Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Σάββας ὁ ἐν Καλύμνῳ, 7 Ἀπριλίου

Πρωτοπρεσβύτερου Π. Γεώργιου Παπαβαρνάβα

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Σάββας ὁ ἐν Καλύμνῳ, 7 ἈπριλίουὉ ἅγιος Σάββας ὁ ἐν Καλύμνῳ γεννήθηκε τό 1862 μ.Χ. στήν Ἡρακλείτσα τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ἀπό πτωχούς γονεῖς, τόν Κωνσταντῖνο καί τήν Σμαραγδή. Ἦταν μοναχοπαίδι καί τό βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος. Παρά τήν ἐπιθυμία του νά προχωρήση στίς σπουδές του δέν τό κατόρθωσε καί σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἀναγκάσθηκε νά ἐργασθῆ. Τόν εἵλκυε, ὅμως, ὡς μαγνήτης ἡ ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσή του στόν Θεό, γι’ αὐτό καί πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος, καί συγκεκριμένα στήν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης. Ἐκεῖ ἔμαθε τήν ἐκκλησιαστική μουσική καί τήν ἁγιογραφία καί μετά ἀπό ἕξι ἤ κατ’ ἄλλους δώδεκα χρόνια, πῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί ἐγκαταβίωσε στήν Ἱερά Μονή Χοζεβᾶ, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Ἀργότερα ἐστάλη ἀπό τόν Ἡγούμενο στήν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους γιά νά τελειοποιήση τίς γνώσεις του στήν ἁγιογραφία. Μετά ἀπό τρία περίπου χρόνια ἐπανῆλθε στήν Ἱερά Μονή Χοζεβᾶ, ὅπου χειροτονήθηκε Διάκονος, τό 1902, καί τό ἑπόμενο ἔτος Πρεσβύτερος. Διετέλεσε γιά ἕνα ἔτος Ἐφημέριος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καί ἐκεῖ γνωρίσθηκε μέ τόν καθηγητή Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τόν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος σέ ἐπιστολή του πρός Καλύμνιο φίλο του, τό 1907, μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραφε: «Νά ξέρης, Γεράσιμε, ὅτι ὁ π. Σάββας εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος».

Τό ἔτος 1916, ὕστερα ἀπό εἰκοσιέξι περίπου χρόνια παραμονῆς του στούς Ἁγίους Τόπους, ἀναγκάσθηκε, λόγῳ τῶν ἐκεῖ συνθηκῶν, νά ἐπιστρέψη στήν Ἑλλάδα. Κατ’ ἀρχάς μετέβη στήν Πάτμο καί ἔπειτα στό Ἅγιον Ὄρος. Στήν Ἀθήνα, ὅπου πῆγε γιά νά ἀγοράση ὑλικά ἁγιογραφίας, συνάντησε ἕνα πνευματικό παιδί τοῦ ἁγίου Νεκταρίου πού τόν πληροφόρησε ὅτι ὁ Ἅγιος, μέ τόν ὁποῖο εἶχε παλαιότερα γνωρισθῆ, τόν ἀναζητοῦσε. Ἔτσι, πῆγε στήν Αἴγινα, ὅπου διακόνησε τόν ἅγιο Νεκτάριο κατά τά δύο τελευταῖα ἔτη τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἡ συναναστροφή του μέ τόν ἅγιο Νεκτάριο συνέβαλε τά μέγιστα στήν περαιτέρω πνευματική του πρόοδο, ἀφοῦ εἶχε τήν εὐκαιρία νά ὀσφρανθῆ ἀπό κοντά τήν εὐωδία τῆς ἔνθεης βιοτῆς του, νά βιώση τήν παροιμιώδη ταπείνωση καί τήν ἁπλότητά του, τόν ἀξιοθαύμαστο τρόπο ἀντιμετώπισης τῶν πειρασμῶν του, ἀλλά καί τήν ἔνδοξη κοίμησή του, καθώς, ἐπίσης, καί τά θαύματα πού τήν ἀκολούθησαν. Ἀφοῦ ἐτέλεσε τήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, παρέμεινε ἕξι ἀκόμη χρόνια στήν Αἴγινα. Κατόπιν, ἀναζητώντας πιό ἡσυχαστικό μέρος, μετέβη τό ἔτος 1926 στήν Κάλυμνο, ὅπου ἐγκαταβίωσε στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἁγίων Πάντων, τῆς ὁποίας θεωρεῖται κτήτορας, ἀφοῦ τήν ἀνεκαίνισε καί ἔκτισε καί τά ἐπάνω κελλιά. Παράλληλα μέ τήν προσευχή, τήν ἄσκηση καί τήν μυστηριακή ζωή ἐξασκοῦσε καί τήν ἁγιογραφία. Ἐπίσης, δεχόταν τούς ἀνθρώπους μέ ἀγάπη, τούς ἐξομολογοῦσε, τούς παρηγοροῦσε, τούς ἐνίσχυε, πνευματικά καί ὑλικά, καί ἀποδείχθηκε γιά ὅλους «μιά ἀνοικτή ἀγκαλιά».

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ τήν 7η Ἀπριλίου 1948. Κατά τήν ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του τήν 7η Ἀπριλίου 1957, ἐνώπιον πλήθους λαοῦ, «ἕνα πυκνό νέφος θείας εὐωδίας ἐκάλυψε ὁλόκληρη τήν περιοχή».

Τήν 19η Φεβρουαρίου 1992 τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προέβη στήν ἁγιοκατάταξή του.

Ὁ βίος του καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα.

Γιά νά ζήση κανείς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά διαθέτη μεγάλα ἀποθέματα ταπείνωσης, ἀνδρείας, θάρρους καί λεβεντιᾶς. Πρέπει νά εἶναι παλληκάρι, μέ ὅλη τήν σημασία τῆς λέξεως, καί κατά τό κοινῶς λεγόμενο «νά τό λέη ἡ καρδιά του». Γι’ αὐτό καί λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἀκολουθοῦν «τῷ ἀρνίῳ» (τόν Χριστό), ὅπου ἄν ὑπάγῃ». Αὐτοί ἀποτελοῦν τό «μικρόν ποίμνιον», πού παραμένει ἄφοβο καί βιώνει ἐντός του τήν οὐράνια Βασιλεία, ἀλλά καί τό «προζύμι», τό ὁποῖο «ὅλον τό φύραμα ζυμεῖ». Ἀκόμη, αὐτοί οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πνευματικό ἁλάτι πού συγκρατεῖ τήν κοινωνία ἀπό τήν ἀποσύνθεση, τήν σαπίλα, τήν δυσωδία. Ἑπομένως, κανένας ὑπερήφανος, φίλαυτος καί δειλός δέν θέλει νά ἀκολουθήση τόν Χριστό, ἐπειδή δέν τολμᾶ καί ἀπαρνηθῆ τόν ἑαυτό του, δηλαδή τό ἁμαρτωλό θέλημά του καί νά ὑποταχθῆ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή ἡ ὑποταγή στό θεϊκό θέλημα δέν εἶναι ὑποδούλωση καί στέρηση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τό ἀντίθετο. Εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπό τά δεσμά τῆς φιλαυτίας, τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν καί τῆς τυραννίας τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος μέ τά πάθη τόν ὑποδουλώνει καί τόν κάνει ὑποχείριό του. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ «ἐλευθερωτής τῶν ψυχῶν ἡμῶν», καί ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «εἰ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε».

Μελετώντας κανείς τούς βίους τῶν ἁγίων, βλέπει ὅτι ἦταν καί αὐτοί ἄνθρωποι σάν ὅλους ἐμᾶς. Μάλιστα, κάποιοι ἀπό αὐτούς ἦταν πολύ ἁμαρτωλοί, ἀλλά μετανόησαν, ἄλλαξαν τρόπο ζωῆς καί ἀγωνίσθηκαν μέ ἀνδρεία τόν «καλόν ἀγῶνα τῆς πίστεως». Καί μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι «ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων» καί «ἡ ἰσχύς τῶν ἀσθενούντων καί ἐπανόρθωσις», καί τόν φιλότιμο ἀγώνα τους, ἀναγεννήθηκαν ἐν Χριστῷ, ἀπέβαλαν τόν «παλαιόν ἄνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης» καί ἐνδύθηκαν τόν νέον, τόν «ἀνακαινούμενον κατ’ εἰκόνα τοῦ κτίσταντος αὐτόν». Μέ ἄλλα λόγια, αὐτός πού θέλει νά ἐπιτύχη τόν ἁγιασμό του καί τήν σωτηρία του πρέπει νά ἀγωνίζεται νά ἀποβάλη τήν φιλαυτία καί νά ἀποκτήση τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς», δέν περιμένει ἀνταλλάγματα καί χαίρεται περισσότερο, ὅταν προσφέρη παρά ὅταν νά λαμβάνη, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «μακάριον ἐστί μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν». Καί σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὅτι ἡ χαρά πού δοκιμάζει κανείς, ὅταν λαμβάνη κάποιο δῶρο, εἶναι ἀνθρώπινη, ἐνῶ ἡ χαρά πού αἰσθάνεται, ὅταν προσφέρη, εἶναι θεϊκή.

Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δέν μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του καί δέν ἀγωνίζεται νά νικήση τά πάθη του ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό καί ἔτσι δέν γεύεται τήν ἀγάπη Του, τήν δύναμή Του καί τόν ἀναγεννητικό λόγο Του, ὁ ὁποῖος καθαρίζει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί φωτίζει τόν νοῦ του, μέ ἀποτέλεσμα νά παραμένη ἀκάθαρτος, ἐσκοτισμένος καί ὑποδουλωμένος στόν διάβολο, τόν «ἐφευρέτην τῆς ὑπερηφανείας», τόν «νοητόν τῆς κακίας προστάτην», τόν «ἀπ’ ἀρχῆς ἀνθρωποκτόνον». Γι’ αὐτό παρατηρεῖται τό θλιβερό φαινόμενο, ὅπως τό βλέπουμε καί στίς ἡμέρες μας, νά «σηκώνη κεφάλι ἡ ἁμαρτία», νά «διαφεντεύουν τά πάθη», νά κυριαρχῆ τό κακῶς ἐννοούμενο συμφέρον, τό μίσος,ὁ φθόνος, οἱ ἀνθρωποκτονίες.

Οἱ ἅγιοι, ἀλλά καί ὅσοι ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν προσωπικό τους ἁγιασμό, εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη τῆς ἀνθρωπότητος, ἀφοῦ προσεύχονται γιά ὅλη τήν οἰκουμένη, ἀγαποῦν τούς πάντες ἀνιδιοτελῶς, εἶναι, ὄντως, γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους «μιά ἀνοικτή ἀγκαλιά».

  • Προβολές: 68