και εντάχθηκαν εμπράκτως στην Εκκλησία. Γι’ αυτό στον Η? Κανόνα της διακελεύει: «...Πρό πάντων δε τούτο ομολογήσαι αυτούς εγγράφως προσήκει, ότι συνθήσονται και ακολουθήσουσι τοίς της καθολικής και αποστολικής εκκλησίας δόγμασι? τουτέστι και διγάμοις κοινωνείν, και τοίς εν τώ διωγμώ παραπεπτωκόσιν, εφ’ ών και χρόνος τέτακται, και καιρός ώρισται ώστε αυτούς ακολουθείν εν πάσι τοίς δόγμασι της καθολικής εκκλησίας».
Για την Γ' Οικουμενική Σύνοδο γράφει: «Η Τρίτη, Οικουμενική Σύνοδος δέχθηκε τους αιρετικούς Μεσσαλιανούς Κληρικούς, ως Κληρικούς άνευ αναχειροτονήσεως, που σημαίνει ότι η Γ' Οικουμενική Σύνοδος αναγνώρισε πάλι ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης».
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος στο σχετικό χωρίο γράφει: «Οι Μεσσαλιανοί κληρικοί, αρνούμενοι την πλάνην, εγίγνοντο δεκτοί υπό της Γ' Οικουμενικής Συνόδου άνευ αναχειροτονήσεως». Για τον π. Ι. Σταυρόπουλο η άρνηση της πλάνης δεν έχει καμμιά σχέση με την ενεργοποίηση της Ιερωσύνης, ούτε θεωρεί ότι η μετάνοια είναι αιτία αναζωπυρώσεως του ιερατικού χαρίσματος. Γι’ αυτόν ενεργός Ιερωσύνη υπάρχει και στην πλάνη, την αίρεση και την αμετανοησία. Είναι περίεργο πάντως, πώς έχοντας τέτοιες απόψεις (παραδοχή ότι υπάρχει ενεργός Ιερωσύνη στους αιρετικούς) έχει συμπαραστάτες στους αντιεκκλησιαστικούς «αγώνες» του κάποιους «υπέρμαχους» της Ορθοδοξίας.
Για την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο γράφει: «Η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος δέχθηκε ως Κληρικούς, όσους ανήκαν στην αίρεση της εικονομαχίας, που σημαίνει ότι η Οικουμενική Σύνοδος αναγνώρισε πάλι ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης». Η αλλοίωση της πληροφορίας που αντλεί από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο είναι τραγική και η εκκλησιολογική διαφθορά που ενσπείρει πνευματικά θανατηφόρος. Ο μακαριστός Χριστόδουλος γράφει: «Η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος εδέξατο εις τους οικείους βαθμούς τους αποκηρύξαντας την αίρεσιν της εικονομαχίας». Δεν δέχθηκε εικονομάχους, ούτε αναγνώρισε τα μυστήρια εικονομάχων. Δέχθηκε αυτούς που προσήλθαν με μετάνοια και ταπείνωση στην Εκκλησία.
Για του λόγου το αληθές θα παραθέσουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, επειδή γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε αυτήν στο κείμενο του π. Ι. Σταυροπούλου. Διαβάζουμε στην πρώτη πράξη της Συνόδου (Μ. 12, 1007-1012) το πώς έγιναν δεκτοί οι Βασίλειος Αγκύρας, Θεόδωρος Μύρων και Θεοδόσιος Αμμορίου. Προσήλθαν στην Αγία Σύνοδο με άκρα ταπείνωση, εκζητούντες την συγγνώμη. Εγγράφως μάλιστα αρνήθηκαν την αίρεση και διάβασαν λίβελλο μέσα στην Σύνοδο: «Βασίλειος επίσκοπος Αγκύρας είπεν όσον ήν εις δύναμίν μου, δεσπόται, εξήτασα την υπόθεσιν, και πάσαν πληροφορίαν δεξάμενος, προσήλθον τη καθολική εκκλησία εγώ ο έσχατος υμών δούλος». Κατόπιν στο λίβελλο που διάβασε, αφού «εξαρνείται» την αίρεση και ομολογεί την Ορθόδοξο πίστη, μεταξύ άλλων λέει: «εν ταυτώ δε και συγγνώμην εξαιτούμαι παρά της θεοσυλλέκτου υμών μακαριότητος υπέρ ταύτης μου της βραδύτητος. Δέον γάρ ήν μη υστερηκέναι με προς την της ορθοδοξίας ομολογίαν? αλλά της άκρας μου αμαθείας και νωθρείας και ημελημένης διανοίας εστί τούτο. Όθεν και μάλλον αιτώ την μακαριότητα υμών εξαιτήσαι και παρά Θεού συγχώρησίν μοι παρασχεθήναι». Μετά το τέλος της ανάγνωσης του λιβέλλου «Ταράσιος ο αγιώτατος πατριάρχης είπε? πάσα η ιερατική ομήγυρις αύτη τώ Θεώ δόξαν και ευχαριστίαν αναπέμπει επί ταύτη σου τη ομολογία ήν προσήγαγες τη καθολική εκκλησία».
Τέτοιοι λόγοι, σαν του Βασιλείου Αγκύρας, δεν φαίνεται πιθανό ότι μπορούν να βγούν από το στόμα κληρικού, που καταγγέλλει την Εκκλησία του στον Αμερικανό Πρέσβη για στέρηση της θρησκευτικής του ελευθερίας! Ο π. Ι. Σταυρόπουλος, όπως είναι γνωστό, κατήγγειλλε την Εκκλησία της Ελλάδος στον Αμερικανό Πρέσβη με αναφορά του, στην οποία μεταξύ άλλων γράφει: «Κύριε Πρέσβη, όπως γνωρίζουμε, η Χώρα μας δεν αποτελεί, δυστυχώς, υπόδειγμα προστασίας του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας... Η ανωτέρω απόφαση της Συνόδου (γιά την ακοινωνησία και την διαγραφή του από την Μονή), που διέπεται από άκρατο ιεροκρατικό πνεύμα, θυμίζει δυστυχώς περισσότερο θρησκευτικό κλίμα ασιατικών καθεστώτων, παρά αυτό μίας ευνομούμενης δυτικοευρωπαϊκής δημοκρατίας...».
Απώγειο της σοφιστικής δικολαβίας του είναι η ενάντια στην κοινή λογική εκμετάλλευση της δήλωσης του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου για την θρησκευτική ελευθερία των αλλοθρήσκων, ότι ο καθένας απολαμβάνει θρησκευτικής ελευθερίας. Η χρήση για τον εαυτό του αυτής της δήλωσης δείχνει ότι, ο π. Ι. Σταυρόπουλος, ή αισθάνεται μέσα στην Εκκλησία ως αλλόθρησκος ή θεωρεί θρησκευτική ελευθερία το να εξασκή χωρίς συνέπειες (ελευθέρως) την σχισματική συμπεριφορά του. «Εξιστά την λογικήν» μάλιστα η χρησιμοποίηση της δήλωσης για τους αλλοθρήσκους του Προέδρου της Συνόδου, η οποία τον επιτίμησε, προκειμένου να αποδείξη ότι έχει το δικαίωμα να συμπεριφέρεται ατιμωρητί σχισματικά... Η κοινή λογική δεν αντέχει τέτοιες δικολαβίες.
Η συγκεκριμένη τακτική συγκρινόμενη με συμπεριφορές που καταγράφονται στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, γεννά το ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν, ο π. Ι. Σταυρόπουλος διακατεχόμενος από ένα τέτοιο «δυτικοευρωπαϊκό» πνεύμα, να προσέλθη ποτέ στα μέλη της Ιεράς Συνόδου και να πή, όπως ο Βασίλειος Αγκύρας: «συγγνώμην εξαιτούμαι παρά της θεοσυλλέκτου υμών μακαριότητος... Τής άκρας μου αμαθείας και νωθρείας και ημελημένης διανοίας εστί [τό παράπτωμα] τούτο»; Για τους πιστεύοντες, βέβαια είναι «πάντα δυνατά» και «η ελπίς ου καταισχύνει», ο ίδιος όμως φαίνεται ότι αποκλείει κάτι τέτοιο, γι’ αυτό αποδύθηκε στον άπελπι αγώνα να αποδείξη ότι η Ιερωσύνη είναι ενεργός και στην αίρεση και στην αποσχιστική από την Εκκλησία αμετανοησία.
7. Παραπλανητική προβολή της «οικονομίας» των αγίων Πατέρων
Εκτός από τις Οικουμενικές Συνόδους ο π. Ι. Σταυρόπουλος προσπαθεί να αποδείξη ομόφρονές του και μεγάλους αγίους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως τον Μ. Αθανάσιο και τον Μ. Βασίλειο.
Γράφει: «Ο Μ. Βασίλειος αναγνώρισε ως Κληρικούς τους αιρετικούς Κληρικούς Ζώινο και Σατουρνίνο, από την αίρεση των Εγκρατιτών, γεγονός που σημαίνει, ότι ο Μέγας Βασίλειος αναγνώρισε ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης. (Ρ-Π, Σύνταγμα Γ' σ. 91) [Η παραπομπή είναι παρμένη, χωρίς έλεγχο, από την διατριβή του μακαριστού Αρχιεπ. Χριστοδούλου (η οποία και πάλι δεν αναφέρεται), είναι όμως λάθος. Το ορθό είναι: Ρ-Π, Σύνταγμα Δ' σ. 91. Δηλαδή, αντιγράφει και τα λάθη].
Το ίδιο έπραξε ο Μ. Αθανάσιος για τους αιρετικούς, αρειανούς».
Ο Μ. Βασίλειος όμως στην προς Αμφιλόχιον Ικονίου Α' κανονική του επιστολή, δεν αναγνωρίζει ως έγκυρα τα Μυστήρια των αιρετικών και ως εκ τούτου το ανεξάλειπτο της Ιερωσύνης τους. Σημειώνει, ότι η αρχή του χωρισμού των Εγκρατιτών από την Εκκλησία «διά σχίσματος γέγονεν». Και οι πρώτοι που αποσχίσθηκαν «παρά των Πατέρων έσχον τάς χειροτονίας». Αποκοπέντες όμως «λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος αγίου ετέροις παρέχειν», από την οποία (Χάρη) οι ίδιοι εξέπεσαν. Γι’ αυτό, τονίζει, «ως παρά λαϊκών βαπτιζομένους τους παρ’ αυτών εκέλευσαν (οι Πατέρες), ερχομένους επί την Εκκλησίαν, τώ αληθινώ βαπτίσματι τώ της Εκκλησίας ανακαθαίρεσθαι». Αυτή είναι η ακρίβεια. Επειδή όμως οι πολλοί εκκλησιαστικοί ηγέτες της Ασίας «οικονομίας ένεκα» αποφάσισαν να γίνεται δεκτό το βάπτισμά τους, και Μ. Βασίλειος, υπακούοντας στην πλειοψηφία των Ορθοδόξων ποιμένων, είπε «έστω δεκτόν», αλλά με προϋποθέσεις αληθινής μετάνοιας και σταθερότητας στην ορθή πίστη.
Όσο για τους αδελφούς Ζώινο και Σατορνίνο, η Εκκλησία ήδη τους είχε δεχθή «εις την καθέδραν των επισκόπων» και αυτό που λέει ο Μ. Βασίλειος είναι ότι, εφόσον έγιναν δεκτοί αυτοί ως επίσκοποι, δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε από την Εκκλησία αυτούς που συνδέονται μαζί τους, «τούς τώ τάγματι εκείνων συνημμένους».
Είναι τραγικό όμως αυτό που λέγεται για τον Μ. Αθανάσιο, ότι δηλαδή δέχθηκε την Ιερωσύνη των Αρειανών.
Ο Μ. Αθανάσιος στην προς Ρουφιανό επιστολή του, στην οποία εκφράζει την στάση όλης της Εκκλησίας απέναντι στους επιστρέφοντες από την πλάνη του Αρείου, διακρίνει αυτούς που μετανόησαν και προσήλθαν στην Εκκλησία σε δύο κατηγορίες σε αυτούς που ήταν «προϊστάμενοι της ασεβείας» και αυτούς που απλώς παρασύρθηκαν στην αίρεση. Τούς δέχεται όλους, αλλά των πρώτων δεν δέχεται την Ιερωσύνη, ενώ τους δεύτερους τους αποκαθιστά και στον τόπο του κλήρου. Γράφει: «Και ήρεσεν, όπερ ώδε και πανταχού, ώστε τοίς μεν καταπεπτωκόσι και προϊσταμένοις της ασεβείας, συγγινώσκειν μεν μετανοούσι, μη διδόναι δε αυτοίς τόπον κλήρου, τοίς δε μη αυθεντούσι μεν της ασεβείας, παρασυρείσι δε δι’ ανάγκην και βίαν, έδοξε δίδοσθαι μεν συγγνώμην, έχειν δε και τον τόπον του κλήρου». Επισημαίνει όμως την ανάγκη της σταθερότητας στην ορθή πίστη, γι’ αυτό συμπληρώνει: «Και έδοξε τούτό πως οικονομικώς γεγενήσθαι, διεβεβαιώσαντο γάρ μη μεταβεβλήσθαι εις ασέβειαν». Πράγμα που σημαίνει ότι, αν «μεταβληθούν εις ασέβειαν», χάνουν τις ευεργεσίες από τήν«οικονομία» της Εκκλησίας, χάνουν «τόν τόπον του κλήρου», την ενέργεια του χαρίσματος της Ιερωσύνης τους.
Έχει όμως αρκετή σημασία ο λόγος για τον οποίο απαντά ο Μ. Αθανάσιος στον Ρουφιανό. Τού γράφει ότι απαντά στην επιστολή του επειδή «φιλοκάλως και εκκλησιαστικώς, τούτο γάρ πάλιν πρέπει τη σή ευλαβεία, ηρώτησας» (Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, τ.Δ', σ.82-83).
Το «φιλοκάλως και εκκλησιαστικώς» είναι το ζητούμενο για όλες τις εκκλησιαστικές κινήσεις και δραστηριότητες. Άν υπήρχε αυτό, όλα τα εκκλησιαστικά προβλήματα θα εύρισκαν γρήγορα τις πρέπουσες λύσεις. Επειδή, όμως, συνήθως απουσιάζει, γι’ αυτό οι διακριτικές (φιλόκαλες και εκκλησιαστικές) ποιμαντικές κινήσεις των αγίων Πατέρων είναι για αρκετούς ακατανόητες, ιδίως είναι ακατανόητες για αυτούς που δεν μπορούν να υποτάξουν το ίδιόν τους θέλημα στην ιεραρχική λειτουργία του σώματος της Εκκλησίας. Όπως φαίνεται, δεν μπορούν αυτοί να καταλάβουν ούτε την αξία της ακριβείας, ούτε την θεραπευτική δύναμη της οικονομίας. Γι’ αυτό φιλονικούν με τους φιλόκαλους εκκλησιαστικούς ποιμένες διατυπώνοντας ανίερες παραθεολογίες.
Ο άγιος Ταράσιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στην Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, αναφερόμενος στην αντιμετώπιση διαφόρων εκκλησιαστικών θεμάτων από τους αγίους Πατέρες άλλοτε με την ακρίβεια και άλλοτε με την οικονομία, με γνώμονα πάντα το συμφέρον της Εκκλησίας, δηλαδή την σωτηρία των ανθρώπων, είπε: «Πανταχού γάρ οι Πατέρες αλλήλοις σύμφωνοί εισιν, εναντίωσις δε ουδεμία ένεστιν αυτοίς? αλλ’ εναντιούνται αυτοίς οι τάς οικονομίας και τους σκοπούς αυτών μη επιστάμενοι»(Μ. 12, 1050).
8. Βασικές εκκλησιολογικές αρχές
Μετά από τα παραπάνω κρίνεται αναγκαίο να διατυπωθούν τέσσερις βασικές εκκλησιολογικές αρχές:
Α. Ο Χριστός έδωσε την Ιερωσύνη στους Αποστόλους και οι Απόστολοι στους διαδόχους τους (Επισκόπους), για να συγκροτηθή η Εκκλησία. Όλα τα μυστήρια ενεργούν μέσα στην Εκκλησία, στην οποία εξέχουσα θέση, ουσιαστική και όχι τυπική, έχει ο Επίσκοπος, η έγκριση και η μνημόνευση του οποίου δίνει εγκυρότητα σε όλες τις ιεροτελεστίες, σε «πάν ό,τι τελείται εν τη Εκκλησία».
«Οι πρεσβύτεροι τελούσι τα μυστήρια δυνάμει της χειροτονίας των υπό των επισκόπων, εις ούς άρα ανάγουσι την αρχήν αυτών πάντα τα μυστήρια».(Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, σ. 418)
«Η ενότης της Εκκλησίας δεν είναι απλώς ευχαριστιακή, αλλά λόγω της σχέσεως του Επισκόπου προς την Ευχαριστίαν καθίσταται και ιεραρχική... Αι περαιτέρω συνέπειαι είναι ήδη φυσικαί: πάν ό,τι τελείται εν τη Εκκλησία είναι έγκυρον, μόνον όταν εγκρίνηται υπό του Επισκόπου».(Ιωάννου Ζηζιούλα (νύν Μητροπολίτου Περγάμου), Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τώ Επισκόπω, σ. 98).
Β. Το πολίτευμα της Εκκλησίας είναι ιεραρχικώς συνοδικό και συνοδικώς ιεραρχικό. Μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα δεν υπάρχει αυτονομία χαρισμάτων.
«Το κέντρον της ιερατικής διακονίας και δράσεως είναι η εν πνεύματι λατρεία του Θεού και δη η θεία λειτουργία... Εξ άλλου όμως η επίγειος Εκκλησία εμφανίζεται ως κοινωνία ιεραρχικώς ωργανωμένη, με ιδίαν ιεραρχίαν, νομοθεσίαν και λατρείαν, ή ως “πολιτεία τη ιερωσύνη συμβαίνουσα”» (Ιωάννου Ν. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, σ. 380)
«...θά πρέπη το πολίτευμα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας να ονομάζηται επισκοπικοσυνοδικόν» (ένθ. αν. σ. 521)
«Το συνοδικόν σύστημα διοικήσεως ανάγεται εις την ουσίαν της Εκκλησίας, δι’ όν λόγον ετέθη εις λειτουργίαν εν αυτή ήδη από των αρχών αυτής, καταστάν έκτοτε ουσιαστικόν και αναπόσπαστον στοιχείον της ζωής καθόλου της Ορθοδοξίας» (ένθ. αν. σ. 653-654)
Γ. Είναι στενά συνδεδεμένο «τό δίκαιο των χειροτονιών» με το «δίκαιο των κρίσεων». Αυτό φαίνεται ανάγλυφα στην εξέλιξη της εκκλησιαστικής διοικήσεως, στην οποία η πνευματική εξουσία των Επισκόπων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την «αυθεντία» των κρίσεων. (βλ. Βλασίου Ιω. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Ι Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού (απ’ αρχής μέχρι το 451),σ. 325-335). Αυτός που δίνει δια της χειροτονίας το χάρισμα έχει την ευθύνη της κρίσεως του χειροτονηθέντος, όταν αυτός δεν πολιτεύεται σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας. Εσχάτη ποινή δε στην οποία μπορεί να τον οδηγήση, με την παραπομπή του (σήμερα) στα Συνοδικά Δικαστήρια, είναι η «καθαίρεσις και γύμνωσις πάσης ιερατικής ενεργείας και τάξεως», η οποία ως βασικό επακολούθημα «επάγεται στέρησιν του δικαιώματος... του πράττειν ιερατικάς πράξεις. Ούτω κατά τον κανόνα α' Αγκύρας οι επιθύσαντες μεν ειδώλοις, είτα δε αναπαλαίσαντες ιερείς, δύνανται μεν να μετέχωσι της τιμής της εν καθέδραις, ουχί δε να διδάσκωσι, να προσφέρωσι και να πράττωσί τι των λοιπών ιερατικών» (Κωνσταντίνου Μ. Ράλλη, Ποινικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σ. 4 και εξής). Δηλαδή, δεν ενεργοποιείται πάλι η Ιερωσύνη των «επιθυσάντων» που μετανόησαν.
Δ. Η ακοινωνησία είναι ποινή «η οποία επιβάλλεται προληπτικώς στους κληρικούς και λαϊκούς για παραπτώματα πίστεως ή και κανονικής τάξεως για ορισμένο ή και για αόριστο χρόνο και αποσκοπεί αφ’ ενός μεν στην ποιμαντική επισήμανση του προβλήματος, αφ’ ετέρου δε στην πρόσκληση του αποκοπτομένου από την εκκλησιαστική κοινωνία να εκφράση δημόσια τη μεταμέλιά του, οπότε και αίρεται αυτομάτως η ποινή» (Βλασίου Ιω. Φειδά, Ιεροί Κανόνες και καταστατική νομοθεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, σ.117).
«Η ποινή της ακοινωνησίας παραδίδεται από την κανονική παράδοση ως μία ιδιώνυμη ποινή με ιδιαίτερο περιεχόμενο και διαφορετικό χαρακτήρα από τις συγγενείς ή συνώνυμες εκκλησιαστικές ποινές του αφορισμού, της αργίας ή και του πνευματικού επιτιμίου της ακοινωνησίας» και «παράγει αντικειμενικές εκκλησιαστικές συνέπειες για όλο το σώμα της τοπικής ή και της καθ’ όλου Εκκλησίας...» (έν. αν. σ.120-121)
Όλες οι εκκλησιαστικές ποινές (όπως η ακοινωνησία) συνδέονται με την Θ. Ευχαριστία, έχουν χαρακτήρα ευχαριστιοκεντρικό (βλ. έν. αν. σ.117).
Ακόμη και σε γνωμοδότηση που ζήτησε η Ιερά Μονή προσδιορίζεται ότι ο ακοινώνητος κληρικός δεν μπορεί να ιεροπρακτή. «Το λεγόμενο “επιτίμιο της ακοινωνησίας” αφορά καθαρά και μόνον τις τελετουργικές ή ιεροπρακτικές αρμοδιότητες των κληρικών (τέλεση ή συμμετοχή στή θεία λειτουργία, τα μυστήρια και τις διάφορες ιεροπραξίες)» (Κωνσταντίνου Γ. Παπαγεωργίου, Λέκτορα Εκκλησιαστικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ., Δικηγόρου, Γνωμοδότηση, την οποία ζήτησε η πρώην Ι.Μ. Μεταμορφώσεως) .
9. Συμπεράσματα
Από όσα διατυπώθηκαν παραπάνω εξάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα:
α. Ο π. Ι. Σταυρόπουλος στο κείμενό του εκτίθεται ως λογοκλόπος, υποπίπτει δηλαδή στο ακαδημαϊκό παράπτωμα της λογοκλοπής, εν γνώσει, αφού έχει λάβει ήδη διδακτορικό δίπλωμα από το Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι υποψήφιος διδάκτωρ της Νομικής στο εκκλησιαστικό δίκαιο. Αντιγράφει, χωρίς παραπομπή, τμήματα από την διδακτορική διατριβή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και διαστρεβλώνει σκοπίμως τα νοήματα κειμένων ακαδημαϊκών διδασκάλων, πράξη που είναι καθαρά αντιεπιστημονική.
β. Διαστρεβλώνει αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων και αγίων Πατέρων, οι οποίοι ασκούν την αρχή της οικονομίας, όταν υπάρχουν σαφείς προϋποθέσεις, θεμελιωδέστερη από τις οποίες είναι η μετάνοια. Ο π. Ι. Σταυρόπουλος επικεντρώνεται στα αποτελέσματα της μετανοίας, αποσιωπώντας την αναφορά των Συνόδων και των αγίων Πατέρων σε συγκεκριμένες πράξεις μετανοίας, επειδή ο ίδιος δεν αισθάνεται την ανάγκη να μετανοήση για κανένα εκκλησιαστικό του παράπτωμα.
γ. Παραθεωρεί ενσυνειδήτως τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου και τις εντολές του Μητροπολίτου του.
δ. Εκφράζει μια δική του αντιεκκλησιαστική και ανορθόδοξη άποψη για την Ιερωσύνη, την οποία αποκόπτει από την εκκλησιαστική ζωή. Όμως η Ιερωσύνη δόθηκε από τους Αποστόλους και δίνεται από τους διαδόχους τους μέσα στην Εκκλησία και από Αυτήν κατόπιν αναστέλλεται, όταν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ενεργείας του χαρίσματος.
Η Ιερωσύνη είναι χάρισμα που δίνει η Εκκλησία δια των Επισκόπων σε επιλεγμένα μέλη της. Είναι του Χριστού. Δεν είναι ανθρώπινο έργο. Πολύ περισσότερο δεν ανήκει στην φύση των ανθρώπων, ώστε να θεωρείται περίπου ως κάποιο φυσικό αναφαίρετο δικαίωμα, όπως είναι η ελευθερία του λόγου ή της θρησκείας. Οι Κληρικοί είναι «οικονόμοι της Χάριτος» και όχι ιδιοκτήτες της. Και ο οικονόμος, ανάλογα με την πιστότητά του προς τον Εντολέα του (τόν Χριστό και την Εκκλησία Του), κατά την διαχείριση της οικονομίας του, είτε επαινείται είτε «διχοτομείται» από τον Κύριό του και τίθεται «μετά των απίστων» (Λουκ. 12, 46).
Ο π. Ι. Σταυρόπουλος, με όσα ισχυρίζεται, δείχνει ότι θεωρεί την Ιερωσύνη ως αναφαίρετο φυσικό του δικαίωμα, ως ιδιόκτητο ατομικό του πλούτο, αφού το (σύμφωνα μέ τό παπικό δόγμα) ανεξάλειπτό της νομίζει ότι του παρέχει το δικαίωμα να μήν υπακούη ούτε στον νύν Ηγούμενό του, ούτε στις εντολές του Μητροπολίτου του, ούτε ακόμη στις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου. Είναι ένα τυπικό δείγμα της αντιεκκλησιαστικής νοοτροπίας που εκφράζουν έργω και λόγω, από ετών, οι κατά πνεύμα αδελφοί του και ο Γέροντάς του π. Σπυρίδων Λογοθέτης, ο οποίος δημοσίως «επιβράβευσε» την ανυπακοή του προς την Εκκλησία.
Ο π. Σπ. Λογοθέτης σε ομιλία του, η οποία μαγνητοσκοπημένη κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, είπε ότι ο π. Ι. Σταυρόπουλος του δήλωσε: «Εγώ θα λειτουργώ και άς με καθαιρέσουν και άς με κάνουν ό,τι θέλουν». Γι’ αυτή του την απόφαση, ως Γέροντάς του, (σύμφωνα με όσα ο ίδιος δημοσίως είπε) δεν τον επαίνεσε, ούτε τον έκρινε, αλλά μέσα του χάρηκε, διότι με αυτή του την απόφαση «έδειξε ότι είναι άνδρας και Χριστιανός». Αυτός ο λόγος δεν είναι απλός έπαινος. Είναι ο πιο προκλητικός διθύραμβος της εκκλησιολογικής εκτροπής. Μπορεί όμως κανείς με την «ανδρωσύνη» του να μεταβάλη σε ενεργό την ανενεργό Ιερωσύνη του καταργώντας την ορθόδοξη εκκλησιολογία;!!
Είναι απλοϊκό, αλλά και ουσιώδες το ερώτημα που γεννά η περίπτωση του π. Ι. Σταυροπούλου: Όταν (μέ την ανδρωσύνη του) τελή λειτουργία, την οποία απαγορεύει ο επιχώριος Μητροπολίτης, αλλά και η Ιερά Σύνοδος των Επισκόπων, την τελεί μνημονεύοντας τον απαγορεύοντα Μητροπολίτη; Θα είναι σχιζοφρενικό πάντως αν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Ο π. Ι. Σταυρόπουλος επέλεξε τον δικό του δρόμο. Δεν αναγνωρίζει την ιεραρχική και χαρισματική διάρθρωση του θεσμού της Εκκλησίας. Γι’ αυτήν την επιλογή έχει ακέραιη την ευθύνη. Δεν έχει πάντως δικαίωμα να θεωρή τον εαυτό του και να προβάλλεται ως έγκυρος τελετουργός των μυστηρίων της Εκκλησίας, παραπλανώντας τον λαό. Ενόσω είναι σε ακοινωνησία η Ιερωσύνη που φέρει είναι ανενεργός και τα μυστήρια που τελεί είναι άκυρα.
Για την ισχύ αυτού του λόγου θυμίζουμε την υπ’ αριθμ. 2730/15-10-1996 σχετική συνοδική απόφαση, η οποία αφορούσε Αρχιερέα που τελούσε εν ακοινωνησία, η οποία ισχύει επακριβώς για κάθε εν «ακοινωνία» τελούντα κληρικό:
«Αι υπό του εν ακοινωνία τελούντος Αρχιερέως γενόμεναι ιεροτελεστίαι, εν αίς ο εγκαινιασμός ναών, τυγχάνουσιν κανονικώς άκυροι και δέον όπως επαναληφθώσι υπό του κανονικού Αρχιερέως».–